31 Δεκ 2010

Καλή χρονιά!

«Ο χρόνος. Μακρύς. Αναρίθμητος και ταχυδακτυλουργός μέγας. Εντυπωσιακό το νούμερο όπου κλείνει τη μόνιμη συνεργάτιδά του, τη φθορά, σ' ένα ξύλινο μπαούλο. Πειστικά την πριονίζει κάθετα από πάνω έως κάτω, περιμένεις, εύχεσαι να τη δεις κομμένη στα δύο. Αλλά εκείνη βγαίνει σώα, χαμογελαστή υποκλίνεται, την αποθεώνουν τα χειροκροτήματα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο βίος είναι ένα παρατεταμένο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει».

Παν εφήμερον. Λήθη επομένως. Μούσα των ενοχών μας…».

(Κική Δημουλά - «Ο φιλοπαίγμων μύθος»)

25 Δεκ 2010

Ο Καβάφης

Στους νέους Αλεξανδρείς

Πλην ένα πράγμα με χαράν στο νου μου πάντα βάζω,
που στη μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσίν των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμαι εγώ εκεί
απ’ ταις πολλαίς μονάδες μία. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν συναριθμείται πράγματι μέσα στα πέντε εκατομμύρια κατοίκους της σημερινής Αλεξάνδρειας. Το ορατό πρόσωπο αυτού του πληθυσμού είναι η φτώχεια· μια φτώχεια φαινομενικά αμέριμνη και χαμογελαστή· μια φτώχεια, που κατακλύζει τους δρόμους, που απλώνει τα «λάβαρά» της στα μπαλκόνια, φαιδρύνοντας τις γερασμένες προσόψεις των ωραίων άλλοτε κτιρίων.

Μισοερειπωμένα, λεπρά, χαίνοντα, τα μεγαλοπρεπή εκλεκτικά μέγαρα, οι κομψές επαύλεις στεγάζουν ένα πληθυσμό αλλότριο, που μοιάζει να τα χρησιμοποιεί χωρίς να τα καταλαβαίνει. Το ίδιο αίσθημα δοκίμασα άλλοτε και στις παλιές ελληνικές συνοικίες της Πόλης, στο Φανάρι. Αστυφιλία και δημογραφική έκρηξη, μαζική μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα ορίζουν τώρα τη φυσιογνωμία των πόλεων της Αιγύπτου. Αλλά ενώ στο Κάιρο ο λαός αυτός κινείται σε οικείο χώρο, εδώ μοιάζει έπηλυς μέσα στο μεγάλο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Μεσογείου, που διατηρεί ακόμη δυνατό άρωμα μνήμης από το ένδοξο παρελθόν.

Μέσα σ’ αυτό το άρωμα μπορείς ακόμη να συναντήσεις τον Kαβάφη. Το καβαφικό προσκύνημα επιβάλλεται να ξεκινήσει από το διαμέρισμα της οδού Λέψιους, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο με τη φροντίδα του «Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού». Μέσα στο ημίφως, που ανακαλεί την προσφιλή ατμόσφαιρα του ποιητή, διακρίνεις τα λιγοστά έπιπλα – που δεν είναι άλλωστε αυθεντικά, αλλά ανήκουν στο ύφος και στην εποχή των παλαιών εκείνων: «Επιπλωμένο χωρίς αξιώσεις για το ρυθμό, χωρίς πίνακες αξίας ολόγυρα, ήταν ένα από εκείνα τα μελαγχολικά διαμερίσματα όπου λείπει η γυναίκα», θυμάται ο φίλος του ποιητή Ατανάζιο Κατράρο που τον είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά το 1918. «Λείπει η γυναίκα;» μόνο μια γυναίκα είχε το δικαίωμα να παραβιάσει αυτό το άβατο: Η Χαρίκλεια Φωτιάδη, η Κωνσταντινοπολίτισσα μητέρα του ποιητή. Η φωτογραφία της, λίγο πιο χλωμή από τα χρόνια, στολίζει ακόμη τον τοίχο του σαλονιού.

Το σπίτι μας φαίνεται γνώριμο από την πολλή συνάφεια με τον κλειστό κόσμο της καβαφικής μούσας:
«Α, η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι
κοντά στην πόρτα εδώ ο καναπές,
κι εμπρός του ένα τουρκικό χαλί
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντουλάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά».

Οι αληθινοί ένοικοι αυτού του σιωπηλού διαμερίσματος είναι οι ωραίοι νέοι της καβαφικής ποίησης· τα σώματα του έρωτα τα ερατεινά, τα «ινδάλματα της ηδονής» τα αμάραντα: Ο Ιασής, ο Λεύκιος, ο Λάνης, ο Ευρίων, ο Έμης. Αλήθεια, γιατί τόσοι τάφοι «φημισμένων για εμορφιά» εφήβων, που «μεγάλως αγαπήθηκαν», μέσα στη καβαφική τοπογραφία;

Νομίζω την απάντηση τη δίνουν οι ίδιοι οι στίχοι. Αυτές οι «θανατογραφίες» παγιδεύουν το χρόνο, αναχαιτίζουν τη φθορά, ανήκουν στα τεχνάσματα και στους μηχανισμούς της μνήμης, ζωοδόχου πηγής της ποίησης του Καβάφη: «Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών, που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα». Αιχμάλωτοι του χρόνου, αειθαλείς, οι ιδανικοί νέοι του Καβάφη, «σαν σώματα ωραία που δεν εγέρασαν, και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό», μετατίθενται έτσι στο βασίλειο της μνήμης, απ’ όπου μπορεί να τους ανακαλεί «ρεμβαστικά» κατ’ επιθυμίαν και βούλησιν.
«Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες και ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα».

