29 Σεπ 2009

Μια συνέντευξη της Σπεράντζας...

Του Θοδωρή Αντωνόπουλου

Η Σπεράντζα είναι ένα κινούμενο "θέλω". Μια γυναίκα που απέδειξε με τη ζωή της ότι η Επιθυμία αλλά και η Δύναμη (να είσαι γνήσιος και εντάξει με τον εαυτό σου, να μην κρύβεσαι, να είσαι εσύ) είναι γένους θηλυκού. Η θρυλική μόρτισσα του ελληνικού σινεμά σίγουρα δεν είναι «του Μπάκιγχαμ», όπως σαρκάζει. Ευτυχώς.
Υπήρξε σταρ. Θεογκόμενα. Αθυρόστομη. Αδερφομάνα. Πληθωρική στις επιθυμίες της και γενναία στη διεκδίκησή τους. Δεν υπήρξε θέλω της που δεν το ικανοποίησε: από τα μπουλούκια που δεν δίστασε να βγει μέχρι το να γίνει συγγραφέας ή να δοκιμάσει να γίνει ζωγράφος...
Σπεράντζα, όπως Ελπίδα. Ένας ζωντανός θρύλος της χρυσής εποχής της επιθεώρησης. Όταν κεντούσε στη σκηνή πλάι στον Ρίζο, τον Μαυρέα, τη Νέζερ, τον Αυλωνίτη, τη Ρένα Ντορ, την Μπέμπα Δόξα, τον Σταυρίδη, ήμουν αγέννητος. Όταν έπαιξε στην «Κάλπικη Λίρα» τη συμπαθέστερη πόρνη του ελληνικού σινεμά, μαθητής. Έτσι ξανάνιωσα όταν βρέθηκα απέναντί της, κι ας κοντεύω πια σαράντα.

Τι πραγματεύεται το τελευταίο σας βιβλίο, το «Έλα Καλέ, Τώρααα!»;
Τις αναμνήσεις και τις απόψεις μου γύρω από την τελευταία εικοσαετία. Αισθάνομαι, ξέρεις, ότι έχω ζήσει τρεις ζωές. Η πρώτη ήταν ώσπου ορφάνεψα -νωρίς νωρίς. Η δεύτερη στο θέατρο. Η τρίτη είναι η ζωή μετά το θέατρο, οπότε πλέον αφοσιώθηκα στη συγγραφή και ανακάλυψα μια πραγματικότητα που μέχρι τότε αγνοούσα.

Τι ήταν το θέατρο για σας;
Ένα ασίγαστο πάθος. Ένας φλογερός εραστής που, έτσι και σε αρπάξει στα μπράτσα του και σε αγκαλιάσει σφικτά, δεν θες τίποτε άλλο. Ζεις για τον οργασμό τού «μπράβο».

Σήμερα για τι ζείτε;
Σήμερα ζούμε όλοι μας την εποχή του Μεγάλου Αυνανισμού. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τη σημερινή σόου μπίζνες πώς την κρίνετε;
Άγριο πράγμα. Στην εποχή μου ουδέποτε ηθοποιός έβαζε τρικλοποδιά σε άλλον. Ήταν τόσο δυνατοί οι θεατρίνοι που δεν χρειαζόταν. Εντάξει, γίνονταν στραβές, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό.

Είσαστε πάντοτε ειλικρινής;
Απολύτως. Σε όλες μου τις σχέσεις, φιλικές ή ερωτικές. Ψέματα θα έλεγα μόνο αν επρόκειτο για ζήτημα ζωής και θανάτου.Ωστόσο, όταν ξέρεις πως μια αλήθεια θα πληγώσει πολύ τον αποδέκτη της, είναι προτιμότερο να τον αφήσεις στο ψέμα του.

Θα συγχωρούσατε στον άντρα σας μια απιστία;
Ουδέποτε. Ούτε κι εκείνος φυσικά. Ξέραμε και οι δυο μας πότε να λέμε στοπ στους πειρασμούς. Μα ρε πούστη, να έχεις τον Θεό και να κοιτάς τους αγίους;

Είστε λοιπόν κατά της εναλλαγής συντρόφων. Λόγοι ηθικής;
Μοιάζω πουριτανή; Απλώς εμένα δεν θα μου το επέτρεπε ποτέ η αγάπη που τρέφω προς τον σύντροφό μου. Η απιστία πικραίνει θύμα και θύτη, ρε γαμώ το! Ενθουσιαζόμαστε με κάποιον τρίτο και φανταζόμαστε πως θα μας πάει στον παράδεισο. Αλλά φτάνοντας εκεί αντικρίζουμε έναν κηπάκο δίχως ένα έστω ωραίο λουλουδάκι...

Υπήρξατε πολύ ανεξάρτητη γυναίκα. Πώς τα καταφέρατε;
Ορφάνεψα μικρή και έτσι δεν είχα να δώσω λογαριασμό πουθενά. Έπαιρνα τη ζωή όπως μου ερχόταν. Γλεντούσα όπως μου άρεσε. Το σεξ ήταν κάτι σαν φαγητό για μένα -και πείναγα πολύ συχνά... Ποτέ όμως δεν έκανα πορνεία, ούτε ξεπέτες -αν εξαιρέσω μία χάριν ενός γοητευτικού νεαρού θαυμαστή μου.

Πόσο διέφερε το φλερτ, οι σχέσεις εκείνα τα χρόνια;
Υπήρχε ακόμα ρομαντισμός. Υπήρχε η διαφορά αρσενικού -θηλυκού. Τα αγόρια ήταν κυνηγοί, τα κορίτσια είχαν μια φυσική αιδημοσύνη.
Δεν υπάρχει ισότης, νεαρέ μου! Στα δικαιώματα ναι, στις δουλειές και στον έρωτα όμως όχι. Πολλές γυναίκες το έχουν παρεξηγήσει το θέμα. Να μαγειρεύει και ο άντρας αλλά για χόμπι, όχι γιατί έτσι πρέπει. Να οδηγεί η γυναίκα, αλλά όχι νταλίκα!

Πιστεύετε λοιπόν στη διάκριση των ρόλων. Τους γκέι πού τους τοποθετείτε;
Είναι μια ιδιαιτερότητα. Αλλά ο έρωτας είναι πάντοτε ίδιος. Είχα και έχω πολλούς γκέι φίλους. Πολλοί σπουδαίοι έκλαψαν σε τούτους εδώ τους ώμους. Ορισμένοι με είχαν κιόλας καψουρευτεί...

Πώς περνάτε πλέον τις μέρες σας;
Τι τα θες, Θοδωρή, ου γαρ έρχεται μόνον! Έχω τα χέρια μου, τα πόδια μου, τη μέση μου... Ψυχικά όμως νιώθω περδίκι. Ολημερίς τραγουδάω. Τις νύχτες ακούω μουσική και διαβάζω ως αργά. Πηγαίνω θέατρο. Ράβω, βλέπω τηλεόραση, παίζω και κάνα χαρτάκι. Φροντίζω σκυλάκια -είμαι σκυλομάνα! Γράφω ακόμα ένα βιβλίο κι ύστερα λέω να ασχοληθώ με τη ζωγραφική... Είμαι χαρούμενος, αισιόδοξος, δραστήριος άνθρωπος.

Πώς τα καταφέρατε;
Είμαι ισορροπημένο άτομο γιατί γύρισα, ταξίδεψα, δούλεψα, αγαπήθηκα, ερωτεύθηκα και γαμήθηκα καλά τον καιρό που έπρεπε. Χόρτασα τις ηδονές κι έτσι δεν έχω απωθημένα. Είμαι «πλήρης ημερών» από σεξ. Είμαι επίσης γεμάτη από χειροκρότημα για τη δουλειά μου. Τι άλλο να ζητήσω;

(Πηγή: www. 10percent. gr)

Κατευόδιο...

Την τελευταία της πνοή άφησε σήμερα το πρωί η γνωστή ηθοποιός Σπεράντζα Βρανά σε ηλικία 77 ετών.
Η Σπεράντζα Βρανά, μέλος της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, υπήρξε συμπρωταγωνιστρία όλων των μεγάλων ηθοποιών. Γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1932 και το πραγματικό της ονοματεπώνυμο ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Συγγραφέας πολλών βιβλίων, με σπουδαιότερο το αυτοβιογραφικό «Τολμώ».

Σπεράντζα Βρανά

Αυλαία...

Για τις εποχές..

Ο λόγος για τις εποχές… Και για τα αποτυπώματά τους εντός μας…
Στο εξαιρετικό blog «Παιχνίδι για δύο» (paixnidigiadyo.blogspot.com) διάβασα ένα κείμενο με τίτλο «Η εποχή της αγάπης», που με άγγιξε και θέλησα αμέσως να το μοιραστώ μαζί σας...
Ιδού…

Το ενδιάμεσο των εποχών με εξουθενώνει. Μου θυμίζει το ανθρώπινο αναποφάσιστο:
Ένα βήμα μπροστά, ένα πίσω, φεύγω- μένω, εγκαταλείπω- στα ίδια στάσιμα νερά συνεχίζω να κολυμπώ...

Και όχι μόνο το ενδιάμεσο. Γενικώς οι εποχές και η εναλλαγή τους με δυσκολεύουν. Κι αν τα τερτίπια τους επιβαρύνουν την καθημερινότητά μου όσο η κίνηση στους δρόμους, η κυκλοθυμία τους μου κοστίζει ακριβότερα: σε διάθεση και ενέργεια...

