Το Όχι είναι δισύλλαβο:
βρέ – χει.
Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
δεν βρίσκει ταξί,
οι συνειδήσεις συνωστίζονται
στον ίδιο μονόδρομο,
όλοι νίπτουν τας χείρας των,
μάλιστα τέτοιες μέρες.
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
η ψιλή και η οξεία στο ο
κεντρώνει το Όχι,
μονόγραμμα των ημερών.
Το παράθυρο είναι δίφυλλο,
η ψιλή και οξεία βροχή
το κεντρώνει,
μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.
Οι καμπάνες οι πένθιμες
ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,
χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες
ωσότου κάποια απόσταση απότιστη
να τις απορροφήσει.
Οι καμπάνες, ασχέτως του πένθιμες,
πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,
πολλώ μάλλον οι πένθιμες.
Οι καμπάνες φορτώνουν
βαλίτσες στα πούλμαν,
τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν
και βάζουν κλήρο
στα ιμάτια των τοπίων.
Σταύρωσον, σταύρωσον
τα χέρια σου στο στήθος…
Τι άλλο να κάνω;
Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;
Που ξέρω από πού;
φεύγει το κάθε πράγμα;
Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.
Οι πασχαλιές εσταυρωμένες
σ’ ένα φθηνό ανθοδοχείο
εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.
Τα μάτια σου
είναι οι δύο ληστές,
εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
επιμένω
βρέ – χει.
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,
όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια
στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν
αγάπα τον πλησίον σου…
Απαίτηση,
που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,
περνάει σαν εύκολη αγάπη
και χάνει τη θεία απανθρωπία της,
το θείο ανεφάρμοστο.
Στην κοπιώδη πορεία του δεηθώμεν
τα μεγάλα κεριά προχωρούν,
τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.
Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,
λυγίζουν και διεκτραγωδούν
το αντίτιμό τους.
Η ανισότης των κεριών
αναλιώνει μυσταγωγικά.
Ο θεός τους ο νεωκόρος
τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.
Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
Θα μάθω το τετέλεσται
από άλλη πηγή.
Πιο θετική.
(Από την ποιητική συλλογή «Το λίγο του κόσμου» (1971).)
20 Απρ 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου