28 Φεβ 2009

το Μάρτη...


Για το καλωσόρισμα του Μαρτίου...

Τα καλοτάξιδα πουλιά
χτίσαν το Μάρτη μια φωλιά
στο περιβόλι το παλιό
κι είχαν τον άνεμο σκολειό…

Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου από «Τα καλοτάξιδα πουλιά» του Μάνου Χατζιδάκι... Τραγούδι από τη «Μυθολογία» (1965) τους, ένα δίσκο με δώδεκα λαϊκές μπαλάντες του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Η πρώτη ηχογράφηση των τραγουδιών της «Μυθολογίας» έγινε με το Γιώργο Ρωμανό και η πιο πρόσφατη, το 1998, με τη Νένα Βενετσάνου...

Καλή Αποκριά και Καλά Κούλουμα…

δια χειρός Σπ. Βασιλείου

Με μάσκες ή όχι, με διάθεση υποτονική ή ξέφρενη, με τραγούδια πικάντικα και πειράγματα προχωρημένα, όπως και να ’χει, Καλή Αποκριά σας εύχομαι -μεταξύ μας, δεν είναι το φόρτε μου- και Καλά Κούλουμα…

Παράθυρα με θέα

Τετάρτη 4 Μαρτίου, 7:30 - 9:30 Μ.Μ.
ΔΙΑΛΕΞΗ
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης
Από την Οδύσσεια στην Ιλιάδα

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ:
τηλ: 210 76.10.616-617 & 620, 6944-93.14.90

Ανδρέας Γεωργιάδης, Από μνήμης

Την έκθεση ζωγραφικής του Ανδρέα Γεωργιάδη, με τίτλο «Από μνήμης» φιλοξενεί ο Χώρος Τέχνης «24» ως τις 28 Μαρτίου. Τα έργα του -μελάνια σε χαρτί- δημιουργούν έναν στιβαρό ποιητικό κόσμο, μέσα από εικόνες - θραύσματα μιας προσωπικής μυθολογίας.
Ο Ανδρέας Γεωργιάδης ανασυνθέτει στη ζωγραφική του, τόπους και προορισμούς με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο. Δημιουργεί μια γεωγραφία μνήμης όπου η φθορά, η απουσία και η υποβολή, συντάσσουν ποιητικές ατμόσφαιρες και συμβολισμούς μεταφορών – πολλαπλές αναγνώσεις μικρών χαϊκού.
Το νερό, πρωταγωνιστεί στις ζωγραφικές του ιστορίες: γίνεται θάλασσα, πρωϊνή πάχνη ή υγρασία στους τοίχους έρημων κτιρίων, κυρίως όμως τόπος και τρόπος διαφυγής.Με τη χρήση του μελανιού (μια τεχνική που με μεγάλη άνεση έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια), ο Ανδρέας Γεωργιάδης δημιουργεί ένα δικό του φως, διάφανο και πλούσιο σε τονικές διαβαθμίσεις, συχνά μεταφυσικό, αλλά και σκιά, πυκνή και στέρεη, επιτρέποντας στην αμφιβολία να εισχωρήσει, και να ταράξει τα ήρεμα νερά της ζωγραφικής του περιπέτειας.

Ώρες λειτουργιας: Τρίτη – Παρασκευή 11.00-14.00 & 18.00-21.00, Σάββατο 11.00-14.00.
Χώρος Τέχνης «24»: Σπευσίππου 38, 106 76, Τηλ & fax: 210 7217 897.

25 Φεβ 2009

Κέντρο διερχομένων

Στο εξώφυλλο του δίσκου ένας πίνακας του Γιάννη Τσαρούχη. Θέμα του: «Ναύτης χορεύει ζεϊμπέκικο με δύο καπέλα κρεμασμένα»

Γιώργος Ιωάννου

Νίκος Μαμαγκάκης

Όλη μέρα μπρος μου
ο σταθμός των τρένων
Α Μ στην πύλη
Κέντρο διερχομένων…

«Η συνεργασία μας σ’ αυτό το δίσκο υπήρξε αυθόρμητη. Δουλέψαμε επί πολύ καιρό αλληλοεπηρεαζόμενοι και αλληλοεμπνεόμενοι. Προσπαθήσαμε, ώστε τα τραγούδια μας και από την άποψη του στίχου, να μην είναι μιμήσεις λαϊκότροπων τραγουδιών, αλλά όσο γίνεται εμπνευσμένες και αυστηρά επεξεργασμένες σπουδές πάνω στους γνωστούς ελληνικούς δρόμους και εκφράσεις. Αυτό δεν πάει να πει ότι αυτός ο τρόπος δουλειάς κάνει τα τραγούδια μας περισσότερο έντεχνα από τα άλλα, γιατί για μας όλα τα τραγούδια είναι έντεχνα».
Με τα παραπάνω λόγια αναφέρονται στο δισκογραφικό «Κέντρο διερχομένων» οι δύο δημιουργοί του: Ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης και ο γνωστός συγγραφέας εκ Θεσσαλονίκης Γιώργος Ιωάννου, που έκανε -στην εν λόγω έκδοση- την πρώτη και τελευταία του δισκογραφική εμφάνιση ως στιχουργός.
Σχετικά με τη δημιουργία του υλικού, ο Νίκος Μαμαγκάκης θυμάται*: «Πρότεινα στον Γιώργο Ιωάννου να γράψει για μένα. Δεν είχε γράψει ποτέ άλλοτε. Δουλέψαμε μαζί. Τετ α τετ… Δουλέψαμε πολύ. Του ’σβηνα και μου ’γραφε. Θυμάμαι ότι που άλλαζα τους στίχους κι αυτό δεν του άρεσε… Έγραψε πάρα πολλά, που δεν τα μελοποιήσαμε τελικά. Κάποια στιγμή μου έδωσε ευκολότερους στίχους… Σιγά σιγά τον οδήγησα πειραματιζόμενος κι εγώ. Στη θεματολογία του δίσκου υπήρξαν κάποια προβλήματα. Του είπα ότι μ’ ενδιαφέρει ο έρωτας γενικά. Ο Ιωάννου εννοούσε έναν άλλον έρωτα, εγώ εννοούσα κάτι πιο γενικό, τελικά υπήρξε αλληλοκατανόηση και από τις δύο πλευρές. Σε ό,τι αφορά τις μελωδίες, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, γιατί μ’ άφηνε να αλωνίζω. Υπάρχουν τραγούδια που τα έχω αλλάξει και αυτό ήταν λάθος μου…».
«Ήταν η πρώτη πρόταση που είχα», αναφέρει η Ελευθερία Αρβανιτάκη, η γυναικεία φωνή στο «Κέντρο διερχομένων». Και συνεχίζει: «Ήμουν ήδη, έναν χρόνο τότε, μέλος του γκρουπ (εννοεί την Οπισθοδρομική κομπανία) όταν μου τηλεφώνησε ο κ. Αλέκος Πατσιφάς και μου είπε ότι ο Νίκος Μαμαγκάκης ήθελε να συνεργαστούμε. Ο Μαμαγκάκης ήταν για μας ένας θρύλος. Πήγα και συνάντησα έναν μεγάλο Έλληνα συνθέτη, ο οποίος, ακριβώς επειδή είναι πολύ μεγάλος, είναι απλός, λιτός και πολύ ευγενής με μιαν άπειρη τραγουδίστρια, όπως ήμουν τότε εγώ… Δεν ξέρω αν είναι η αναγνώριση της προσπάθειας ενός ανθρώπου, που μπαίνει πρώτη φορά στο στούντιο για να πει ένα ολόκληρο τραγούδι σε πρώτη εκτέλεση μόνος του ή η πραγματικά μεγάλη βοήθεια του Νίκου Μαμαγκάκη… Όπως και να έχει χαίρομαι πολύ όταν, ακόμα και σήμερα, ο κόσμος μου ζητάει αυτά τα τραγούδια».

Είναι ένας απόλυτα ερωτικός δίσκος το «Κέντρο διερχομένων». Με τον τρόπο του, όμως. Εδώ, ο έρωτας κινείται μεταξύ πλατείας Ομονοίας, λαϊκών ξενοδοχείων, στρατοπέδων… κάνει στάση σε πιάτσες, σε λιμάνια και σε σταθμούς. Πρόκειται για έναν έρωτα εφήμερο, παράνομο, πληρωμένο… Έναν έρωτα… «διερχόμενο», τραυματικό και «τραυματισμένο», με ανοιχτούς λογαριασμούς και κρυμμένες ευαισθησίες.

Το «Κέντρο διερχομένων» κυκλοφόρησε από τη «Lyra» τον Οκτώβριο του 1982, με ερμηνευτές την Ελευθερία Αρβανιτάκη (σε πέντε τραγούδια, τα πιο γνωστά του έργου), το Δημήτρη Ψαριανό (του δόθηκαν τα «άμετρα» κομμάτια και, ίσως, τα λιγότερο γνωστά) και το Δημήτρη Κοντογιάννη (τραγούδησε τα περισσότερο λαϊκά τραγούδια).
Τα έντεκα τραγούδια του δίσκου: «Η Ομόνοια», «Κλειστά παράθυρα», «Ο Σαλονικιός», «Όχι μαζί», «Το νιώθω τώρα», «Το γράμμα», «Κέντρο διερχομένων», «Λαϊκά ξενοδοχεία», «Δεν ξέρω πια», «Μείνε κοντά μου», «Τατουάζ».


*(Περιοδικό «Δίφωνο», τεύχος 28, Ιανουάριος ’98).


23 Φεβ 2009

η Μαρίκα Νίνου

Η Μαρίκα Νίνου…
«Δίχως να το ξέρει με το μαχαίρι της φωνής της χάραξε μέσα μας βαθιά τα ονόματα θεών της ταπεινοφροσύνης και της βυζαντινής παρακμής».

Μάνος Χατζιδάκις

η Μαρίκα

Η Μαρίκα Νίνου έφυγε από τη ζωή στις 23 Φεβρουαρίου του 1957...
Σαν σήμερα...
«Κι η Μαρίκα με το ντέφι
θα γελάει και θα σου γνέφει...»

22 Φεβ 2009

Μάνος Χατζιδάκις - Μελίνα Μερκούρη


Από τη σημερινή «Καθημερινή της Κυριακής»:

Οι κινήσεις του δεν έδειχναν την καταπόνηση ανθρώπου που έχει περάσει σοβαρή περιπέτεια με την καρδιά του, αλλά την ηρεμία ενός άρχοντα συμφιλιωμένου με το τέλος. Ηταν αρχές Ιουνίου του 1994, μόλις μια εβδομάδα πριν από το θάνατό του. Κι εκείνο το απόγευμα, στο φιλόξενο διαμέρισμα της οδού Ρηγίλλης, ήταν η τελευταία φορά που ο Μάνος Χατζιδάκις απευθύνθηκε προς τον κόσμο. Μπροστά στο ανοιχτό κασετόφωνο μίλησε για την «Καθημερινή» και την «Ελευθεροτυπία» για όλα εκείνα που είχαν παίξει σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Για την οικογένειά του, τους δασκάλους, το ρεμπέτικο, την ποίηση, ακόμα και για τον πρώτο του έρωτα:
Ημουν ερωτευμένος με τη Μελίνα. Από τότε που την πρωτοείδα.
Πού την πρωτοείδατε;
Στο δρόμο. Ηξερα ότι ήταν η Μερκούρη. Τότε η Αθήνα ήταν πολύ μικρή. Περπατούσες κι ήξερες κι εκείνους που δεν γνώριζες. Ηταν πανέμορφο κορίτσι. Κι όταν ήρθε η ώρα να συνθέσω τη μουσική για «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», όπου έπαιζε τη Λαβίνια, βρήκα την ευκαιρία να βρεθώ κοντά της.
Είχε αντιληφθεί τον έρωτά σας;
Βέβαια.
Και πώς σας αντιμετώπιζε;
Οπως αντιμετωπίζει μια μεγάλη ένα ερωτευμένο παιδαρέλι. Εν τέλει γίναμε φίλοι.

Γεννήθηκαν και οι δύο τον Οκτώβριο, με διαφορά πέντε χρόνων. Το 1920 εκείνη, το 1925 εκείνος. Και πρωτοσυναντήθηκαν στην τόσο σκληρή και μαγική συγχρόνως μεταπολεμική Αθήνα. Ηδη από το τέλος της δεκαετίας του ’40 ο ηλεκτρισμός που ένωνε και απωθούσε ταυτόχρονα αυτές τις δυο προσωπικότητες, σπινθήρισε στις σκηνές του θεάτρου, κινηματογράφου και του τραγουδιού που θα δημιουργούνταν από κει και πέρα.
Καθώς ήταν και οι δύο ισχυρές προσωπικότητες, η σχέση τους δοκιμάστηκε μέσα από κόντρες, ένταση, αγάπη, εκρήξεις και περιόδους σιωπής. «Πώς να αρχίσω το θέμα του Μάνου Χατζιδάκι; Απ’ τη γοητεία του; Ημουν σκλάβα της από την πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε, όταν έγραψε τη μουσική για το “Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα”», γράφει η Μερκούρη στο βιβλίο της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» (εκδ. Κ. Ζάρβανος). «Από τότε συνεργαστήκαμε πάρα πολλές φορές. Εργα, ταινίες, ακόμη και μια επιθεώρηση. Τον αγαπούσα και τον αγαπώ, αν και υπάρχει μια άσχημη πλευρά στον χαρακτήρα του που πολλές φορές έχει κάνει την αγάπη μου λύσσα. Τώρα που γράφω αυτό το βιβλίο, προσπαθώ να τον μισήσω, ξέροντας πως δεν θα τα καταφέρω ή πως ακόμα κι αν τα καταφέρω δεν θα κρατήσει. Οπως συνέβη και παλιότερα, όταν βρεθώ αντιμέτωπη με τη ζεστασιά και τη γοητεία του, θα πέσω στην αγκαλιά του. Θα με πει “αγοράκι” και θα τον αγαπάω σαν τρελή ως την επόμενη απογοήτευση».

Θαύμαζε και καμάρωνε τη δουλειά του. Οπως τον αγώνα του για το ρεμπέτικο: «Δεν ήταν εύκολη μάχη. Επρεπε να τα βάλει με τη μεσαία και την ανώτερη τάξη μας. Περιφρονούσαν τη μουσική του μπουζουκιού γιατί οι πηγές της ήταν τούρκικες και επέμεναν να είναι Ευρωπαίοι. Η αφοσίωσή τους στην Αθήνα ήταν ουσιαστικά ψεύτικη, γιατί θα προτιμούσαν να’ ναι το Λονδίνο ή το Παρίσι. Αλλά ο Μάνος αγωνίστηκε. Ο αγώνας του τον οδήγησε σε σκοτεινές ταβέρνες στις προκυμαίες του Πειραιά και στις εργατικές συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Πολλές ήταν μικρές. Μερικές είχαν μόνο τρία ή τέσσερα τραπέζια. Αλλά όλες είχαν τουλάχιστον έναν άνθρωπο που έπαιζε μπουζούκι. Ο Μάνος έτρεχε σ’ αυτές με τον πυρετό ενός αρχαιολόγου που βρίσκεται στα πρόθυρα της ανακάλυψης ενός υπέροχου ερειπίου».
Οι καβγάδες της με τον Χατζιδάκι ήταν εκρηκτικοί και οι διαφωνίες τους ιερές. Του συμπεριφερόταν ως ερωτευμένη γυναίκα που θέλει να αρέσει κι άλλοτε σαν μαμά που θέλει να ελέγξει. Οι τσακωμοί της ξεχνιόντουσαν με την ίδια ταχύτητα. «Ξεσήκωνε το σπίτι όταν τον περίμενε για φαγητό. Ηθελε όλα να είναι τέλεια και να μην είναι παχυντικά για τον Μάνο. Εκείνος βέβαια μερικές φορές ξεχνιόταν. Ερχόταν το επόμενο βράδυ», θυμάται η φίλη και συνεργάτις της Μανουέλα Παυλίδου. «Κι όταν ήθελε να τον πειράξει του έλεγε: Σταμάτα, βρε Μάνο, δεν είναι όλος ο κόσμος ΠΑΣΟΚ!»

Αυτή την ιδιαίτερη σχέση Μελίνας - Μάνου την καταλάβαινε και ο Ζυλ Ντασσέν. «Το 1959 ο Ντασέν έρχεται στην Αθήνα κι αρχίζει το γύρισμα του “Ποτέ την Κυριακή”, που έμελλε να μας χαρίσει πολλές αξέχαστες στιγμές νεοελληνικού πάθους, μίσους και λατρείας» θυμόταν ο Μάνος. «Γεγονός είναι πως ο Ντασέν παντρεύτηκε τη Μελίνα κι εγώ και τους δύο, μ’ όλες τις συνέπειες αυτής της λατρευτικής σχέσης. Είχα πάει, θυμάμαι, στο σπίτι της Μελίνας για να μου διαβάσει το σενάριο ο Ντασέν πάνω στο οποίο θα έγραφα τη μουσική. Τότε ξενυχτούσα με μανία, αγγλικά δεν γνώριζα κι έτσι όπως βυθίστηκα στην πολυθρόνα μ’ έπιασε ο ύπνος. Παρ’ όλες τις απελπισμένες σπρωξιές της Μελίνας πλάι μου εγώ εξακολουθούσα τον ύπνο, μ’ όλη την αγανάκτηση και απορία του Ντασέν, που δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να παρουσιάζω αυτό το θέαμα και να είμαι –καθώς του είπαν– εκπρόσωπος του γνήσιου νεοελληνικού πολιτισμού».

Στη σχέση του σκηνοθέτη και του συνθέτη, η Μελίνα ήταν ο καταλύτης: «Ο Τζούλι ζήτησε να δει την παρτιτούρα (για το «Ποτέ την Κυριακή»), αλλά δεν υπήρχε. Χλόμιασε. “Είχες μήνες να ετοιμαστείς”. “Μα είμαι έτοιμος...” Εβγαλε λίγα κομμάτια χαρτί απ’ την τσέπη του κι ένα κουτί από τσιγάρα όπου ήταν γραμμένες λίγες νότες και πήγε στο πιάνο. Φώναξε στον ντράμερ. Εκείνος έπιασε τον ρυθμό. Ο Μάνος αυτοσχεδίασε ένα μικρό μοτίβο. Δεν του άρεσε. Δοκίμασε ένα δεύτερο. Ο Τζούλι ήταν πιο χλομός παρά ποτέ. Τον πήρα απ’ το μπράτσο και τον οδήγησα σε μια καρέκλα. “Ηρέμησε, αγάπη μου. Ο Μάνος θ’ αυτοσχεδιάσει τη μουσική υπόκρουση”. Ετσι κι έγινε. Ο Μάνος βρήκε ένα θέμα που του άρεσε. Στράφηκε στον Τζούλι. Ο Τζούλι χαμογέλασε για πρώτη φορά…».