Από παιδί άλλωστε μ' "έπιαναν" οι εποχές.
Με θυμάμαι ξαπλωμένο σ' ένα άδειο αλώνι να διαβάζω τον ουρανό ακούγοντας τη συνομωσία τους εναντία στη βραχυπρόθεσμη ισορροπία μου. Ή μαθητή στο διάλειμμα να παρατηρώ το κρύο τους να παγώνει στην εκούσια μοναξιά μια ανυπόμονη αμυγδαλιά...

Καμία εποχή δεν ανώδυνη. Όλες έχουν τα όπλα τους.
Πιο επικίνδυνη απ' όλες βέβαια η Άνοιξη. Γεμάτη ομορφιές και μυρωδιές, άνοιγε όλους τους απλήρωτους με τον εαυτό μου λογαριασμους, έφερνε με τα χιλιάδες στον άνεμο άνθη της την αταξία στα συγυρισμένα εντός μου.

Όχι ότι το Καλοκαίρι ήταν πιο πονετικό.
Ως εποχή ματαίωσης και διάψευσης, ερχόταν πάντα με το δραματικό του φινάλε να υπενθυμίσει όλα όσα ήλπισα και δεν έγιναν. Να ειρωνευτεί τα σχέδια, να χλευάσει όσα δεν πρόλαβαν.

Έπειτα το Φθινόπωρο έφερνε τη φθορά. Τις μαραμένες και κρεμασμένες απ' τα κλαδιά ελπίδες, τα πεσμένα καταγής όνειρα σαν φρούτα γινωμένα που δεν κόπηκαν και δεν δοκιμάστηκαν.

Τελευταίος και πιο αδυσώπητος ερχόταν ο Χειμώνας. Με το χιόνι του σκέπαζε στη λήθη τα πεσμένα όνειρα καίγοντας και το τελευταίο ίχνος ζωής στον κήπο μου...

Αυτές ήταν πάντα οι εποχές. Σκληρές και τιμωροί.
Κι εγώ μάταια προσπαθούσα να ισορροπήσω στην τραμπάλα τους. Προσπαθώντας αδέξια να ισοσταθμίσω ελπίδα με διάψευση, ενέργεια με φθορά, γαλήνη με βίαιο εσωτερικό ξύπνημα. Άνιση μάχη...

Όμως φέτος ο Οκτώβρης είναι διαφορετικός. Τούτος ο Οκτώβρης βαραίνει αλλιώς.
Γιατί όπως ο μήνας αυτός φεύγει, πίσω του αφήνει την πόρτα ανοιχτή σε μια νέα εποχή.
Επιτέλους. Ο φετινός Οκτώβρης θα μας βάλει στην πέμπτη εποχή.
Στην Εποχή Της Αγάπης...

28 Σεπ 2009

Πουθενά, είναι ο τόπος μας!

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, η παράστασή του στο Εθνικό, ο Δεκέμβρης, η φήμη που τον κυνηγά

Συνέντευξη στην Καθημερινή & στη Μαρία Κατσουνάκη

Θα ήθελε να βρεθεί σε ένα μέρος όπου «πολλοί νέοι άνθρωποι εκρήγνυνται δημιουργικά». Και να δουλέψει μαζί τους. Να δοκιμάσει. «Ασφυκτιώ», λέει. Από τον Φεβρουάριο και για λίγους μήνες ο Δημήτρης Παπαϊωάννου θα μετοικήσει στη Ν. Υόρκη με υποτροφία του Ιδρύματος Φουλμπράιτ.
Στις 14 Οκτωβρίου έχουν οριστεί τα εγκαίνια του εντυπωσιακά ανακαινισμένου κτιρίου Τσίλερ. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου -μαζί με τον Coti K., τον Ζάφο Ξαγοράρη, τον Αλέκο Γιάνναρο και τον Θάνο Παπαστεργίου- κατασκευάζει ένα έργο αξιοποιώντας απογυμνωμένους τους καινούργιους μηχανισμούς της Κεντρικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Είκοσι έξι ερμηνευτές μετρούν και αναμετρούνται με τις διαστάσεις και δυνατότητες του χώρου σε μια ειδικά σχεδιασμένη χορογραφία που δεν θα μπορεί να παρουσιαστεί πουθενά αλλού. «Πουθενά» και ο τίτλος της. Μισή ώρα η διάρκειά της. Στην πρόβα που παρακολουθήσαμε, πέρασαν δυο ώρες χωρίς να το καταλάβουμε. Σταγκόνια, προβολείς και σώματα συναντώνται σε έναν μη τόπο. Η συνέντευξη έγινε δυο ημέρες αργότερα, στο Παγκράτι.
Πεζοπορώντας, στο δρόμο της επιστροφής, ο Δημήτρης Παπαϊωάννου χρησιμοποίησε δυο λέξεις: «αξιοκρατία και αξιοπρέπεια». Εκτός συνέντευξης, εκτός μαγνητοφώνου. Δεν έχει σημασία με ποια αφορμή. Τις συγκράτησα γιατί ήχησαν διαφορετικά, παρά τη συνεχή χρήση τους από υποψήφιους και πολιτικούς. Έρχονταν από άλλο τόπο.

Περιμένετε κάτι από αυτές τις εκλογές; Θα πάτε να ψηφίσετε;
Νομίζω ότι χρειάζονται εκλογές κι εδώ δυστυχώς σταματάει η ενασχόλησή μου με αυτό το θέμα. Σε μιαν άλλη στιγμή της ζωής μου πιθανόν να ήμουν «πιο μέσα». Δεν περιμένω πολλά. Θα πάω να ψηφίσω. Και η αλήθεια είναι πως εδώ και τρία χρόνια που έχω κλείσει την τηλεόραση, αισθάνομαι ενοχές ως πολίτης αλλά είμαι ευτυχέστερος ως άνθρωπος. Την άνοιξα μόνο για τις προπέρσινες φωτιές όταν σχεδόν κάηκε το Μουσείο της Ολυμπίας.

Δεν ανοίξατε την τηλεόραση ούτε τον Δεκέμβρη;
Μόνο για να δω το χριστουγεννιάτικο δέντρο στις φλόγες, μια εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Όχι, δεν παρακολούθησα τα γεγονότα από την τηλεόραση, τα έζησα από κοντά, τόσο με τη διακοπή της παράστασης στο «Παλλάς» όσο και μέσα από το Διαδίκτυο, και στις έντονες, ατελείωτες συζητήσεις με το περιβάλλον μου. Κατέβηκα και σε διαδηλώσεις, αλλά δεν μου αρέσει να το συζητάω στις συνεντεύξεις γιατί δίνω την εντύπωση ότι πουλάω ακτιβισμό. Αναμείχθηκα με το πλήθος. Δεν είχα κανέναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είχα μόνο θυμό. Στην πρώτη παράσταση που δώσαμε πριν τα γεγονότα πάρουν τη διάσταση που πήραν, αισθάνθηκα την ανάγκη να πάρω το μικρόφωνο και να πω στον κόσμο που είχε έρθει, γεμίζοντας το πολυτελές «Παλλάς», ότι είμαι αμήχανος και νιώθουμε θυμωμένοι. Το έκανα, χωρίς να είναι ο τύπος μου. Ο «τύπος μου» είναι να λέει το έργο αυτό που είμαι.

Αναφερόμαστε σε έναν θυμό δικαιολογημένο.
Ναι. Είναι το μόνο «ναι» που μπορώ να πω με βεβαιότητα.

Έχετε και ενστάσεις;
Αρκετές. Αλλά δεν μπορώ ούτε τις ενστάσεις μου να υποστηρίξω. Δεν ξέρω αν έχω δίκιο. Ξέρω ότι είμαστε πολύ θυμωμένοι και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα έπρεπε. Όχι μόνο γι' αυτό που έγινε αλλά γι' αυτό που γίνεται. Γιατί αυτό ήταν ένα σπυράκι που έσπασε σε μια πάσχουσα επιδερμίδα. Και πάσχει γιατί είναι τοξική η διατροφή του οργανισμού.

Και τι κάνετε τον δικό σας θυμό;
Έχω μια διέξοδο. Έχω βρει έναν δρόμο και μέσα από αυτόν προσπαθώ να εξελιχθώ σαν άνθρωπος. Είμαι όμως τυχερός γι' αυτό. Και κυρίως γιατί ο δρόμος αυτός της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι σαν την επιστήμη: δεν έχει τέλος. Kαι αυτό που υπηρετείς είναι μεγαλύτερο από σένα. Μερικοί άνθρωποι έχουν το χάρισμα -και τους θαυμάζω- να είναι καλοί σε δυο - τρία πράγματα μαζί. Έχουν το κουράγιο να αισθάνονται ότι επειδή τους αγαπάει ο κόσμος μπορούν και να κάνουν κάτι για τον κόσμο. Εγώ φοβάμαι πολύ μην κάνω λάθος παίρνοντας ως δεδομένη μια τέτοια εξουσία. Εκκινώ από άλλο κέντρο: από την ανάγκη δημιουργίας μιας «κατάστασης» μέσα από τη δουλειά μου. Αρνήθηκα προτάσεις μετά την επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων που θα με έβαζαν σε θέσεις - κλειδιά για τον πολιτισμό, με ένα πολύ καθαρό σκεπτικό: κάνω άλλη δουλειά. Θέλω να είμαι καλλιτέχνης. Αισθάνομαι τιμημένος που παίζω στο γήπεδο των καλλιτεχνών. Και δεν εννοώ το σινάφι, αλλά την ιδέα. Παίζω μέσα στην ιδέα.