Όταν δεν πεθαίνουν οι ηδονικοί έφηβοι, φεύγουν μακριά, όπως ο νέος «με τα ωραία γκρίζα μάτια» σαν «οπάλιο». «Θ’ ασχήμισαν -αν ζει- τα γκρίζα μάτια· θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο. Μνήμη μου, φύλαξέ τα, συ ως ήσαν».

Η παρέκκλισή του, το πάθος του οδηγούσε τον Καβάφη να βλέπει τους νέους σαν την άφθαρτη εικόνα της νεότητας· από το είδος, την εξατομικευμένη περίπτωση, αναγόταν στο γένος. Γι’ αυτό οι προσωπογραφίες, οι σωματογραφίες των καβαφικών νέων συνθέτουν τελικά ένα και μόνο ιδανικό πορτρέτο, όπως στα Φαγιούμ ή στη ζωγραφική του Τσαρούχη.

Το διαμέρισμα της οδού Λέψιους αντίκριζε άλλοτε το νοσοκομείο της ελληνικής κοινότητας, γειτόνευε με την κακόφημη συνοικία της Αλεξάνδρειας, ενώ βρισκόταν πλάι στους κεντρικούς και πολυθόρυβους δρόμους της αγοράς, των τραπεζών, των ταξιδιωτικών γραφείων. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, ο ποιητής αγκάλιαζε με το βλέμμα την «αγαπημένη πολιτεία», «την κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών». Κατεβήκαμε παραζαλισμένοι από το άξαφνο και πυρωμένο φως στους «δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι, κέντρα γεμάτα κίνηση που τέλεψαν, και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά», όπως προφήτευε ο ποιητής το 1918...

Απόσπασμα από το κείμενο «Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη» της Μαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «ΒΗΜΑ» στις 29 Μαΐου 1994 και το βρήκα -ανήμερα Χριστούγεννα- αναδημοσιευμένο στο www.aixmi.gr

24 Δεκ 2010

Καλά Χριστούγεννα

Κάτι γεννιέται...
Κι αυτό με παρηγορεί...

Καλά Χριστούγεννα...

22 Δεκ 2010

«Γεννά...»

«Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης, «σκήνωσον εν εμοί...».

Ζωή Καρέλλη,
«Παραμονή της Γέννησης»
(«Πορεία», 1940)

21 Δεκ 2010

Καμιά...

Βόλτα στη φωτισμένη από αμέτρητα φωτάκια πόλη...

Κι όμως, φέτος, το εξωτερικό χριστουγεννιάτικο ερέθισμα δεν προκαλεί εντός του καμιά αντίδραση...

18 Δεκ 2010

9 Δεκ 2010

«Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο»

Βαρβαρότητα και ανθρωπιά, φτώχεια και μεγαλείο, ηρωισμός και όνειρο καθορίζουν τη μοίρα ενός μικρού κοριτσιού από κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο, φτάνοντας στην εφηβεία, κατορθώνει να ξεφύγει από τον κλοιό της ελληνικής επαρχίας των δεκαετιών ’60-’70 και να βρει τη ζωή στην Αθήνα, πλάι στον ποιητή Νίκο Γκάτσο και ανάμεσα σε προσωπικότητες που σηματοδοτούν την πνευματική και πολιτιστική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.

Η συγγραφέας, πενήντα δύο χρόνων σήμερα, προσπαθώντας να ανασυνθέσει την ταυτότητά της µε ποιητικό ρεαλισμό, αυτοαναλύεται χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή σκανδαλοθηρίας σ’ ένα κείμενο γραμμένο µε μιαν ανάσα, για να διαβαστεί επίσης µε μιαν ανάσα, όπου ο πεζός λόγος εναλλάσσεται µε στίχους τραγουδιών, ποιήματα, θεατρικούς μονολόγους και διαλόγους προσώπων υπαρκτών, µη επινοημένων.

«Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο μου που απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες, οι οποίοι εύκολα θα αντιληφθούν ότι χρησιμοποιώ τη ζωή μου, παρ’ όλες τις τραγικές αντιθέσεις της, ως αφορμή για να μεταφέρω βιωμένες μνήμες καθώς και δανεισμένες, για να καταθέσω μαρτυρίες αλλά και συναισθήματα και για να αποδώσω ατμόσφαιρες χωρίς παραμορφώσεις απ’ τον χρόνο. Το προσωπικό μου όφελος; Ώσπου να κλείσουν οι δύο μήνες της συγγραφής, αισθάνθηκα την ψυχή μου να μαλακώνει, την ανάσα μου να δυναμώνει και να βρίσκω το πολύτιμο σθένος να αντισταθώ, μαζί με όσους αντιστέκονται, σε όλα αυτά που μας κάνουν να πουλάμε τη ζωή και να χρεώνουμε τον θάνατο, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι μένει».
Αγαθή Δημητρούκα

Η Αγαθή Δημητρούκα γράφει ή μεταφράζει στίχους, ποιήματα, παραμύθια, αφηγήματα, θεατρικά έργα και άρθρα στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει σε μια γλώσσα που τείνει να εξαφανιστεί.