Στην έκδοση «…Μελίνα του Μάνου» του Σείριου, που κυκλοφόρησε πριν από λίγα χρόνια ο Γιώργος Χατζιδάκις, διασώζεται η μορφή αυτής της ιδιαίτερης σχέσης. Η εύθραυστη Μπλανς Ντιμπουά από το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τ. Ουίλιαμς (1963), η Στέλλα από την ομώνυμη ταινία του Κακογιάννη, η Ιλια από το «Ποτέ την Κυριακή», η Ελίζαμπεθ από το «Τοπ Καπί», η Ιλια που ανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ. Η τρυφερή Μελίνα που αφηγείται την ιστορία του «Κυρ Αντώνη» και η συγκλονιστική Μελίνα των «Παραλόγων». Η αιώνια διαφωνία καταγράφηκε μαζί με την αιώνια φιλία τους και στην τελευταία τους κοινή δημόσια εμφάνιση μπροστά στο γαλλικό τηλεοπτικό συνεργείο που είχε έρθει στην Ελλάδα. Αφορμή, τι άλλο, «Τα παιδιά του Πειραιά». Ο Χατζιδάκις, εξηγεί: «…ούτε θέλω να έχω καμιά σχέση.(…) Εγινε ένα τραγούδι πέρα από το περιεχόμενο, πέρα από τη συγκίνηση, που κάθε τύπος να το λέει σε οποιοδήποτε καμπαρέ…». Εκείνη διαφωνεί με πείσμα: «Εγινε εθνικός ύμνος».
Χατζιδάκις: «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ‘χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα».
Μελίνα: «Ωραία! Αυτό το τραγούδι είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μια μάνα…»

Ιδιαίτερη σχέση είχε και ο ένας με τη μητέρα του άλλου. Τον Ιούλιο του 1972 ο Μ. Χατζιδάκις στέλνει από τη Νέα Υόρκη ένα γράμμα, προσπαθώντας να παρηγορήσει τη Μελίνα, που είχε μόλις χάσει τη μητέρα της. Ενα γράμμα που δημοσιεύει πρώτη φορά σήμερα η «Κ»:
«Ξαφνικά σήμερα μου ανάγγειλε ο Αλέξανδρος στο τηλέφωνο το θάνατο της μητέρας σου. Ημουν εντελώς απροετοίμαστος για κάτι τέτοιο. Και την αγαπούσα τόσο πολύ. Το ’ξευρα αυτό και τώρα το ξεύρω ακόμη περισσότερο. Μου φαίνεται απίθανο που δεν θα τη δω πια ποτέ να με πειράζει πλέκοντας σπίτι σου, να με μαλώνει ή να μου δείχνει την αγάπη της σαν ένα ακόμη παιδί της.
Θεέ μου, δεν φανταζόμουν ότι θα με πονούσε τόσο η απουσία της. Και ακόμα περισσότερο σαν σκέφτομαι πόσο αγαπούσε τη ζωή και πόσο τη χαιρότανε, ιδιαίτερα σαν βρισκότανε κοντά σου. Είμαι σε θέση να γνωρίζω το πώς αισθάνεσαι και το μόνο που έχω να σε παρακαλέσω είναι να προσπαθήσεις να το δεις μες τα όρια του φυσικού. Πώς μπορεί να είναι φυσικό κάτι τέτοιο, μόνο ο Θεός το ξεύρει.
Και το μόνο που μένει είναι να παρακαλέσουμε τον Θεό να την έχει ευτυχισμένη κοντά του.
Φιλιά στον Τζούλλυ, στην Ρένα και στην Αγγελική, και σε σένα, το κορίτσι μου. Κι όλη μου την αγάπη»
.

Αν ο Χατζιδάκις ένιωσε έτσι από το χαμό της μητέρας της Μελίνας, σκεφθείτε πώς ένιωσε από το χαμό της ίδιας, το Μάρτιο του 1994.
«Σας εξέπληξε αυτό το ξέσπασμα του κόσμου στην κηδεία της;» τον είχαμε ρωτήσει εκείνο το τελευταίο απόγευμα στο σπίτι του.
«Οχι. Η Μελίνα ήταν το ερωτικό πρόσωπο της Ελλάδας. Δεν ήταν η μεγάλη ηθοποιός, ούτε η μεγάλη πολιτικός. Ηταν συνεπής στην αντίστασή της, αλλ’ αυτό δεν εκπροσωπούσε τον ερωτισμό μας. Και δε νομίζω πως είχε απόλυτη συνείδηση αυτού του γεγονότος. Υπερθεμάτιζε των ιδιοτήτων της ως ηθοποιού, πολιτικού και αντιστασιακής, και δεν αντιλαμβανόταν ότι όλ’ αυτά, συνέθεταν μεν το πρόσωπό της, αλλά βάθρο του ήταν ο ερωτισμός της».
Ο ίδιος δεν είχε πάει στην κηδεία της. Αλλά την τελευταία της βραδιά πριν χειρουργηθεί στο Μemorial της Νέας Υόρκης, είχε πάει να της συμπαρασταθεί. «Ηταν ένα μικρό δωματιάκι» θυμάται η Μανουέλα Παυλίδου. «Παρακολουθούσαμε μια ταινία στην τηλεόραση όταν εμφανίστηκε ο Μάνος και ο γιος του, ο Γιώργος. Είχε στα χέρια του ένα γλαστράκι και το πρόσφερε συγκινημένος στη Μελίνα. Ηταν πολύ αδυνατισμένος –ποτέ δεν τον είχα δει έτσι. Kι όμορφος. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη κι εκείνος προσπαθούσε να την αποφορτίσει. Με τον Γιώργο είχαμε απομακρυνθεί και παρακολουθούσαμε τη συνάντηση από την πόρτα. Tο γέλιο τους. Ο Μάνος την καλόπιανε. Παρότι εκνευριζόταν όταν του θύμιζαν το “Ποτέ την Κυριακή” και το Οσκαρ, δέχτηκε τη σκανδαλιά της. “Ο κύριος που κάθεται δίπλα μου είναι ο συνθέτης που έγραψε το Never on Sunday”, είπε εκείνη στη νοσοκόμα μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Και κοιτώντας τον, του είπε γλυκά: “Συγγνώμη, Μάνο...” Κι ύστερα μαζί με τον Γιώργο Χατζιδάκι ζήσαμε μια στιγμή μοναδική: τους είδαμε να σιγοτραγουδούν μαζί το “Χάρτινο το φεγγαράκι”, πριν την αποχαιρετήσει και της ευχηθεί».

20 Φεβ 2009

Ψυχοσάββατο

Σάββατο των ψυχών, το αυριανό… Ψυχοσάββατο…
Θ' ανάψει κεράκια, όπως κάθε φορά...
Και θα μνημονεύσει, πάλι, αγαπητικά τους απόντες… Τους κεκοιμημένους «επ’ ελπίδι Αναστάσεως»…
Αλλά και τους μηδέποτε μνημονευθέντες, θα μνημονεύσει…

Σάββατο των ψυχών...

Σάββατο των ψυχών. Παίρνει το πρόσφορο με τα μυώδη αντρίκεια χέρια του, όπως νάπιανε μια μικρή καρδερίνα.
Έπειτα κάνει το σταυρό του και λέει:
Σ’ ευχαριστώ Κύριε που έκανες τους πεθαμένους να σωπαίνουν. Που έκανες τα παιδιά. Τα ποτάμια. Τους ήρωες. Τα αγάλματα…

Άννα Δερέκα,
«Σάββατο των ψυχών».
(Από το βιβλίο της «Στάσις Άγιος Νικόλαος»)

Ο Γιώργης Χριστοδούλου

Στα Γιάννενα, στο «Θυμωμένο Πορτραίτο», θα τραγουδήσει ο Γιώργης Χριστοδούλου την ερχόμενη Κυριακή 22 Φεβρουαρίου.

Ο Μάνος Χατζιδάκις για το Γιώργο Σταθόπουλο

Ο Γιώργος Σταθόπουλος ασκεί την σιωπηλή του τέχνη μόνος στο εργαστήρι του. Ψάχνει και ανακαλύπτει σχέσεις χρωμάτων, σχεδίων και πουλιών. Το ένα πουλί μόνο του μες σε βαθύ γαλάζιο ουρανό. Το ίδιο πουλί, γκρίζο θανατερό κι ύστερα αρχαϊκό, σ’ ένα κεραμίδι περίγυρο. Κι αντί να προσπαθεί να εξασφαλίσει μέσω εμπόρων και αρχών σφραγίδα, μια ταυτότητα που να τον λεει «σύγχρονο», αυτός επιζητεί την σύζευξή του με το απόκοσμο και το αληθινό. Τα βράδια με τους φίλους του συνομιλεί κι επηρεάζεται βαθιά από τις αλλοιώσεις που επιφέρουν οι καιροί σ’ αυτόν, στους φίλους του και στον χώρο μες στον οποίο λειτουργεί μ’ ευαισθησία και σκέψη. Έτσι γίνεται ο ίδιος σιγά - σιγά μια ακτινογραφία πολύχρωμη της πόλης, των καιρών και των ανθρωπίνων σωμάτων. Και πάλι ξανά, ώρες ατέλειωτες να σχεδιάζει μόνος του πόρτες, που δεν καλύπτουν εσωτερικό σπιτιού, μα μια απεραντοσύνη εφιαλτική, με θάλασσες και πολεμικά καράβια, και παράθυρα, που οδηγούν το βλέμμα μας στην παρανομία ενός ανήσυχου και ταραγμένου ονείρου, που διαβρώνει χρωματικά τις πολιτείες και τα χωριά, μακριά απ’ την μνήμη και την ξεθωριασμένη της γραφικότητα. Ο Σταθόπουλος είναι στ’ αλήθεια αυτό που λέμε προικισμένος. Και εκ χωρίου καταγόμενος. Άλλ’ ευτυχώς γι’ αυτόν, δεν χόρεψε εθνικούς σκοπούς, ούτε και δέχθηκε κληρονομίες ανεξέλεγκτες. Χωρίς συνθήματα κι εύκολη γραφή, προχώρησε με γνήσια μέσα της ζωγραφικής, σαν άξιος κι αληθινός ζωγράφος που’ναι, στην επίπονη καταγραφή της σύγχρονης απελπισίας, που αυτόματα γίνεται και εθνική.
Γι’ αυτό μας ενδιαφέρει.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Έκθεση Σταθόπουλου