Θεωρείτε ότι η δημιουργία είναι χάρισμα;
Καλλιεργείται με αγώνα, επένδυση και προσωπική πίστη. Έχω γνωρίσει ανθρώπους που μπορώ να πω ότι έχουν χάρισμα. Έχω νιώσει στιγμές στη ζωή μου ότι κι εγώ έχω χάρισμα.

Ποιες στιγμές;
Όποτε διαπίστωσα ότι από το μηδέν δημιούργησα κάτι. Τίποτα στη ζωή μου δεν προέβλεπε αυτό που μέχρι στιγμής έχει συμβεί. Συμπεραίνω λοιπόν ότι έχει δοθεί ένα δώρο, το οποίο δεν έχει πια μεγάλη σημασία. Tο τι κάνω μ' αυτό έχει.

Το Αμερικάνικο Κολλέγιο στο οποίο φοιτήσατε σας κατέτασσε αυτομάτως στους προνομιούχους. Θα ήταν το ίδιο αν είχατε τελειώσει κάποιο δημόσιο σχολείο;
Δεν μπορώ εύκολα να πω, γιατί δεν έχω την εμπειρία του δημόσιου. Δεν μπορώ να συγκρίνω. Ήταν, νομίζω, ένα προνόμιο που μου δόθηκε από τους γονείς μου με αγώνα, γιατί οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι, με μεγάλη δοτικότητα στο παιδί τους. Όταν έκανα τις τελετές, συνειδητοποίησα ότι το Κολλέγιο ήταν από τα πολυτιμότερα εφόδια που είχα πάρει στη ζωή μου. Δεν είμαι από τα προνομιούχα παιδιά. Καλός μαθητής αλλά όχι άριστος, και δεν μπορούσα να λειτουργήσω άνετα μέσα σε έναν τόσο διαφορετικό ταξικό προσδιορισμό. Αλλά πέρασα πολύ ωραία και φάνηκε εκ των υστέρων ότι με έμαθε να αγωνίζομαι γι' αυτό που πιστεύω. Και, επίσης, στο Κολλέγιο οφείλω ότι το ειδικό μου ταλέντο στη ζωγραφική διακρίθηκε από πολύ νωρίς, ενθαρρύνθηκε και, ουσιαστικά, το ίδιο μου το σχολείο με ενδυνάμωσε και με έκανε να πιστέψω ότι αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνω στη ζωή μου.


Γιατί είπατε ότι το συνειδητοποιήσατε στις τελετές των Ολυμπιακών;
Γιατί έπρεπε να κάνω μια διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού. Να λειτουργήσω και ως μάνατζερ. Χρειάστηκαν, για την ακρίβεια, τα πάντα που είχα μάθει ώς τότε στη ζωή μου. Δεν έμεινε τίποτα αναξιοποίητο και νομίζω ότι με τίποτα λιγότερο δεν θα μπορούσα να έχω αντεπεξέλθει.

Έχετε πει ότι δεν θεωρείτε τον εαυτό σας χορογράφο...
Με θεωρούν χορογράφο γιατί ασχολούμαι με ένα θέατρο που δεν έχει λόγο. Αλλά αν αποκαλούμε και τον Ουίλιαμ Φορσάιθ χορογράφο, ε, τότε είμαστε σε σύγχυση. Ο Φορσάιθ είναι ο Ντα Βίντσι. Ζούμε στην εποχή του.

Αν η δημιουργία είναι μια διαρκής δαπάνη, πώς αναπληρώνετε τις απώλειες;
Αυτομάτως! Είναι σαν τη γυμναστική. Δηλαδή όταν γυμνάζεσαι δίνεις και παίρνεις ενέργεια από τον ίδιο σου τον οργανισμό. Η χαρά μου σήμερα που μιλάμε είναι ότι είδα μια πρόβα και κατάλαβα ότι θέλω να μοιραστώ με τους ανθρώπους αυτό που αρχίζουμε να φτιάχνουμε. Ξαφνικά, δεν είμαι κουρασμένος! Αυτή είναι η επαναφόρτιση. Ενώ είμαι «λιωμένος», εξαντλημένος, νιώθω λίγη χαρά. Αύριο πάλι αγωνία.

Η αναπλήρωση προϋποθέτει κινητικότητα -σας βλέπω πολύ συχνά στις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών τα καλοκαίρια- ή είναι μια εσωτερική διαδικασία;
- Κατ' αρχάς είμαι πιο δεινός φιλότεχνος από καλλιτέχνης. Κατά δεύτερον, το να βλέπω τις παραστάσεις που μας κάνει δώρο το Φεστιβάλ Αθηνών τα τελευταία χρόνια, δεν είναι απλώς ευχαρίστησή μου. Είναι υποχρέωσή μου. Γιατί κάνω αυτή τη δουλειά. Δεν πάμε να δούμε μόνο για να απολαύσουμε. Αν βγαίνει το καινούργιο φάρμακο και είσαι γιατρός, δεν σε παίρνει να αδιαφορείς. Η τέχνη με βοηθάει να εξελιχθώ, έτσι κι αλλιώς. Ανεξάρτητα από την επαγγελματική διαστροφή, με φέρνει πιο κοντά στον εαυτό μου. Όταν έρχομαι σε επαφή με την καλή τέχνη, είμαι ευτυχής.

Το πολιτικό πλαίσιο, η ατμόσφαιρα που προκύπτει από την πολιτική ζωή, που νιώθουμε να μας βαραίνει, να μας καταθλίβει…
…Και να μας ξενερώνει… Πολύ σημαντικό. Δεν μπορείς να ζεις σαν πολίτης ξενερωμένος. Δεν μπορεί να «κόβεσαι» συνέχεια.

…Ό,τι μας περιβάλλει, τέλος πάντων, είναι κίνητρο για δημιουργία;
Μπορεί να γίνει. Το έχουν αποδείξει οι εποχές. Δυσκολεύει τους ανθρώπους, τους πολίτες, τους καλλιτέχνες να φέρουν σε πέρας το έργο τους αλλά όπως κάθε δύσκολη κατάσταση αποκαλύπτει πράγματα για τη ζωή, για τους ανθρώπους και για τον εαυτό μας. Της τέχνης της αρέσει να μιλάει γι' αυτά. Μία καταστροφή μπορεί να γίνει πηγή έμπνευσης πολύ εύκολα για την τέχνη. Η τέχνη έχει μεταμορφωτική ικανότητα και τρέφεται επίσης από τα ανθρώπινα δεινά. Προφανώς είναι ένα είδος φάρμακου κι αυτή.

Η Αθήνα πιστεύετε ότι είναι μια ανυπεράσπιστη πόλη; Ανυπεράσπιστη στην καταστροφή;
Όχι. Πιστεύω ότι ζούμε μια ανυπεράσπιστη ζωή. Δεν θα ήμουν τόσο βίαιος με την Αθήνα. Και νομίζω ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την παράνοια ότι μπορούμε να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να γίνουμε πιο έξυπνοι διαχειριστές της αυτοοργάνωσής μας, σε σχέση με εμάς και σε σχέση με αυτό που λέμε φύση.

Πώς επιτυγχάνετε τη δική σας «αυτοοργάνωση»;
Εγώ ζω στο χάος. Προσπαθώ να προστατέψω τον εαυτό μου και μετά καταλαβαίνω ότι η προστασία του εαυτού μου έχει γίνει φυλακή του εαυτού μου. Αυτοσχεδιάζω. Έχω και την τύχη να μην ψάχνω για δουλειά τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτός είναι ένας παράγοντας που κάνει πολύ διαφορετική τη ζωή των ανθρώπων. Σε όλα τα άλλα είμαι απολύτως εκτεθειμένος. Αδυνατώ να με προστατέψω. Σημειώνω αλλεπάλληλες αποτυχίες σ' αυτό!

Η φήμη σας δεν σας προστατεύει;
Μέχρι στιγμής, ναι. Υπάρχει η λέξη φήμη, η λέξη επιτυχία, η λέξη αναγνωρισιμότητα...

Θέλετε να την αντικαταστήσουμε με κάποια άλλη λέξη;
Ας πούμε ότι με διευκολύνει η φήμη πως κάνω καλά τη δουλειά μου.

Παρατηρώντας τους ανθρώπους γύρω σας, τι διαπιστώνετε;
Έζησα το γύρισμα μιας εποχής, τον απόηχο της θέρμης των ανθρώπων μέσα σε ένα πλαίσιο περισσότερης φτώχειας, μεγαλύτερης απόστασης από την Ευρώπη και την Αμερική. Νιώθω, πλέον, τη μετατόπιση της θέρμης. Τώρα, οι άνθρωποι είναι πικρά απομονωμένοι. Σταματούν να κρατιούνται χέρι χέρι στο δρόμο, σταματούν να σε κοιτούν στα μάτια. Αυτό το βλέμμα των ανθρώπων κατευθείαν στα μάτια… Δεν έχω σταματήσει, παρ' όλα αυτά, να συναντώ ανθρώπους δοτικούς, που τους αρέσει να ρισκάρουν. Υπάρχουν άνθρωποι που ξέρουν να αγαπούν, να μοιράζονται, να αγαπιούνται.

Η φήμη, η αναγνωρισιμότητα, η επιτυχία, είναι και μια μορφή εξουσίας; Την ασκείτε;
Είμαι προσεκτικός. Προσπαθώ να μη την χρησιμοποιώ παρά μονάχα στις διαπραγματεύσεις για τις συνθήκες της εργασίας μου. Nα κάνω καλό deal, δηλαδή.

Διατρέξατε τον κίνδυνο να γίνεται ο αγαπημένος δημιουργός της καθεστηκυίας τάξης. Το αντιληφθήκατε;
Δεν είναι τυχαίο ότι η επόμενη δουλειά μου βρίσκεται σε έναν οργανισμό που μου κάνει την τιμή να με διαλέξει αλλά σε συνθήκες πιο σφιγμένες από της ελεύθερης αγοράς. Ήθελα όμως αυτό το έργο να το κάνω εκεί, στο Εθνικό Θέατρο. Η συνεργασία μου με την Ελληνική Θεαμάτων (σ.σ. στο «Παλλάς» για τη «Μήδεια») συνδυάστηκε με την πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ήθελα να ζήσω και εκείνον τον χώρο. Με ενδιέφερε να τον ζήσω. Σαν καλλιτέχνης τον ήθελα. Δεν είναι ωραίο να γίνεσαι «must». Δεν είναι ωραία τα συμπαρομαρτούντα, τα παρελκόμενα, της μαζικής επιτυχίας.

Τι εννοείτε;
Θα γίνω κυνικός και δεν θέλω. Γιατί είμαι πολύ κυνικός αλλά δεν κάνει στις συνεντεύξεις! Είναι ευχάριστο να έχεις κάνει μεγάλο σουξέ. Να ξημερώνει μια μέρα και το έργο σου να είναι σουξέ. Οπότε τι να πούμε τώρα; Το ίδιο μου το έργο δείχνει αν διαβρώθηκα. Οι φίλοι μου ξέρουν τι έγινε σε μένα σαν άνθρωπος. Όσο και να γκρινιάζει κανείς, νιώθω πολύ τυχερός και ευχαριστημένος που τόσος πολύς κόσμος, έστω και για τους λάθος λόγους, μπήκε μέσα, έκλεισαν τα φώτα και κάθισε να ζήσει αυτή την εμπειρία. Ελπίζω να ξανάρθουν μόνο όσοι γουστάρουν. Νομίζω ότι όσοι έρχονται χωρίς να γουστάρουν κάνουν κακό στον εαυτό τους. Αλλά δεν θα τους πω εγώ τι θα κάνουν. Αν θέλουν να ακούσουν τα περιοδικά ή να ακολουθήσουν τα «must» της εποχής, φαντάζομαι ότι αυτό το κάνουν και για το ρουχισμό τους και για το φαγητό τους και για τη μουσική τους και για το σινεμά τους. Εγώ είμαι πολύ χαρούμενος που ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εκδηλώνει ενδιαφέρον για τη δουλειά μου. Την ώρα που κλείνουν τα φώτα βρίσκεται το έργο μου απέναντι στον χρόνο που μου διαθέτει ο κάθε άνθρωπος. Το τι θα ακολουθήσει είναι προσωπικό, του καθενός.

Δεν αισθανθήκατε να προσαρμόζεστε στο γούστο του κοινού;
Είμαι σίγουρος ότι δεν προσαρμόστηκα. Το είχα πάθει όμως στην εποχή της «Ομάδας Εδάφους». Γλίστρησα στην ανάγκη μου για αγάπη και αποδοχή μέχρι που χτύπησα το κεφάλι μου στον τοίχο και συνειδητοποίησα τι κάνω. Το πέρασα το στάδιο, πριν. Στη μεγάλη επιτυχία, δεν το έκανα καθόλου. Αλλά εγώ θα κρίνω τον εαυτό μου;

Το «Πουθενά» είναι μια «τελετή υπέρ της μηχανής»;
Καθόλου. Δεν υπάρχει κανείς θαυμασμός για τη μηχανή. Είναι μια προσπάθεια σύνθεσης ενός ποιήματος για την αναμέτρηση των ανθρώπων με έναν χώρο - μηχανή, ο οποίος δεν είναι απέναντι από τους ανθρώπους. Ισως είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι. Ισως είναι το μυαλό των ανθρώπων.

Τα πρόσωπα είναι εγκλωβισμένα μέσα σε αυτό το περιβάλλον;
Και ναι και όχι. Δεν είναι περισσότερο φυλακισμένοι απ' όσο φυλακισμένοι είμαστε από τις προκαταλήψεις μας, τις επιθυμίες μας, απ' όσο είμαστε στην εργασία μας, δεν είναι περισσότερο ελεύθεροι να ονειρεύονται απ' όσο εμείς και νομίζω ότι υπάρχει σαφέστατα η αίσθηση ότι θα μπορούσε να βγει κανείς από εκεί αλλά όποια πόρτα και αν ανοίξει, θα είναι πάλι μηχανή. Μιλούσαμε και στην τελετή έναρξης για την τεχνολογία. Αλλο χρήση της τεχνολογίας, άλλο θαυμασμός για αυτήν. Μια τεράστια μαριονέτα οπτικοποίησης συμβόλων ήταν.
Η τελετή των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν καθοριστική στη διαμόρφωση της αισθητικής σας; Μήπως αναζητάτε «μέγεθος» παραγωγής πια;
Δεν νομίζω. Το «Ενός λεπτού σιγή» ήταν το κατρακύλισμα από μια μεγάλη σκάλα. Η «Μήδεια», ένα ερωτικό θρίλερ πάνω σε μια πλημμυρισμένη σκηνή. Εγώ είμαι καλός όταν έχω έναν άνθρωπο να αναμετριέται με μία καρέκλα ή με ένα σλίπινγκ μπαγκ ή με μια σκάλα ή με ένα επικλινές επίπεδο. Κάτι βρίσκει η ψυχή μου μέσα σε αυτά τα στοιχήματα και εκφράζεται.
Στο «Πουθενά» περισσότερο από το «2», υπάρχει συνάντηση, συμφιλίωση ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό.
Δεν υπάρχει ούτε εχθρότητα ούτε συμφιλίωση, αλλά μια ευχή για ένωση. Στο «2» το θέμα ήταν το αρσενικό και η μοναξιά του. Εδώ, το θέμα είναι η μέτρηση του χώρου και η αναμέτρηση των ανθρώπων με τις δυνατότητες του χώρου.

26 Σεπ 2009

Φώτα ανάβουν… παίζουν τραγούδια…

Η Μουσική Συνωμοσία μας, μετά από τις βόλτες της ανά την Ελλάδα, από την Τετάρτη 21 Οκτωβρίου και κάθε Τετάρτη, καταλαμβάνει το club του Σταυρού του Νότου, μεταμορφώνοντάς το σε χειμερινό καταφύγιο, ενώ τις Δευτέρες από 26 Οκτωβρίου αυτονομεί στο Orient της Θεσσαλονίκης.

Η Νατάσσα Μποφίλιου τραγουδά ιστορίες, προσωπικές εξομολογήσεις και αφηγήσεις από ζωές που χάνονται στους δρόμους του κέντρου σε ένα πρόγραμμα με τη σφραγίδα του Γεράσιμου Ευαγγελάτου στην καλλιτεχνική επιμέλεια και του Θέμη Καραμουρατίδη στις πειραγμένες ενορχηστρώσεις.

Τα σενάρια από τις «Εκατό Μικρές Ανάσες», το «Μέχρι το Τέλος» τα «Τρία Μυστικά», αλλά κι από την ολοκαίνουργια επερχόμενη δουλειά της τριάδας μπερδεύονται με καρέ από απρόβλεπτα τραγούδια και εικόνες του Παντελή Φραντζή.

Ένα ηλεκτρικό cabaret με ρετρό αναφορές, για τα ταξίδια που έγιναν κι αυτά που έμειναν στα λόγια...

Η μουσική συνωμοσία συνεχίζεται…

Για το ρεμπέτικο...

Ολόκληρη η ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1949 στο Θέατρο Τέχνης,
στο www.manoshadjidakis.gr

Η τόλμη του Μάνου Χατζιδάκι

Η «ιστορική» ομιλία του 1949 καταξίωσε το ρεμπέτικο και άνοιξε νέους δρόμους

Της Γιώτας Συκκά

ΕΠΕΤΕΙΟΣ. Αν και στο ακροατήριο ήταν τα φωτισμένα μυαλά της Αθήνας, όλοι τον άκουγαν έκπληκτοι. Ηταν 31 Ιανουαρίου του 1949 και
ο Μάνος Χατζιδάκις μιλούσε για το περιφρονημένο ρεμπέτικο όχι μόνο αποκαθιστώντας το μουσικά αλλά και καταξιώνοντάς το ως μια αυθεντική καλλιτεχνική έκφραση της πιο αδικημένης πλευράς της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας.
Εξήντα χρόνια πέρασαν από τότε και αξίζει να θυμηθούμε τις λεπτομέρειες αυτής της τολμηρής ιστορικής στιγμής, να ανακαλύψουμε την πολύ ενδιαφέρουσα προϊστορία της και να αναρωτηθούμε αν υπάρχουν σήμερα τέτοιοι αιρετικοί αστοί που να μπορούν να ανακαλύψουν το κρυμμένο πετράδι. Και κυρίως, σήμερα, στην εποχή της βιομηχανοποίησης, της τυποποίησης και της light αντιμετώπισης, αν υπάρχουν κρυμμένα πετράδια.