Ως τις 13 Μαρτίου θα διαρκέσει η έκθεση με έργα ζωγραφικής του γνωστού ζωγράφου Γιώργου Σταθόπουλου στα Γιάννενα, στο χώρο τέχνης «Τατιάνα Δερδεμέζη» (Παρασκευοπούλου 4 - παραπλεύρως της ΕΗΜ). Ο χώρος θα είναι ανοιχτός καθημερινά, εκτός Κυριακής & Δευτέρας.





16 Φεβ 2009

Η Αρλέτα και πάλι εδώ...

Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, Ελευθεροτυπία 14/2/09...

Πριν από ακριβώς ένα χρόνο οι κακές ειδήσεις για την υγεία της, οι φήμες για εγκεφαλικό, η εσπευσμένη εγχείρησή της αναστάτωσαν πολύ κόσμο: η Αρλέτα μπορεί να μην κολάκευε ποτέ το κοινό -όπως λέει και η ίδια- αλλά είχε πάντα μια αξιοπρέπεια, σεβαστή απ' όλους. Με διακριτικότητα οι περισσότεροι μάθαιναν τα νέα της. Ευτυχώς, ήταν όλο και καλύτερα. Κι έτσι...Επιστρέφει στις 20 Φεβρουαρίου για μια βραδιά στο «Γυάλινο», προσκαλεσμένη του Φοίβου Δεληβοριά.
«Μου το πρότεινε», εξηγεί, «κι εγώ ήθελα να κάνω κάτι λίγο, για να μετρήσω τις δυνάμεις μου: η περιπέτεια που πέρασα δεν ήταν απλή. Οι συνθήκες είναι καλές κι εκείνος ευγενέστατος». Η συζήτηση από τον Φοίβο γυρίζει πίσω. Στον Λάκη...
- Ενα από τα τραγούδια σας που έχω πολύ αγαπήσει είναι «Ο Λάκης». Είναι υπαρκτό πρόσωπο;
«Είναι ο Λάκης Πατρασκίδης, ο σημερινός πρύτανης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ηταν πολύ φίλος κι απ' τους λίγους με τους οποίους κρατάω ακόμα επαφή. Ημασταν συμφοιτητές και είχαμε περάσει μαζί διάφορες περιπέτειες. Παρότι ήταν χούντα και δύσκολες εποχές, τα φοιτητικά μου χρόνια ήταν τα καλύτερα της ζωής μου».

- Τα ερεθίσματα γύρω μας πολλαπλασιάζονται, το τραγούδι γιατί στέκει αμήχανο;
«Γιατί για να κάνεις σήμερα ένα τραγούδι που να μην είναι αμήχανο χρειάζεται πάρα πολύς κόπος. Πρέπει να είσαι ακόμα πιο σαφής απ' ό,τι παλαιότερα».

- Τα αφηγηματικά τραγούδια πάντως λιγοστεύουν...
«Υπάρχει μια ασάφεια στην εποχή μας. Και επίσης όλα μετριούνται με λεφτά. Η τέχνη είναι ένα είδος που χρειάζεται πολύ χρήμα αλλά δεν μετριέται με αυτό, ούτε είναι σίγουρο ότι θα το ανταποδώσει. Στο τραγούδι ο κανόνας είναι πια να τοποθετούν 5 δραχμές και να θέλουν να πάρουν αμέσως πίσω 255».

- Γράφετε τραγούδια αυτό τον καιρό;
«Πολύ σπάνια, αλλά γράφω. Ετοιμάζω και μια δισκογραφική δουλειά -έπειτα από πάρα πολλά χρόνια. Θα περιλαμβάνει και καινούρια τραγούδια...».

- Στο τραγούδι ό,τι βγαίνει το παρακολουθείτε;
«Μου είναι αδύνατον. Και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θέλω: προφυλάσσω τα αυτιά μου. Ακούω όμως και ορισμένα πράγματα που μου αρέσουν αρκετά. Δεν είναι ότι δεν υπάρχουν ταλαντούχα παιδιά. Υπάρχουν και συνθέτες και στιχουργοί...».

- Τότε ποιο πιστεύετε ότι είναι το πρόβλημα στο σύγχρονο τραγούδι;
«Υπάρχει μια παγκοσμιοποίηση που προσωπικά εγώ δεν πιστεύω ότι κάνει καλό στην τέχνη. Πρόβλημα είναι κι η υπερπαραγωγή. Πώς είναι δυνατόν ένας καλλιτέχνης να κάνει 3 cd τον χρόνο; Μ' έχουν μπερδέψει κι όλα αυτά τα διαφορετικά ονόματα: τριπ χοπ, χιπ χοπ. Δεν τα καταλαβαίνω, αλλά δεν έχω προσπαθήσει κιόλας. Είμαι άλλης εποχής και αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου».

- Οι γυναίκες τραγουδοποιοί ήταν πάντα λίγες.
«Γενικώς οι τραγουδοποιοί που αξίζουν τον τίτλο είναι λίγοι. Παγκοσμίως πάντως, οι γυναίκες έχουν κάνει πολύ σημαντικές δουλειές. Και στην Ελλάδα επίσης. Μερικές από τους καλύτερους στιχουργούς είναι γυναίκες. Και στη νέα γενιά υπάρχουν αρκετές που έχουν μπει στο τραγούδι πολύ δυναμικότερα απ' ό,τι παλιότερα. Στη δική μου εποχή ήταν ασυνήθιστο. Και το φοβόντουσαν. Κι είναι όντως τρομαχτικό να σκέφτεσαι ότι βασίζεσαι στον εαυτό σου για τα πάντα».

- Εσείς το φοβόσασταν;
«Εγώ θα φοβόμουν να μη βασίζομαι στον εαυτό μου για όλα. Οχι ότι δεν θα μου άρεσε να βασίζομαι σε άλλους, αλλά όσες φορές σκέφτηκα να το κάνω, έσπασα τα μούτρα μου».

- Οι πρώτες φορές που βγήκατε μόνη με την κιθάρα σας δεν ήταν τρομακτικές;
«Θα μπορούσα να γράψω πραγματεία για το τρακ. Επειτα από 40 χρόνια στο τραγούδι εξακολουθώ και έχω. Οταν πρωτοτραγούδησα, ήμουν τελείως άπειρη. Βρέθηκα ξαφνικά μ' ένα δίσκο που είχε κάνει μεγάλη επιτυχία και με ένα σωρό κόσμο να με κοιτάει λες και ήμουν κάτι. Αλλά δεν ήμουν τίποτα. Ημουν ένα παιδάκι που μόλις είχε μπει στην ΑΣΚΤ. Βρέθηκα να τραγουδάω τελείως τυχαία. Δεν είχα ιδέα ούτε για τον χώρο ούτε για ό,τι με περίμενε. Και εδώ που τα λέμε, αν είχα ιδέα, θα το 'χα βάλει στα πόδια. Εμεινα επειδή άρχισα να γράφω τα δικά μου τραγούδια. Ως τραγουδίστρια δεν θα είχα μείνει».

- Είναι άγριος ο χώρος;
«Ολοι οι χώροι είναι άγριοι κι αυτός ακόμα περισσότερο, γιατί δεν έχει βάσεις. Είναι στον αέρα. Τι να μετρήσεις στο τραγούδι; Ειδικά στις ημέρες μας υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα: έχει πάψει ο κόσμος να καταλαβαίνει τα φάλτσα. Τραγουδιστές που θεωρούνται πολύ σημαντικοί είναι θεόφαλτσοι. Είναι σαν μην έχει σημασία πια. Μου θυμίζει τη μοναδική φορά που είδα τον δάσκαλό μου τον Γιάννη Μόραλη έξω φρενών. Ηταν όταν ένας φοιτητής τού είπε: "Δάσκαλε, εγώ έχω ξεπεράσει το σχέδιο"!».

- Πάντως, δεν φαίνεστε να έχετε καμία πικρία...
«Γιατί να έχω; Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ προνομιούχο για έναν απλό λόγο: ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου, ό,τι βλέπετε εδώ μέσα, το 'χω πληρώσει με τραγούδια. Ούτε με προδοσίες ούτε με διαβολιές».