Η αξία του ρεμπέτικου
1949. Τα πάθη πολύ πρόσφατα. Το πρότυπο «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» είναι επίσημο και επιτακτικό. Το ελληνικό τραγούδι επιτρέπεται να είναι μόνο η εξελληνισμένη εκδοχή της δυτικής ελαφρότητας, το παρακράτος κινείται ανεξέλεγκτα και οποιαδήποτε άλλη στάση και επιλογή θεωρείται ύποπτη.
Σε αυτό το σκοτεινό περιβάλλον ο Μάνος Χατζιδάκις τολμά να μιλήσει για την αξία του «περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης» και να πει:
«Το να θέλει κανείς ν’ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια». Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Οσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπική της κατάσταση;».
Κι όμως αυτή η διάλεξή του που άλλαξε τα πράγματα δεν ήταν η πρώτη τολμηρή προσπάθεια καταξίωσης του ρεμπέτικου τραγουδιού από την πλευρά της διανόησης της εποχής.
Δύο ολόκληρα χρόνια πριν, το 1947, Ιανουάριος ήταν πάλι, όταν ο Φοίβος Ανωγειανάκης, από τους κορυφαίους πρωτοπόρους ερευνητές, μουσικολόγους και συλλέκτες, είχε υποστηρίξει από τις σελίδες του «Ριζοσπάστη» ότι «η παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και κάπως λιγότερο της βυζαντινής μουσικής, όσο αν εκπλήσσει μερικούς συνεχίζεται σ’ αυτά τα τραγούδια που είναι γνήσια μορφή σημερινής λαϊκής μουσικής…». Η δική του άποψη για τους αφορισμούς «εν ονόματι» της ηθικής πνίγηκε στον κομματικό καθωσπρεπισμό και τις θέσεις του ΚΚΕ. Για την αστική τάξη τα ρεμπέτικα ήταν ταυτισμένα με τον «λαουτζίκο» αλλά και για την Αριστερά ήταν ταυτισμένα με το χασίσι που αποπροσανατολίζει την εργατική τάξη από τα προβλήματά της.

Πυρήνας ή φλοιός;
2009.
Επιστροφή στον 21ο αι. Σήμερα στην εποχή της τυποποίησης έχει κανείς την εντύπωση πως δεν υπάρχει πυρήνας αλλά μόνο φλοιός. Όμως, τα πράγματα είναι πολύ πιο θετικά για τα κρυμμένα πετράδια. Το πρότυπο του καθωσπρεπισμού δεν είναι τόσο επιτακτικό όσο τότε. Το Ίντερνετ δίνει τη δυνατότητα να φανεί ό,τι διαφορετικό κινείται έξω από τους κατεστημένους τρόπους. Τάσεις υπάρχουν αλλά δεν έχουν τον σκληρό κοινωνικό και καλλιτεχνικό πυρήνα του ρεμπέτικου. Άλλοι μιλάνε για την ελπίδα της τσιγγάνικης μουσικής, άλλοι για το ραπ και τα παιδιά της ηλεκτρόνικα. Γενικά τις φωνές των ανένταχτων ομάδων. Η πρώτη κατηγορία έχει μια δική της παράδοση με ξεχωριστούς μουσικούς στο παίξιμο (δεν αναφερόμαστε στα καψουροτράγουδα). Η άλλη είναι παγκοσμιοποιημένη, εκφράζεται πάνω σε μια μίνιμαλ επαναλαμβανόμενη φόρμα αλλά ισχυρό πολιτικό λόγο (η μόνη με κοινωνικές ανησυχίες) ενώ η ηλεκτρόνικα, έχει πιστό κοινό στο Διαδίκτυο. Η εποχή είναι ανεκτική σε διαφορετικά είδη γι’ αυτό και τα τραγούδια της παραβατικής στάσης έχουν ιδιαίτερη απήχηση στη νεολαία. Τα μεγέθη βέβαια δεν είναι ανάλογα ούτε η οπτική με το ρεμπέτικο. Ομως κάτι καινούργιο υπάρχει. Θέλει ίσως χρόνο να εκδηλωθεί δυναμικά. Ας σκεφτούμε αυτά που έλεγε το 1949 ο Μάνος Χατζιδάκις. Όταν υποστήριξε πως «το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό» και παρουσίασε δύο από τους πιο γνήσιους και δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης ελληνικής μουσικής όπως τους χαρακτήρισε στο κοινό, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον
«Κάποτε -είπε στο τέλος εκείνης της διάλεξής του στο Θέατρο Τέχνης- θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα τον δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα “νωχελικά 9/8” για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό τους και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν τον βαθύτερο εαυτό μας».
Ας μην είμαστε λοιπόν απαισιόδοξοι και για μας. Ποιος ξέρει τι θα μας επιφυλάξει η διάλυση του μουσικού συστήματος όπως το ξέρουμε σήμερα.

21 Σεπ 2009

Νατάσσα Μποφίλιου live

Από 21 Οκτωβρίου, Τετάρτες - Αθήνα (Σταυρός του Νότου).

Από 26 Οκτωβρίου, Δευτέρες - Θεσσαλονίκη
(Orient).

20 Σεπ 2009

Εις μνήμην...

Γιώργος Σεφέρης

Ο ποιητής...

Ο νομπελίστας...

Ο Έλληνας...

Ο Οικουμενικός…

«Έφυγε», σαν σήμερα, στις 20 Σεπτέμβρη του 1920…

«Εγενόμην εν Πάτμω»

Πατμιάζοντας…

Ένα οδοιπορικό ποίησης και αποκάλυψης στο ιερό νησί...

Από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια…

Περισσότερα «Στον ίσκιο του Ήσκιου»... (pakapodistrias.blogspot.com)

Φθινόπωρο...

Φθινόπωρο ξανά…
Εντός, πρώτα…
Όπως όλες οι εποχές του χρόνου, του μυαλού, του αισθήματος...
Του πριν και του μετά…

Αγάπη

«…Ύστερα δεν θες ούτε να πιεις ούτε να μιλήσεις -μόνο να κοιτάς, να κοιτάς. Να βλέπεις αυτά που οι άλλοι δεν μπορούν. Λένε ανέκδοτα και γελούν, γελάς κι εσύ μαζί τους προσέχοντας μην πάρει κανείς χαμπάρι ότι το γέλιο σου, παρά ένα ημιτόνιο, είναι ένα κλάμα που δεν άρχισε ποτέ, γι’ αυτό και δεν λέει να τελειώσει.
Μες τους ανθρώπους αυτοεξοριζόμαστε γι’ αυτή την μικρή φιάλη οξυγόνο που κρύβουμε στην τσέπη και στην ετικέτα γράφει: Αγάπη -για ιατρική χρήση μόνο».

Στέλλα Βλαχογιάννη

Η ομορφιά του ελάχιστου

Δονούσα

Η Δονούσα δεν έχει κάτι το ιδιαίτερο και το ξεχωριστό. Δεν έχει κάστρα, δεν έχει δάση και ποτάμια, ούτε θερμά λουτρά και μεγάλες αμμουδιές με κέδρους, ούτε έχει γραφική Χώρα σκαρφαλωμένη στα βράχια. Έχει έκταση 13 τ.χλμ., δύο βουνοκορφές στα 300 μέτρα με θυμάρι και πεσμένες πεζούλες, λαγκαδιές και λόγκους, βράχια, μικρές παραλίες, λίγα χωράφια με μποστάνια και μικρές ελιές, κρύα νερά, κατσίκια, γαϊδούρια, κότες και 160 μόνιμους κάτοικους.
Αλλά πάνω απ' όλα έχει την ομορφιά του ελάχιστου.

(Από το «Γεωτρόπιο» της «Ε»)

17 Σεπ 2009

Ο Λοΐζος

Ο Μάνος Λοΐζος έφυγε από τη ζωή, σαν σήμερα, στις 17 Σεπτέμβρη του 1982… Πέρασε την Αχερουσία με το χαμόγελο μικρού παιδιού και με τη σοφία γέρου… Σε μας, άφησε τα τραγούδια του… Τραγούδια με τον αέρα της Αλεξάνδρειας, απ’ όπου κατάγονταν ο Λοΐζος… Τραγούδια γι’ αγάπες, έρωτες κι αγώνες… Τραγούδια με χρώματα, μυρωδιές και μνήμες… Και με ξεχωριστό τους γνώρισμα τη μελωδία…

12 Σεπ 2009

Ξανά μαζί...

Την ερχόμενη Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου ξεκινάει ξανά τα ταξίδια της, μετά από διακοπή τριών μηνών, η «Μουσική Κιβωτός» του Δημοτικού Ραδιοφώνου Ιωαννίνων... Στους 98,7 των Fm, αλλά και στο διαδίκτυο (στη διεύθυνση www.dimotikoradiofono.gr), κάθε απόγευμα 6-7...
Δεν είναι η στιγμή να αναφερθώ στους λόγους που η εκπομπή σταμάτησε ξαφνικά τον περασμένο Ιούνιο... Κάποιοι θεώρησαν ότι τους έπεφτε... βαριά! για καλοκαίρι... Σημασία έχει πως είμαστε ακόμα ζωντανοί και πως από Δευτέρα θα ανταμώσουμε και πάλι...

Μιας και ο λόγος περί ραδιοφώνου, επιτρέψτε μου, να ευχαριστήσω θερμότατα την κυρία Στέλλα Βλαχογιάννη για τη στήριξή της... Μου έδωσε δύναμη και κουράγιο σε μια χρονική στιγμή που τα είχα ανάγκη... Της είμαι ευγνώμων... Ξέρει εκείνη και όσοι παρακολουθουν το ραδιοφωνικό της «Ιατρείον ασμάτων»...
Να της εκφράσω θέλω, μέσα από τις «αποχρώσεις», την αγάπη μου και την εκτίμησή μου...

Γεράσιμου Ευαγγελάτου: Σενάρια...

Μια βόλτα στη βροχή μπορεί να βάλει όλες τις σκέψεις σε σειρά. Σημασία στη ζωή έχουν τα σενάρια. Το πως επιλέγεις να προβάλλεις την πραγματικότητα στην οθόνη σου. Σε ποιους επιτρέπεις την είσοδο στο μικρό σου σινεμά και ποιους αφήνεις έξω. Κι αν αφήνεις κάποιον έξω δε σημαίνει πως τον αποκλείεις απαραίτητα. Σημαίνει πως κάνεις χώρο. Κι αν έχει υπομονή θα ξαναμπεί. Μετά τις πρόβες. Στην επίσημη προβολή. Με νέο ρόλο. Σε νέο σενάριο.

Έφτιαξα την πρώτη καφετιέρα με γαλλικό της χρονιάς. Πάει να πει κούπες που ακολουθούν η μια την άλλη. Πάει να πει σκέψεις. Και κλειστά τηλέφωνα. Μεταβατική φάση το λένε. Να συστηθούν οι νέες σκέψεις στο κεφάλι που έκλεινε τα αφτιά του τόσο καιρό. Σενάριο.

Μετά από πολύ καιρό διάβασα. Agatha Christie πλάι στο ανοιχτό παράθυρο. Έξω ψιλή βροχή. Σενάριο. Ρετρό αμπαζούρ το μόνο φως εκτός της συννεφιάς. Πόσο καιρό είχα να διαβάσω σε κίτρινο φως.

Είδα το υπέροχο La Naissance du Jour του Jacques Demy. Η Colette αποφασίζει στο τέλος ενός λαμπρού καλοκαιριού να αποκλείσει οριστικά απ' τη ζωή της τον έρωτα χωρίς να σημαίνει απαραίτητα πως πεθαίνει. Απλά έρχεται φθινόπωρο. Σπρώχνει τον εραστή της στην αγκαλιά μιας νέας κι όμορφης γυναίκας και ξαναπιάνει το λευκό χαρτί. Αποφασίζει να γράψει. Φθινόπωρο. Σενάριο.

Έγραψα κι εγώ μετά από πολύ καιρό με μολύβι. Σε χαρτί. Ασυνάρτητες σκέψεις με τη συγκινητική παλιά μου συνοχή. Ό, τι κοιμάται δεν είναι απαραίτητα νεκρό. Απλά ξεκουράζεται. Μαζεύει υλικό για να έχει να ανασύρει τις μέρες της βροχής.

Νομίζω είμαι καλά. Είμαι εδώ κι είμαι εγώ. Κι αρχίζει αυτή η εποχή που έλεγα πάντα πως είναι η αγαπημένη μου. Κι αφού νιώθω ακόμα εγώ πάει να πει πως δεν έχω αλλάξει όσο φοβάμαι.

Ξαναγεμίζω την κούπα. Ανοιχτό ραδιόφωνο. Απόψε δεν έχει σταγόνα αλκοόλ. Θα διαβάσω και θα πέσω για ύπνο νωρίς. Είναι ένα βροχερό απόγευμα Παρασκευής. Είμαι εγώ κι είμαι καλά. Σενάριο.

(Από το jirashimosu.blogspot.com)

7 Σεπ 2009

Η Στέλλα Βλαχογιάννη γράφει για το Λευτέρη Παπαδόπουλο... (δεύτερο μέρος)

Η κρυμμένη τρυφερότητα και η ιστορική μνήμη
Ο Λ. Παπαδόπουλος ξεκίνησε την καριέρα του την εποχή που ο στιχουργός πήγαινε τα λόγια στον συνθέτη και ο δεύτερος στη συνέχεια έκανε τη δουλειά του. Δεν είναι τυχαίο που τα σημαντικότερα κομμάτια του ελληνικού τραγουδιού ανήκουν κατά κύριο λόγο σ' αυτή την εποχή και σ' αυτόν τον τ ρ ό π ο. Συνεργάστηκε με το σύμπαν. Κάνοντας κατά κανόνα ολόκληρους δίσκους και στην πορεία των χρόνων δίνοντας και κάποια κομμάτια ως συμμετοχές. Ιστορικά συνδέθηκε πολύ με τον Μάνο Λοίζο με τον οποίο πράγματι έγραψε θαυμάσια τραγούδια αλλά προσωπικά δεν είμαι σίγουρη πως αυτος ο σύνδεσμος θα ίσχυε αν ο συνθέτης δεν εξέλιπε τόσο νέος. Αυτό δεν μειώνει το επίπεδο της δουλειάς τους αλλά ενδεχομένως να φέρνει τον μύθο που ακολούθησε λίγο πιο κοντά στις πραγματικές του διαστάσεις.
Ο Γιάννης Σπανός νομίζω είναι ο συνθέτης που καθάρισε από τον Λ. Παπαδόπουλο τα περιττά …αντριλίκια και αποκάλυψε το πραγματικό εύρος της τρυφερότητάς του. Μαζί με το Σπανό γράφουν δεκάδες τραγούδια που μόνον ως λαϊκά εικονογραφημένα θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω. Δηλαδή τραγούδια που τα ακούς και πίσω από τα μάτια σου περνάει η «ταινία». Από την δημοφιλέστατη Οδό Αριστοτέλους μέχρι το Σπίτι Παλιό και από το Βροχή και Σήμερα μέχρι το Οι Κυριακές στην Κατερίνη. Ένα δίδυμο με πάρα πολύ ισχυρό σήμα στην εποχή του που απέδωσε κομμάτια με ανοικτούς λογαριασμούς με την αθανασία. Τον έχουν μελοποιήσει σχεδόν οι πάντες -πέρα από τους ήδη αναφερθέντες: Απόστολος Καλδάρας, Σταύρος Κουγιουμτζής, Ελένη Καραΐνδρου, Μίκης Θεοδωράκης, Γιώργος Σταυριανός, Νίκος Κυπουργός, Χρήστος Νικολόπουλος, και…, και…, και…
Ο Λ. Παπαδόπουλος είναι ενας στιχουργός με ιστορική μνήμη. Κι εδώ τίθεται ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ενώ είναι ο πατριάρχης ίσως του κοινωνικού στίχου δεν θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε έστω και …στιγμιαία πολιτικός στιχουργός. Έχει γράψει για την Κατοχή, για τον πόλεμο, για τη Μαδρίτη που πέφτει, δεν έχει γράψει όμως γι' αυτά που έζησε και βίωσε ως ενήλικος και συνειδητός πολίτης. Το δεν μπόρεσε δεν το ακούω. Το δεν θέλησε, το σέβομαι.
Βέβαια για να είμαι και δίκαιη το πολιτικό τραγούδι κατ' αρχάς έσκασε σαν βόμβα κατά τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και άνοιξε μια τεράστια τρύπα την οποία ήρθε και υπερχείλισε ο Μίκης Θεοδωράκης με τους ποιητές και τους στιχουργούς του. Αλλά ένας δημιουργός σαν τον Λ. Παπαδόπουλο πιστεύω, αργότερα, όταν πέρασε η λαίλαπα του οργισμένου πολιτικού τραγουδιού και ήρθαν χρόνια που μπορούσε να αρθρωθεί ένας ήπιος μεν καίριος δε πολιτικός λόγος, δεν νομίζω πως το επεχείρησε. Παρέμεινε κοινωνικός και παρέμεινε πάντα από τη μεριά στην οποία ανατράφηκε: του λαού. Από την εποχή που υπήρχε ακόμα ως σημαίνουσα έννοια ο λαός όπως υπήρχε και ως υπαρκτός …χαρακτηρισμός ο κοινωνικός ιστός.

Ο φόβος του θανάτου
Γράψαμε στην αρχή πως όλο το φόντο της καταγωγής και της νεότητάς του θα έπρεπε να οδηγήσει σ' έναν θλιμμένο άνθρωπο. Και όμως συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο Λ. Παπαδόπουλος ήταν είναι και θα είναι πάντα ερωτευμένος με τη ζωή. Μια ζωή που εμπεριέχει και πόνο και χαρά και προδοσία και απογοήτευση και τρελό έρωτα και αποχωρισμό και θάνατο αλλά πάντως ΖΩΗ. Ο θάνατος ως έννοια μπαινοβγαίνει στα τραγούδια του ως φαινόμενο, ως κατάσταση, ως ψυχικό βάρος αλλά ο υ δ έ π ο τ ε ως υπαρξιακή αγωνία. Έχει γράψει και έχει κλάψει για τον θάνατο άλλων ανθρώπων, υπαρκτών ή επινοημένων, με ειλικρινέστατο συναίσθημα αλλά δεν έχει διαθέσει ούτε μία λέξη του για να μιλήσει για τον θάνατο ως προσωπικό άλγος. Οι ασχολούμενοι ιατρικώς με τα της ψυχής πιστεύουν ότι τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Αν έπρεπε λοιπόν να το δούμε από αυτή την πλευρά σκέφτομαι ότι αυτή η απόλυτη άρνηση του θανάτου ως ατομική παρτίδα μπορεί να δείχνει αυτό ακριβώς που αποκρύπτει: τον φόβο του δηλαδή. Ανθρώπινο και σεβαστό. Καταγράφεται απλώς για …φιλολογικούς λόγους.
Αν με ρωτούσε κάποιος πού «πάτησε» ο Λ. Παπαδόπουλος ως στιχουργός θα έλεγα ευθέως σε δύο ανθρώπους: την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και τον εαυτό του. Από την τρομερή γιαγιά του ελληνικού τραγουδιού πήρε την αμεσότητα του λόγου και τη σοφία της καθημερινής κουβέντας και από τον εαυτό του όλα τα υπόλοιπα.
Σ' αυτά τα 45 χρόνια της διαδρομής του έχει κάνει και τις ας τις πούμε σκανταλιές του. Άλλωστε δεν νομίζω να θέλησε ποτέ και ο ίδιος να καταχωρισθεί στα «καλά παιδιά» καθ' οιονδήποτε τρόπο. Πώς μεταφράζεται αυτό; Σε τραγούδια εύκολα για τον προσωπικό του πήχη αλλά και σε συνεργασίες με τραγουδιστές που δεν του άξιζαν.
Προσωπικά ομολογώ πως δεν υπήρξα ποτέ θαυμάστρια της πλευράς του που παρήγαγε άσματα τύπου ο Σαλονικιός αλλά δεν μπορώ και να παραγνωρίσω πως υπήρξε ένα ζεϊμπέκικο που το χόρεψαν όλοι οι άρρενες -και μη- ανεξαρτήτως πόλεως καταγωγής. Όπως ένα τραγούδι σαν το Γιέ μου που μου φάνηκε το αποκορύφωμα του μελοδράματος έκανε μια «καριέρα» απίστευτη. Αυτή η κάπως πιο εύπεπτη -ας την πω έτσι- πλευρά του είναι τελικά νομίζω που τον έκανε τον στιχουργό απόλυτης αποδοχής από όλους. Το λεξιλόγιό του ακόμα και στις πιο ποιητικές του στιγμές είναι οικείο στον καθένα, δεν ξενίζει τον απλό ακροατή, αλλά και δεν απωθεί τον πιο απαιτητικό. Και είναι ένα λεξιλόγιο που δεν επηρεάστηκε από μόδες κι εποχές. Στα βασικά του νομίζω έμεινε αταλάντευτο.