- Περάσατε μια μεγάλη περιπέτεια υγείας. Αναθεωρήσατε πράγματα;
«Δεν ήταν η πρώτη, γι' αυτό δεν ήμουν ακριβώς απροετοίμαστη. Η υγεία μου ήταν επισφαλής από τότε που ήμουν μικρή. Αλλά θέλω να ευχαριστήσω τον γιατρό μου, τον Βασίλη Σλατινόπουλο, που ένα βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου πέρσι, με χιόνια και κρύα, ήρθε από τη Λάρισα στον Βόλο και μου γλίτωσε τη ζωή. Θα ήθελα να ευχαριστήσω και τους φίλους μου, αλλά κι όσους με έκαναν να ξαναζωντανέψω. Γιατί δεν ήταν απλώς ότι αρρώστησα. Πέθανα και ξαναζωντάνεψα. Ακούγεται πολύ δραματικό, αλλά είναι η αλήθεια».

- Τώρα που τα διηγείστε, γελάτε όμως...
«Τώρα γελάω. Δεν με θέλανε "εκεί", κορίτσι μου, δεν τους έκανα και με διώξανε. "Αντε γύρνα" είπαν...».

Ο Κωνσταντίνος Βήτα με μια ματιά...

1992: Οι Στέρεο Νόβα κυκλοφορούν το πρώτο άλμπουμ.
1994: Ο Κ. Βήτα γράφει στο «01» και παίζει μαζί με τον Μιχάλη Δέλτα στο Rodon στην εκπομπή «Αναμνήσεις ενός τρανζίστορ».
1996: Οι Στέρεο Νόβα διαλύονται.
1997 - 2004: Γράφει ανάμεσα σε άλλα τραγούδια για την Πόπη Αστεριάδη, τη Δήμητρα Γαλάνη, μουσική για ταινίες («Επίθεση του γιγάντιου μουσακά», «Ιωάννα σ΄ αγαπώ»), για ντοκιμαντέρ («Αγέλαστος πέτρα»), για θεατρικά έργα («Αngel Βaby», «Καθαροί πια», «Dogville» κ.ά.). Κυκλοφορεί το «tranformations», διασκευές στο έργο του Μάνου Χατζιδάκι. Δίνει συναυλία στο ΙCΑ του Λονδίνου.
2004: Συμμετέχει στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
2005: Γράφει μουσική για τα ντοκιμαντέρ «Αιγαίου Κύματα» και «Κηφισός». Κάνει αναδρομική έκθεση με φωτογραφίες, βίντεο, ζωγραφική στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Γράφει τραγούδια για τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» στο θέατρο.
2006: Υπογράφει τη μουσική για το «2» του Δημήτρη Παπαϊωάννου.
2007: Στο Φεστιβάλ Αθηνών παρουσιάζει τις «Αλλοιώσεις» με το σύνολο εγχόρδων Dissonant Εnsemble.
2008: Kυκλοφορεί το «Άργος», γράφει μουσικές για ταινίες των Ε. Αστρινάκη και Α. Αβρανά.

Ο Κωνσταντίνος Βήτα στα «Νέα»

«...Είναι για μια σειρά συναυλιών στον "Σταυρό του Νότου", όπου εμφανίζομαι με το γκρουπ μου και με μια νέα μπάντα, τους Ηandy Ρark, που αποτελείται από μουσικούς από μπάντες, όπως τους Εlica, Gad, και είμαι πολύ χαρούμενος γιατί είναι πολύ δυνατοί μουσικοί. Παίζουν κάποια κομμάτια μου εντελώς ωμά χωρίς μαγνητοταινίες και πιστεύω πως δίνουν μιαν άλλη διάσταση σε αυτή την εμφάνιση. Κατά τα άλλα παρουσιάζουμε ένα ηλεκτρονικό πρόγραμμα από όλα τα άλμπουμ που έχω κάνει.
Ένα μέρος της δουλειάς μου είναι ο χρόνος στο στούντιο, εκεί αφιερώνομαι στο μέρος της παραγωγής και στο πώς κολλάει ένα μπάσο με έναν άλλο ήχο και να αφιερώνω χρόνο ουσιαστικά στις συχνότητες του ήχου. Είναι βαρετό για κάποιον που δεν γνωρίζει οπότε δεν λέω και σε κανέναν τίποτε για όλες αυτές τις ώρες. Άλλο κομμάτι είναι οι προετοιμασίες για τις συναυλίες. Για τον "Σταυρό του Νότου" ξεκινήσαμε πρόβες από τον Οκτώβριο. Προσπαθώ στο μεταξύ να βρίσκω χρόνο για να διαβάζω, να μελετάω τα βιβλία μου, να αθλούμαι και να δουλεύω».

Ποια είναι η κινητήρια δύναμη για όλα αυτά;
Το να αντιλαμβάνομαι την αλήθεια, να έχω ελπίδα και αγάπη μέσα μου, να τρέχω και να μελετάω καθημερινά.
Αν ξεκινούσες στη μουσική τώρα, ποια θα ήταν η πρώτη κίνηση που θα έκανες;
Πραγματικά δεν ξέρω. Θα ήθελα να έχω πίσω μου ένα πολύ δυνατό άλμπουμ για να μπορέσω να κάνω συναυλίες και να επικοινωνήσω πραγματικά με τις ψυχές των ανθρώπων και να μη με κοιτάνε αδιάφορα.
Αδιάφορα; Καμιά σχέση με το πώς είδε ο κόσμος την τελευταία συναυλία με τον Μιχάλη Δ. Το κοινό μέθυσε με Στέρεο Νόβα και ήταν συγκινητικό. Θα δούμε κάτι τέτοιο πάλι στο μέλλον;
Νομίζω πως αποχαιρέτησα οριστικά τους Στέρεο Νόβα εκείνο το βράδυ γιατί κατάλαβα πως το έργο μας έχει εξιδανικευτεί και βρίσκεται στις καρδιές των φαν σαν μια ιδέα. Νομίζω πως οι Στέρεο Νόβα τούς ανήκουν και πια δεν μπορώ να υπηρετήσω αυτό το γκρουπ, να επαναφέρω κατά κάποιο τρόπο τον Κ. Βήτα που υπήρχε τότε. Εκείνη η συναυλία ήταν πραγματικά ένα δωράκι ευγνωμοσύνης σε όλους τους ανθρώπους που μας αγάπησαν.
Το σκηνικό γύρω είναι εντελώς διαφορετικό από τις μέρες που το γκρουπ έγραφε τις μουσικές του. Όπως και να το δεις, υπάρχει σκηνή.
Μου αρέσει που βλέπω νέους που αγαπούν πολύ τη μουσική και προσπαθούν να κάνουν ό,τι μπορούν γι΄ αυτήν. Υπάρχουν πολλές ωραίες μπάντες και πάρα πολλοί καλοί μουσικοί στην Ελλάδα σε όλα τα είδη, από ηλεκτρονικά, ροκ και χέβι μέταλ. Ακούω καθημερινά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα και εύχομαι για όλους εμάς στη μουσική βιομηχανία να γίνουν όλα καλύτερα, από τον πιο μικρό ώς τον πιο μεγάλο. Η μουσική δίνει σε όλους αυτούς τους νέους ελπίδα και την ώθηση να προχωρούν. Είναι πολύ σημαντικό αυτό.

ΙΝFΟ
Στην κεντρική σκηνή του «Σταυρού του Νότου» (Φραντζή 14 & Θαρύπου 37, Νέος Κόσμος, 210-9226.975) απόψε, αύριο και την επόμενη Δευτέρα και Τρίτη, 23-24/2. Έναρξη: 22.00.



«...Δεν κρίνω τα γεγονότα, ο καθένας έχει ελεύθερη βούληση και την χρησιμοποιεί είτε αρνητικά είτε θετικά» λέει. «Επανάσταση για μένα είναι η δύναμη της αγάπης, η αδελφοσύνη, η προσφορά, ο εθελοντισμός, οτιδήποτε δεν περιέχει την άγνοια, την ημιμάθεια».
Αν διάλεγες ένα από τα κομμάτια σου σαν soundtrack των ημερών, ποιο θα ήταν;
Θα διάλεγα τη «Νύχτα» από τον «Άργο», γιατί είναι από τα τραγούδια μου που θεωρώ ότι δεν έχει κεφάλι, αλλά έχει μια τρομακτική επιθυμία μέσα του για κάτι απροσδιόριστο.
Πολλές από τις μουσικές σου φέρνουν στον νου εικόνες της πόλης. Πόσο σε εμπνέει η πόλη;
Μπορεί να με εμπνεύσει οτιδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή νιώσω αφημένοςμπορεί να είναι ένα μικρό έντομο στο παράθυρο, η σκιά ενός ανθρώπου, οι διαβαθμίσεις του φωτός, ένα συναίσθημα που νιώθω για ένα πρόσωπο, μια βόλτα με το ποδήλατο, το πρωινό φως ή ένας απαίσιος εκκωφαντικός ήχος, τα αυτοκίνητα, τα κτίρια...

14 Φεβ 2009

«Κι αν στον έρωτα κυλήσω»...


Άλλο δράμα δε θα ζήσω
φτάνει αυτό το τωρινό
μόνη μου θα διασχίσω
πάλι τον ωκεανό.

Κι άμα τύχει και λυγίσω
Θε μου ’σχώρα με
κι άμα πιω κι άμα μεθύσω
παρηγόρα με.

Άλλο δε θα φάω τραύμα
άλλη τέτοια ανταμοιβή
μόνη μου θα δω το θαύμα
μόνη μου και τον Ραββί.

Κι αν στον έρωτα κυλήσω
Θε μου ’σχώρα με
κι άμα πιω κι άμα μεθύσω
παρηγόρα με.

Άλλο κλάμα δε θα ρίξω
φτάνει αυτό το αποψινό
το κενό θα διαρρήξω
πάω να πιάσω ουρανό.