Επίμετρο
Τελικά τι είναι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για το ελληνικό τραγούδι; Θα πω ο σημαντικότερος -ίσως και ο πολυγραφότερος- στιχουργός της γενιάς του 1960. Γνωρίζω ότι ανάβω φωτιές μ' αυτή την τοποθέτηση αλλά, με συγχωρείτε, προσωπικά δεν θεωρώ λιγότερη την τέχνη του τραγουδιού από την ποίηση. Απλά διαφορετική. Και εν πάση περιπτώσει ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν είχε ως κύριο άξονά του τον ποιητικό λόγο στο τραγούδι αλλά έναν λόγο απλό, καθημερινό και γι' αυτό -επίσης- σπουδαίο. Υπήρξε -κι ίσως αυτό είναι το σημαντικότερο- το ασφαλέστερον μέσον μεταφοράς του καλού έως άριστου τραγουδιού σ' ένα ευρύτατο ακροατήριο το οποίο αρνιόταν μεν το σκυλάδικο της εποχής του αλλά δεν ταυτιζόταν κιόλας με τους Κύκλους Τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη ή τα έργα του Μάνου Χατζιδάκι. Για να το πω πάρα πολύ απλά:
αν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ζούσε και δημιουργούσε την εποχή που παρήγοντο τα δημοτικά τραγούδια τότε τα τραγούδια αυτά πέρα από την τεράστια απήχησή τους θα είχαν και …υπογραφή.
Ένα στοιχείο που δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί στην πορεία αυτού του ανθρώπου είναι οι αγώνες του για την αναγνώριση των στιχουργών ως ισότιμων -και οικονομικά εννοείται- δημιουργών με τους συνθέτες. Αν σήμερα μιλάμε για στιχουργούς με καριέρα και ανθρώπους που μπορούν να βιοπορίζονται αποκλειστικά από τα λόγια των τραγουδιών, αυτό είναι κατάκτηση που ξεκίνησε από τον Λ. Παπαδόπουλο. Και καλό είναι να μην ξεχνιούνται αυτά -ήταν πολλές οι δεκαετίες που δεν έμπαινε καν το όνομα του στιχουργού στα τραγούδια
.

5 Σεπ 2009

Η Στέλλα Βλαχογιάννη γράφει για το Λευτέρη Παπαδόπουλο... (πρώτο μέρος)


Άπονη ζωή. Αυτές είναι οι δυο πρώτες λέξεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο ελληνικό τραγούδι (1963). Άδικη μέρα / άδικη νύχτα. Αυτές είναι δύο από τις τελευταίες του (μέχρι σήμερα) -δίσκος Ερημιά, 2005, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Αυτά τα 42 χρόνια που χωρίζουν τις λέξεις και τις έννοιες τις οποίες επιλέξαμε περικλείουν μια πάρα πολύ δημιουργική διαδρομή ενός λαϊκού ποιητή που σημάδεψε ανεξίτηλα το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αν το δούμε και κάπως σημειολογικά «αρχή» και «τέλος» ουσιαστικά είναι το ίδιο. Η ζωή (κάτι με διάρκεια -πιστεύουμε πάντα) είναι άπονη όταν ξεκινάει να γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος και η μέρα ή η νύχτα (διάστημα πολύ συγκεκριμένο χρονικά) είναι άδικη. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω ποιος από τους δυο χαρακτηρισμούς είναι πιο σκληρός. Το άπονη εμπεριέχει πολύ και φρέσκο, νεανικό συναίσθημα. Το άδικη όμως είναι συμπέρασμα ζωής. Κι ίσως τελικά αυτή η λέξη να είναι η σκληρότερη από τις δύο.
Σώμα που από μόνο του φέρει στο DNA του έναν πόλεμο κι έναν εμφύλιο και όλη τη φτώχεια της μεταπολεμικής Ελλάδας και από καταγωγή αθροίζει και την προσφυγιά του 1922 «λογικά» έπρεπε να οδηγήσει σ' ένα (πολύ) θλιμμένο άνθρωπο. Δεν συνέβη αυτό και θα εξηγήσουμε παρακάτω το πώς και το γιατί.

Είσοδος, θεματολογία, συνείδηση καταγωγής
Ο Λ. Παπαδόπουλος μπαίνει στο τραγούδι έφιππος και ένοπλος. Τα δύο μόνο πρώτα τραγούδια να σκεφτεί κανείς (Άπονη ζωή και Φτωχολογιά) που ξεκίνησαν από τα χείλη και κατέληξαν στις καρδιές μιας ολόκληρης χώρας είναι αρκετό. Με τη σημερινή χυδαία ορολογία θα λέγαμε «δυο σουξέ από χέρι», με το «καλημέρα σας» του στιχουργού στο τραγούδι -χωρίς φυσικά να αγνοούμε τη δυναμική του επίσης νέου τότε μελοποιού τους που ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Η φτώχεια είναι ένα θέμα που δεν θα σταματήσει ποτέ να μπαινοβγαίνει στα τραγούδια του. Δεν ξεχνά την ταξική καταγωγή του -ό,τι κι αν κατάφερε να γίνει στη συνέχεια. Και δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα τραγουδάμε και τα δυο προαναφερθέντα κομμάτια με δάκρυα στα μάτια χωρίς ν' ακούγονται μελό -στην ηλικία της γλώσσας που βιώνουμε εννοώ. Η φτώχεια δεν χρησιμοποιείται γενικά και αόριστα ως ιδεολόγημα. «Υλοποιείται» με πολλούς τρόπους. Με λέξεις όπως το ψωμί ας πούμε ή με φράσεις όπως το
«βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι / κάποιος πονεμένος θα βρεθεί».
Ένα άλλο θέμα που έλκει επίσης την καταγωγή του στα πρώτα χρόνια της γραφής του Λ. Παπαδόπουλου είναι, η απονιά της ζωής και η αδικία του κόσμου. Μια αδικία που, και εξ αρχής αλλά κυρίως στη συνέχεια, θα επικεντρωθεί στον έρωτα (τόση αγάπη/ κι ούτε ένα ευχαριστώ). Γιατί ο Λ. Παπαδόπουλος στα τραγούδια του θα παραμείνει -μέχρι σήμερα- ένας πικραμένος εραστής. Ένας άντρας που κλαίει για το κορίτσι που είχε ή που ονειρεύτηκε να έχει.
Ακούγοντας πολύ προσεκτικά την παραγωγή του της πρώτης δεκαετίας θα μπορούσε κανείς να καταχωρίσει ως χαρακτηριστικά ένα αίσθημα ενοχής και αυτολύπησης (μας έδειρε ο βοριάς) και μια μοιρολατρεία που ωστόσο αιτιολογείται «ιδεολογικά» από την ανατολίτικη καταγωγή του. Τοποθετώντας βέβαια όλα αυτά στο ιστορικό τους πλαίσιο (μεταπολεμική περίοδος και φυσικά προδικτατορική, με την χώρα να ανοικοδομείται όπως όπως) μάλλον σε μια υγιή ψυχολογία ανθρώπου οδηγείται και όχι σε μια ψυχοπαθολογία. Ένας νέος άντρας στη δεκαετία του 1960 έτοιμος να ερωτευθεί και να τον ερωτευθούν, με το ντρίλινο, φαντάζομαι, παντελόνι, με ξεκάθαρη συνείδηση καταγωγής -και κοινωνικής και το κυριότερο οικονομικής-, μεγαλώνει σε μια γειτονιά που ήταν αρχηγός η Αργυρώ. Μικτές παρέες, φαντασιωτικά αισθήματα, έρωτες που παίρνουν να σπιθίζουν μες από ματιές, την Κυριακή ποδόσφαιρο, τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες «αλητείες», οι πρώτες σ κ έ ψ ε ι ς. Όταν όλα αυτά θα μπούνε με λόγια στο χαρτί θα είναι καθαρές φωτογραφίες.