Κι αν με δεις να φτάνω πάνω
Θε μου ’σχώρα με
κι άμα πέσω να πεθάνω
παρηγόρα με.

«Πάω να πιάσω ουρανό» τραγούδησε η Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μουσική και στίχους του Σταμάτη Κραουνάκη, με τον οποίο συνεργάστηκε για πρώτη φορά το 2004 στο δίσκο της Όλα στο φως.
Ο Κραουνάκης έγραψε για τη φωνή της Αρβανιτάκη ένα λαϊκό τραγούδι, ζεϊμπέκικο, ερωτικό στο περιεχόμενό του, με το ρήμα «παρηγόρα με» να επαναλαμβάνεται σε κάθε ρεφρέν, με τη λέξη «Ραββί» να κάνει ξανά την εμφάνισή της σε κραουνακικό άσμα («μόνη μου θα δω το θαύμα, μόνη μου και τον Ραββί»), εννιά χρόνια μετά τον «Ιεζεκιήλ» στο «Όταν έρχονται οι φίλοι μου» («Χριστούλη μου Ραββί, πάρε τα αργύρια, δώσ’ μου τα μαρτύρια»), με το τελεσίδικο «Άλλο δράμα δε θα ζήσω» ή «Άλλο δε θα φάω τραύμα» ή «Άλλο κλάμα δε θα ρίξω» να αναιρείται από τους επόμενους στίχους («κι άμα τύχει και λυγίσω… κι αν στον έρωτα κυλήσω… κι αν με δεις να φτάνω πάνω…») και με τον «ουρανό» να προστίθεται στον τίτλο ενός ακόμη ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων ετών...





του Αγίου Βαλεντίνου...

Στη ροζ ατμόσφαιρα του Αγίου Βαλεντίνου θα παραδοθούν, άνευ όρων, όσοι αντιμετωπίζουν τον έρωτα αποκλειστικά και μόνο ως καταναλωτικό είδος και ως αναλώσιμο προϊόν με ημερομηνία λήξης... Οι υπόλοιποι, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μυστήριο του έρωτα μέσα από ψυχικές διεργασίες, συχνά δαιδαλώδεις και επώδυνες, εν τέλει, όμως, λυτρωτικές…

13 Φεβ 2009

«Άσωτος υιός»

Είναι κάποια τραγούδια που, ενώ είσαι σίγουρος ότι τα ξέρεις καλά κι ότι μέσα στα χρόνια τα έχεις «χωνέψει», όταν τα ξανακούς ανακαλύπτεις καινούργιες αφορμές...
Όπως, ο «Άσωτος υιός», που μετέδωσα απόψε στο ραδιόφωνο. Τραγούδι των Φατμέ, από το δισκογραφικό ξεκίνημα του συγκροτήματος, εν έτει 1982...
Λέει ένας στίχος του τραγουδιού:
«Σβήνουνε οι πόλεις κι οι σταθμοί
κι οι φίλοι που δεν είχαν προκοπή...».
Αυτό ακριβώς! Σβήνουνε... «Κι οι φίλοι»... Τους ξέρετε... Τους ξέρουμε... Να σβήσουν.

12 Φεβ 2009

Απόψε...

Απόψε, στην τηλεόραση της ΝΕΤ, έχει Κραουνάκη με ΣΠΕΙΡΑ.
THE ΣΠΕΙΡΑ - ΣΠΕΙΡΑ SHOW.
Στις 23.15...
Θα τους χάσουμε;

Δώρος Δημοσθένους LIVE


Το «Εldorado» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη


O Κωνσταντίνος Γιάνναρης, από τους σημαντικότερους και ουσιαστικά τολμηρούς ενεργούς σκηνοθέτες του κινηματογράφου μας, επιστρέφει στο θέατρο. Ανεβάζει στο θέατρο «Χώρα» τη μαύρη κωμωδία του Γερμανού Μάριους φον Μάγιενμπουργκ «Εldorado».
O Κωνσταντίνος Γιάνναρης αναφέρει χαρακτηριστικά για την παράσταση: Ένα τεράστιο κομμάτι της πόλης κατεδαφίζεται, καίγεται, θρυμματίζεται. Οι ντόπιοι ιθαγενείς εκδιώκονται και μαντρώνονται στα προσφυγικά στάδια ποδοσφαίρου. Η στρατιωτική επιχείρηση προελαύνει ανελέητη και από πίσω ακολουθούν οι μεγαλοεταιρίες και οι επενδυτές που οραματίζονται να κατασκευάσουν την καινούρια πόλη του μέλλοντος. Μια δυσλειτουργική ζάμπλουτη οικογένεια - ποτισμένη μέχρι το μεδούλι με την κουλτούρα και την μουσική της Ευρωπαϊκής παράδοσης - εμπλέκεται σε αυτή την άπληστη επένδυση από τον απατεωνίσκο γαμπρό ΑΝΤΟΝ. Ο πόλεμος έξωθεν κορυφώνεται αλλά οι ιθαγενείς με την απεγνωσμένη αυτοκτονική αντίστασή τους ανατρέπουν τα σχέδια των κατασκευαστών. Αντιμέτωπη με το φάσμα της επενδυτικής τους απώλειας η οικογένεια αρχίζει να πιέζει ανελέητα τον ΑΝΤΟΝ έως την αυτοκτονία. Το ΕΛ ΝΤΟΡΑΝΤΟ των ονείρων... η μυθική πόλη του χρυσού αποδεικνύεται ως ένας σωρός άνθρακες...

Από απόψε στις 21.30, στο θέατρο «Χώρα» / Σκηνή Νέα Χώρα (Αμοργού 20, Κυψέλη, τηλ. 210-86.73.945). Εισιτήρια: 22, 19 (φοιτητικό), 15 ευρώ.
ΠΑΙΖΟΥΝ: Θάνος Σαμαράς, Γιώτα Φέστα, Διόνη Κουρτάκη, Λεωνίδας Καλφαγιάννης, Γιούλη Τάσιου και ο Κώστας Τριανταφυλλόπουλος.

Τάνια Τσανακλίδου... έφη (από συνέντευξή της στην «Κ. Ε.»)

ΤΙ Θ' ΑΚΟΥΣΟΥΜΕ ΣΤΟ «ΜΕΤΡΟ»: «Κομμάτια αγαπημένα αλλά και μερικά που έχω να πω 35 χρόνια: του Λάγιου, του Λεοντή, τον "Τσε Γκεβάρα" και το "Σε ψάχνω" του Λοΐζου, τον "Κύριο Μενεξέ", τη "Λίμνη" της Καραΐνδρου, το "Είμαι αητός χωρίς φτερά" (μόνο πιάνο φωνή), το "Αντίο δρόμοι του Βερολίνου" σε μπλουζ εκτέλεση. Απολύτως ειδικό πρόγραμμα: αν κάποιος θέλει να βγει για να κάνει κέφι, ας μην έρθει. Προέχει να θεραπευτούμε, γιατί αλλιώς γλεντάμε με τρόπο υστερικό. Βλέπεις τα Σάββατα ανθρώπους που πρέπει να γίνουν τύφλα για να "αποδεσμευτούν" από όσα τους κυνηγούν μέσα στην εβδομάδα: τον μαλάκα προϊστάμενό τους, την τράπεζα, τη σύζυγο, την αγωνία για το αύριο. Η διασκέδαση έχει γίνει απλώς ένα δωμάτιο -μπαίνεις, ξεδίνεις και φεύγεις. Ενας από τους λόγους που εδώ και χρόνια παίζω μόνο Δευτέρα και Τρίτη είναι γιατί θέλω να απέχω από τη χυδαιότητα του Σαββατοκύριακου».

ΤΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΠΕΘΑΝΑΝ: «Η ύφεσή τους συνδέεται άμεσα με την οικονομική κρίση. Οι πίστες ήταν για χρόνια οι χώροι επίδειξης και κόντρας των νεόπλουτων: άνθρωποι που "μετράνε" την αξία τους ανάλογα με το πού θα βάλει το αυτοκίνητό τους ο παρκαδόρος και πώς θα φανεί από το σηκωμένο μανίκι το ρολόι τους. Τώρα τους κόπηκε η φόρα, και να σου πω ψιλοχαίρομαι με αυτό το γκρέμισμα. Τρέχαμε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο τίποτα. Ακόμα κι εγώ, που έχω κάποιες αντιστάσεις, έπιασα τον εαυτό μου να ζω με τρόπο χυδαίο και προκλητικό. Τώρα θα καταλάβουμε τι είναι τα 50 ευρώ που τα πετούσαμε για ένα βρακί».

ΤΟ ΝΤΟΥ ΣΤΑ ΘΕΑΤΡΑ: «Δεν έχω ακόμα καταλήξει αν συμφωνώ με τα παιδιά αυτά, παρ' όλο που το 2001 είχαμε αποφασίσει με τον Σίμο Κακκάλα να φτιάξουμε μια τέτοια ομάδα. Θα τη βαφτίζαμε "ιό" και θα πραγματοποιούσαμε εισβολές σε παραστάσεις και μέρη που θεωρούσαμε ότι μας "προσέβαλαν". Μετά το ξανασκέφτηκα, με έπιασε συμπόνια και κατέληξα πως δεν μου ταιριάζει οποιαδήποτε μορφή βίας. Ωστόσο, ονειρεύομαι τη στιγμή που θα αποσυρθώ από το τραγούδι -για να μην πει κανείς ότι αυτοδιαφημίζομαι ως επαναστάτρια- και θα μπορώ να πηγαίνω στα διάφορα πάνελ να γιαουρτώνω διαφόρους».

ΘΥΜΩΣΑ ΜΕ ΤΗ «ΜΗΔΕΙΑ»: «Εικαστικά ήταν άρτια. Αλλά σκυλοβαρέθηκα. Πήγαινα να δω δουλειά του Παπαϊωάννου έχοντας υπ' όψιν τα παλιά χρόνια, που πραγματικά με είχαν συγκινήσει. Και δυστυχώς είδα ένα παγερό θέαμα σε μια πολυτελή αίθουσα για γκλάμουρ πελάτες. Παγιδεύτηκε στη γοητεία της εικόνας και παρουσίασε κάτι τόσο τραγικό χωρίς ίχνος συναισθήματος. Δεν αμφιβάλλω πως για το σαχλό κοινό της τηλεόρασης είναι σημαντικό να δει τη "Μήδεια", αλλά εμένα δεν μου λέει τίποτα».

ΟΧΙ ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ: «Αγόρασα πρόσφατα τη Μόνικα και πολύ με συγκίνησε αυτό το πλάσμα που σκίζει με τραγούδια που έγραψε η ίδια. Αν δεν ξεφύγουν οι τραγουδιστές από τη λογική "κάνω ένα δίσκο για να έχω μεροκάματο το βράδυ", δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα».

ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ: «Ο χρόνος είναι υπέροχος σύμμαχος, όταν τον ζεις. Οταν τον αφήνεις και περνάει γίνεται ατσάλι που σε τραβά στο βυθό. Στις φάσεις που δεν αγαπάς τη ζωή, ο χρόνος σε τσακίζει. Παρ' όλα αυτά δεν θα μου άρεσε να ξαναγίνω έφηβη ή 20άρα. Αλλά μπορώ να πω σε εκείνους που βρίσκονται μεταξύ 35 και 40, ότι αυτή η πενταετία είναι η μεγαλύτερη γιορτή της ζωής. Εγώ τη γλέντησα πολύ. Πάντα έχουμε μια αίσθηση μεγαλείου για τον εαυτό μας, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Τα νιάτα είναι η προσωποποίηση της αυτοπεποίθησης. Από τα 40 και μετά με έβαλα στο σεντούκι, για να μην πω στην κατάψυξη. Εξαίρεσα τον εαυτό μου από τον έρωτα, λες και με τιμωρούσα επειδή τα προηγούμενα χρόνια τον είχα χαρεί πολύ».

ΤΟ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΣΤΙΚΟ PHOTOSHOP: «Οταν περνά ο χρόνος είναι πράγματι οδυνηρό να βλέπεις μια φωτογραφία σου γκρο πλαν. Εχω τρομάξει πολλές φορές με κοντινά πλάνα μου, αλλά το ότι σοκαρίστηκα με τον εαυτό μου δεν με οδήγησε στη γελοιότητα του photoshop. Κάποτε οι καλοί φωτογράφοι κάλυπταν και αναδείκνυαν ό,τι χρειαζόταν με τον κατάλληλο φωτισμό. Στη σημερινή εποχή της βιασύνης κανείς δεν κάθεται να ασχολείται και να χάνει χρόνο με τα φώτα. Τραβάει κουτουρού. Και μετά, οι ατέλειες μιας κακής φωτογραφίας φτιάχνουν στο κομπιούτερ τέρατα. Ελα όμως που πατάνε στο ναρκισσισμό μας... Δεν έχω αντίρρηση να θέλεις να παρουσιάζεις μια βελτιωμένη εικόνα του εαυτού σου, αλλά αυτή η παραμόρφωση είναι απάνθρωπη. Και η ρυτίδα έχει συναίσθημα».

ΟΙ ΚΑΗΜΕΝΟΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ: «Συνδέσαμε το συναίσθημα με την αδυναμία και ξεχάσαμε πως μόνο εκείνος που έχει ψυχική δύναμη μπορεί να ζει τη ζωή. Δες και τους άντρες, έχουν πειστεί πως για να είναι αποδεκτοί πρέπει να μοιάζουν με τα αγόρια στα περιοδικά. Γι' αυτό και τους βλέπεις όλους ίδιους και... ξυρισμένους. Τι κακό κι αυτό; Δεν αφήνουν τρίχα για τρίχα. Κατά τη γνώμη μου όλοι οι άνθρωποι έχουνε δύο πλευρές: τη γυναικεία και την αντρική. Η κοινωνία μάς μεγαλώνει έτσι που τα αγόρια πρέπει να κοιτούν μόνο την αντρική τους πλευρά και οι γυναίκες μόνο τη θηλυκή. Με τη δυναμική είσοδο των γυναικών στην εργασία αρχίσανε τα αντρικά μας χαρακτηριστικά να συνυπάρχουν με τα γυναικεία. Τώρα ήρθε και η σειρά των καημένων των αντρών...».

«Η σκόνη του χρόνου»

«Η σκόνη του χρόνου», η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου από σήμερα στους κινηματογράφους...
Τη μουσική έγραψε η Ελένη Καραΐνδρου...

10 Φεβ 2009

«Φάτα Μοργκάνα»



«Τις μελωδίες των τραγουδιών του Νίκου Καββαδία τις βρήκα μέσα στα ποιήματά του. Ήταν μια χειμωνιάτικη νύχτα του 1976, στην πρώτη μου εκδρομή στη Μάνη. Τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία έρχονταν το ένα μετά το άλλο στη φωνή μου και στα χείλη μου. Από χρόνια τα γνώριζα και με γνώριζαν…» (Μαρίζα Κωχ).
Έτσι άρχισαν όλα για τη Μαρίζα Κωχ και για τη σχέση της με τον ποιητή «των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων». Έτσι, στο δίσκο της Μαρίζας Κωχ, με τίτλο το όνομά της -κυκλοφόρησε το 1977 από τη «CBS»- η ίδια μελοποίησε και τραγούδησε οχτώ ποιήματα του «Κόλλια»: «Φάτα Μοργκάνα», «Πούσι», «Αρμίδα», «Μουσώνας», «Σταυρός του νότου», «Θεσσαλονίκη ΙΙ», «Νανούρισμα», «Μαραμπού».
Απ’ αυτά τα τραγούδια, ξεχώρισε, αγαπήθηκε και έφτασε ως τις μέρες μας η «Φάτα Μοργκάνα», ένα ποίημα από το «Τραβέρσο», την τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία:
«Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν…

Πουθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Που πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πως τη λένε; Φάτα Μοργκάνα»
.

«William George Allum» και «Black and white»...



Ο Νίκος Καββαδίας παραμένει ένας από τους αγαπημένους των νέων και των συνθετών. Των νέων, γιατί στις ρίμες του βρίσκουν τον έρωτα, το όνειρο και τη φυγή... Αλλά και των συνθετών, γιατί η μουσικότητα των στίχων του Καββαδία οδηγεί καλύτερα και ασφαλέστερα τα βήματά τους στο δρόμο της μελοποίησής του...
Ένας από τους μουσικούς, που καταπιάστηκαν με τον Καββαδία, είναι και ο Λάκης Παπαδόπουλος, στο ξεκίνημα, σχεδόν, της καριέρας του. Τρία, μόλις, χρόνια μετά την πρώτη συνθετική του παρουσία, το 1981, στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού της Κέρκυρας (με το τραγούδι «Και θα χαθώ», σε στίχους Κυριάκου Ντούμου και ερμηνεία Ισιδώρας Σιδέρη), που διοργάνωσε ο Μάνος Χατζιδάκις και δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού του δίσκου, με τίτλο «Άκυρο» (1982). Το 1984, ο Λάκης Παπαδόπουλος έγραψε τα τραγούδια στο δίσκο της Αρλέτας «Περίπου». Εκεί, μελοποίησε και δύο ποιήματα του Νίκου Καββαδία: «William George Allum» και «Black and white», από τις ποιητικές συλλογές «Μαραμπού» (1933) και «Πούσι» (1947) αντίστοιχα.
Μπορεί οι μελοποιήσεις του Λάκη Παπαδόπουλου να μην πέρασαν στον κόσμο, όπως αυτές του Θάνου Μικρούτσικου λ.χ., έχουν, όμως, το δικό τους ενδιαφέρον. Βλέπετε, είναι και η φωνή της Αρλέτας

Ο «Κόλλιας»


Τη χρονιά που έφυγε ο «Κόλλιας» (είχε γεννηθεί το 1910), άρχισε η περιπέτεια της μελοποίησής του. Με πρώτο ποίημα το «Mal du depart», που ο Καββαδίας αφιέρωσε στην αδερφή του Ζένια, από το «Μαραμπού» του ’33. Και με πρώτο συνθέτη, το Γιάννη Σπανό. Στον ιστορικό του δίσκο «Τρίτη Ανθολογία».

«Θα μείνω πάντα ιδανικός
κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών
και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά,
σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω
τη θολή γραμμή των οριζόντων…»
.

Τον «Ιδανικό κι ανάξιο εραστή» τραγούδησε ο Κώστας Καράλης*, που ο Γιάννης Σπανός για τις ανάγκες της «Τρίτης Ανθολογίας» του -από κιθαρίστα- τον έχρισε τραγουδιστή…
Η γυναικεία φωνή του δίσκου ήταν η Αρλέτα, που τραγούδησε κι αυτή Καββαδία, αρκετά χρόνια αργότερα… Στο δίσκο «Περίπου» του ’84, σε μελοποίηση από το Λάκη -με τα ψηλά ρεβέρ- Παπαδόπουλο.