Τραγούδια με φύλο
Θα τολμήσω να πω ότι ο Λ. Παπαδόπουλος είναι ο μοναδικός στιχουργός που τα τραγούδια έχουν φύλο. Είναι γυναικεία, είναι ανδρικά. Σαν μεγάλος ηθοποιός όταν στο τραγούδι μιλάει γυναίκα γίνεται ό ίδιος γυναίκα -εννοώ τόσο πειστική είναι η φωνή του, και είναι σημαντικό γιατι δείχνει δημιουργό χωρίς ομοφοβικά άγχη που φρενάρουν συνήθως την όποια έμπνευση- και αντιστοίχως όταν μιλάει άνδρας είναι ο ίδιος ο άνδρας. Ο άνδρας κατά το πλείστον ο πονεμένος, ο θλιμμένος, ο προδομένος αλλά και ο ερωτευμένος μέχρι τον ουρανό (όλα δικά σου μάτια μου), ο άνδρας κυνηγός αλλά και ο άνδρας κατακτημένη χώρα. Ένας άνδρας που δεν θα ντραπεί να κλάψει για το αίσθημά του (Όταν βλέπετε να κλαίω, Τα βουρκωμένα μάτια μου κ.ο.κ). Και βέβαια ενας άνδρας νάρκισσος (ψηλά κυπαρισσόπουλα, αυτό τ' αγόρι με τα μάτια τα μελιά, ο Σαλονικιός, στην απάνω γειτονίτσα/ μ αγαπάνε ΔΥΟ κορίτσα κοκ). Κατά καιρούς θα δίνει στις γυναίκες μια δυνατότητα «εκδίκησης» (το πλαστό το πασαπόρτι γνωστότερον ως Η δουλειά κάνει τους άνδρες) αλλά δεν θα το φτάσει και μέχρι …Άρειο Πάγο. Ο άνδρας στα τραγούδια του Λ. Παπαδόπουλου ήταν και εξακολουθεί να είναι απλώς αυτό που ο ίδιος βλέπει στον καθρέφτη του. Υπερβολικό συχνά αλλά πάντως ειλικρινές. Η γυναίκα στα τραγούδια του είναι φυσικά μάνα (αν και το αριστουργηματικό του Νανούρισμα με την Κωχ τα …μπερδεύει λίγο τα πράγματα από ένα σημείο και μετά) αλλά πάνω από όλα το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Υπάρχει για να την αγαπούν, να την ερωτεύονται και να …τους προδίδει. Επουσιώδεις φυλετικοί σοβινισμοί.
Του αρέσει να προσωποποιεί αντικείμενα, χώρους, καταστάσεις. Όπως ο καφενές, το άγαλμα, το χελιδόνι, οι δρόμοι με τα ονόματά τους, οι γειτονιές επίσης, τα καπηλειά κ.ο.κ. Ο «διάλογος» λ. χ. του πικραμένου αγοριού με το Άγαλμα στο δρόμο είναι η αρχή μιας προσωπικής κλασικής μυθολογίας -αν μπορεί να το πει κανείς έτσι-, που ξεκινάει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Αντικείμενό του συχνά είναι το ίδιο το λαϊκό τραγούδι (άκου πως κλαίει ο μπαγλαμάς, αχ ο μπαγλαμάς κ.ο.κ), και ιδιαιτέρως συχνά ο χρόνος. Ο χρόνος με την έννοια της φθοράς που δύναται να επιφέρει (όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει) αλλά και τετμημένος σε μέρες με προτίμηση το Σάββατο (πόσα Σαββατόβραδα;) και την Κυριακή (Μια Κυριακή, την Κυριακή κάργα ως τη σκάλα κ.ο.κ).
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

«Τ' ακριβό το πασαπόρτι»

Για την πολυδιαφημισμένη συναυλία, με αφορμή τα 50 χρόνια του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο τραγούδι, που θα πραγματοποιηθεί στις 7 Σεπτέμβρη, επιτρέψτε μου να έχω τις επιφυλάξεις μου… Και για τις προθέσεις και για το καλλιτεχνικό (;) ζητούμενο της συγκεκριμένης διοργάνωσης, με τη συμμετοχή μιας πλειάδας ελλήνων τραγουδιστών και συνθετών…
Έστω και μ’ αυτή την αφορμή, όμως, θυμήθηκα και θέλω να μοιραστώ κι από δω μαζί σας ένα κείμενο της Στέλλας Βλαχογιάννη για το Λευτέρη Παπαδόπουλο και το έργο του, που με τίτλο «Τ' ακριβό το πασαπόρτι», δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2006 στο ηλεκτρονικό περιοδικό
«Ηριδανός».
Αφορμή γι' αυτή την πρώτη προσέγγιση στο έργο του Λ. Παπαδόπουλου από τη Στέλλα Βλαχογιάννη υπήρξε το άλμπουμ «Του Κόσμου οι Κυριακές - 45 Χρόνια Λευτέρης Παπαδόπουλος», που κυκλοφόρησε τον Ιούνιο της χρονιάς εκείνης...

3 Σεπ 2009

«Ακόμα μία φορά πριν ξεψυχήσω»

Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος:

Ξανά μαζί. Δεν είναι αυτονόητο. Υπνωτισμένος στον ρυθμό της ζωής, ξεχνά κανείς ότι βαδίζει πάνω σε γη γεμάτη κόκαλα. Θεωρεί ότι το κανονικό είναι να εναλλάσσονται αενάως οι εποχές κι αυτός να βρίσκεται παρών σε κάθε στροφή της μοίρας (της μετεωρολογίας έστω): όμως μια ηλιόλουστη συνηθισμένη μέρα κάτι αιφνίδιο συσπάται στο χέρι του, πηγαίνει στον γιατρό και έχει ολικό καρκίνο. Ένα βράδυ κάθεται να δειπνήσει με τον σύντροφο που δειπνά μαζί του δεκαετίες και σε ένα λεπτό όλα έχουν αλλάξει -η γαλήνη της ζωής του χάνεται οριστικά...
Αλλά εγώ είμαι πάλι εδώ. Γράφω ακόμα. Αυτό το αιφνίδιο λεπτό δεν μου συνέβη. Άρα, αυτό που μας συμβαίνει είναι σχεδόν γιορτή.
Ήταν ωραίο πάλι στο νησί. Πιο θορυβώδες μόνο. Τώρα υπάρχουν κι άνθρωποι που αναζητούν εδώ πράγματα διαφορετικά από αυτά που ψάχνω. Όμως τίποτα δεν ανήκει σε κανέναν. Εξάλλου έχουν περάσει πλάκα πλάκα 25 χρόνια από την πρώτη φορά που έφτασα εδώ ένα χάραμα πολύ ανεμώδες κι ανέβηκα με το μουλάρι στην ολοσκότεινη χώρα. Μόνο άστρα και αέρας. Ήμασταν οι δύο μοναδικοί επισκέπτες στο νησί. Μείναμε 40 μέρες στα μοναδικά δωμάτια, με μια Γερμανίδα ιστορικό 80άρα που διάβαζε Όμηρο απ' το πρωτότυπο (έλεγε όμως τις «κοίτες» των ποταμών, «κρεβάτια»!) και τρώγαμε ντόπια φάβα κάθε μέρα στο σπίτι του προέδρου. Δεν υπήρχαν δρόμοι, δεν υπήρχαν μπαρ. Σπανίως όμως ξαναγεύτηκα τέτοια πληρότητα στη ζωή μου.
Πλήττω λιγάκι που ό,τι αλλάζει, ομογενοποιείται, τουλάχιστον στα μάτια μου -τα νησιά, οι επαρχίες, οι ηλικίες, οι τάξεις. Διακρίνω γενικώς έναν πρωτοφανή ιστορικό τρανσβεστισμό, που ενδέχεται να οφείλεται στο γεγονός ότι όλα τα ερμηνεύω μέσω της φτωχής μου, πεπερασμένης εμπειρίας. Σχεδόν δεν ξεχωρίζω τους πλούσιους από τους φτωχούς, τους νέους από τους γέρους, τους straight από τους gay. Αναρωτιέμαι: υπάρχει όντως μια διάχυση στην εικόνα (από ταξικό φθόνο, σύνδρομο Ντόριαν Γκρέι, και κόμπλεξ επαρχιωτισμού) ή απλώς σκληραίνουν οι δικές μου αρτηρίες; Ό,τι και να συμβαίνει, έχω αποφασίσει να μη «δώσω» τον εαυτό μου: ούτε μαλλιά να τρέχω να φυτεύω ούτε να αγοράζω πράγματα που δεν φτάνει το χέρι μου ούτε να δοξολογήσω την ακατοίκητη 17άρα που προσποιείται ότι είναι η Πάρις Χίλτον, προκειμένου να φανώ open minded. Είμαι 48 χρόνων και θέλω να το δείχνω. Κι είμαι ειλικρινά ευγνώμων που ακόμα υπάρχω. Με τη φαλάκρα μου. Με τα μικρά μου χέρια που αρχίζουν και ζαρώνουν. Με τη μυωπία μου. Με τα μάτια μου -ίσως το μόνο αναλλοίωτο πράγμα πάνω μου. Σας βρίσκω λοιπόν πάλι. Καλώς σας βρίσκω.
Ας γράψουμε κι ας διαβάσουμε σα να 'ναι η τελευταία φορά...

(09/09/2006)