*Υπάρχει και μια σύγχρονη ηχογράφηση του τραγουδιού από το Γιάννη Μαθέ στο cd του «Ανάσα της ζωής μου γίνε».

Στις 10 Φεβρουαρίου...


Σαν σήμερα, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας μπαρκάρισε για το μεγάλο ταξίδι, χωρίς επιστροφή

8 Φεβ 2009

Τάνια Τσανακλίδου και Μάρθα Φριτζήλα στην «Καθημερινή»




Το πρόγραμμα αρχίζει ακριβώς στις 9.30 μ.μ. Ούτε λεπτό παραπάνω. Σε αυτό η Τάνια Τσανακλίδου είναι απόλυτη, χρόνια τώρα, στις παραστάσεις της στο «Μετρό» κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Ασκοπα ξενύχτια για την κατανάλωση και μόνο δεν θέλει. Φέτος, υποδέχεται τη Μάρθα Φριτζήλα. Η συνεργασία τους δεν είναι περιστασιακή ούτε για τις ανάγκες της σεζόν. Δηλώνει θαυμάστριά της εδώ και χρόνια.
Τα δύο αγγελάκια των παιδικών μας χρόνων, όπως μας χαμογελούν από την αφίσα που είναι κολλημένη στην πόρτα, έξω από την οδό Κάλβου 83, δεν «ταιριάζουν» με τις δύο κυρίες που, ντυμένες στα μαύρα, μοιάζουν με παραφωνία στον ροζ βινίλ καναπέ ο οποίος δεσπόζει στη σκηνή. Το χρώμα του «βγάζει μάτι», αλλά όταν βλέπεις την Τάνια Τσανακλίδου να ισορροπεί στα ψηλοτάκουνα που έχουν το ίδιο ακριβώς χρώμα, το χαμόγελο βγαίνει αυθόρμητα.
Ο Τάκης Φαραζής στο πιάνο δίνει τον τόνο, από κοντά ο ακορντεονίστας Παναγιώτης Τσεβάς και ύστερα οι δυο τους, σε μια παρτίδα για τέσσερις, που ξεκινάει με τον Χιώτη και συνεχίζεται με τον Δημήτρη Λάγιο και τον Μάνο Χατζιδάκι. Μοιάζει να μην έχει «κόνσεπτ» το πρόγραμμα κι αυτό είναι ευχάριστο σε μια εποχή που για όλα στο τραγούδι υπάρχει στρατηγική, πανομοιότυπα προβλέψιμη. Η έκπληξη εδώ είναι οι επιλογές. Οι μικροί αιφνιδιασμοί που σε κάνουν να ψάχνεις τους εμπνευστές τους. Εκεί που αναρωτιέσαι πώς τους ήρθε ο γαμήλιος σκοπός από το Καστελόριζο, τον οποίο τραγουδά η Φριτζήλα, επιβραβεύεις την ένωσή του με το λιβανέζικο «Για χαμπίμπι» και τον «Ερωτευμένο» που έγραψε ο Βασίλης Mαντζούκης, σύζυγος και συνεργάτης της. Αλλά και η «Περσεφόνη» του Θανάση Παπακωνσταντίνου μοιάζει δική της. Aλλωστε από τη συνεργασία μαζί του απέκτησε τόσο φανατικό κοινό στο τραγούδι, στους Kubara project –το συγκρότημά της– και βέβαια στο θέατρο.

Η Τάνια Τσανακλίδου την παρακολουθεί κάνοντας στη ζούλα ένα τσιγάρο. Ψιθυρίζει τα λόγια, την τονώνει, μιλάει για τα ταλέντα της μικρής Mάρθας από την Ελευσίνα και γειτόνισσά της στο Παγκράτι. Ακομπλεξάριστη αστειεύεται για την κρίση της ηλικίας που περνά και όταν ανεβαίνει στη σκηνή διχάζει όσους την ακούμε στο απογυμνωμένο φέτος «Μαμά γερνάω». «Φτάνει ο θρήνος» μας προειδοποιεί αλλά την «παίρνουν τα ζουμιά» στη «Ζελατίνα». Γίνεται συγκινητική στο «Νανούρισμα» του Λεοντή και στον Λοΐζο. Λιτά, με δυο όργανα ξεδιπλώνει το τραγούδι: «Μια φωτογραφία σου ήρθε και σε μένα/ Μια φωτογραφία σου απ’ τα ξένα/ Απ’ αυτές που κρατάν οι φοιτητές/ Απ’ αυτές που ξεσκίζει ο χαφιές. Απ’ αυτές που κρεμάν οι φοιτητές/ Στην καρδιά τους...». Ούτε στόμφος ούτε πατριωτική πόζα. Οι τεχνικοί κάθονται και την προσέχουν, ο Γιώργος Τσατσούλης –χρόνια τώρα στο τιμόνι του Μετρό– επιδοκιμάζει το αποτέλεσμα: «Η Τάνια πάντα είναι έκπληξη», και ο βοηθός δίπλα μου –είναι δεν είναι 30 χρόνων– μονολογεί: «Ανατρίχιασα με αυτό το τραγούδι».
Καμιά τους δεν περνά απαρατήρητη. Είναι ο κώδικας που έχουν, οι επιλογές που τις ένωσαν, η «συνομιλία», η νέα ματιά σε παλιό υλικό, οι ενορχηστρώσεις. Δεν έχει τόση σημασία αν ο «γάμος» θα είναι ισχυρός, όσο ότι το υλικό που παρουσιάζουν και ο τρόπος, με πιάνο και ακορντεόν, σε αυτό το παιχνίδι της μελωδίας και του λόγου έχει φυσικότητα και έκπληξη. Οπως το τραγούδι του Χατζιδάκι από το άλμπουμ «2000 Μ.Χ.». «Δεν μπορώ/ Ο χρόνος φεύγει/ Oχι εγώ…/ Ανέβα πάνω στο λεπτό/ στον λεπτοδείχτη/ Κράτα γερά/ Οι δείχτες σπρώχνουν το λεπτό/ είναι από σίδερο γερό/ δεν τους βαστώ…». Ποιος μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε τέτοια τραγούδια;
«Ο χρόνος όταν αγαπάς τη ζωή είναι σύμμαχος»
— Αφορμή για την παράσταση, λέτε πως στάθηκαν τα πρόσφατα γεγονότα που συνέβησαν στην Αθήνα...
— Τ. ΤΣ.:
Είχα αποφασίσει να μη δουλέψω. Η Μάρθα, από την άλλη, σκοτωνόταν στη δουλειά αυτή τη σεζόν. Μέσα στην κατάθλιψη λοιπόν και λόγω ηλικίας, με βρίσκουν τα γεγονότα του Δεκεμβρίου στον καναπέ, με παράξενα συναισθήματα. Κάποια στιγμή τρελαίνομαι και κάνω παντού ζάπινγκ. Στέκομαι πάνω σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Μάνο Χατζιδάκι. Παρότι είχα να ακούσω μουσική από το καλοκαίρι, εκείνο το βράδυ η μουσική του άνοιξε ένα παράθυρο στο σπίτι μου. Γέμισα οξυγόνο. Σκέφτηκα: μα, ρε γαμώτο, αφού αυτό με λυτρώνει τι κάθομαι στον καναπέ; Τηλεφωνώ εκείνη τη στιγμή στον Φαραζή και τον Τσεβά και τους ρωτάω «είστε να τραγουδήσουμε Χατζιδάκι»; Ηταν το καλύτερό μας. Την τρίτη μέρα ο Τσεβάς προτείνει: «Δεν λέμε και στην κουμπάρα;»... Στη μία το πρωί πήγαμε σπίτι της.
— Μ. ΦΡ.: Μ’ ένα ουίσκι και μια μαστίχα. Τα τελειώσαμε και τα δύο εκείνο το βράδυ. Φέτος, είχα την επανάληψη της «Κατερίνας Ισμαΐλοβα» στο θέατρο του Νέου Κόσμου, τον «Ερωτα» στο «Χώρα», δουλεύω τον «Φορτουνάτο» που θα ανεβεί τον Μάρτιο στο Εθνικό και ετοιμάζω και μια παράσταση με τους Rootless Root για την Μπρατισλάβα. Αλλά είπα «είμαι μέσα». Oμως τραγουδώντας Χατζιδάκι φτάσαμε στον Δημήτρη Λάγιο...
— Αλλά και στον Λεοντή και τον Λοΐζο.
— Μ. ΦΡ.: Κοίτα, όταν η Τάνια μου έβαλε ως όρο να πει στην παράσταση το «Ρολόι στο καπηλειό», του Χατζιδάκι είπα από εκεί ξεκινάμε. Oλα τα άλλα είναι εύκολα.
— Υπάρχουν κάποια «άτυχα» τραγούδια. Δεν τα ακούμε συχνά κι άλλα που από τη συχνή χρήση αποδυναμώνεται η σημασία τους. Αυτό το νιώθει και το κοινό;
— Μ. ΦΡ.:
Οταν ακούω κάτι και το νιώθω ζωντανό δεν σκέφτομαι έτσι. Θα το πω κι ας είναι και του 1800. Η δουλειά μας είναι να ξανασυστήσουμε αυτό το υλικό. Τα τραγούδια που λέμε σπίτι μας, που τα δουλεύουμε μόνοι.
— Τ. ΤΣ.: Αυτό το ντουέτο του Μ. Χατζιδάκι, «Το ρολόι στο καπηλειό», ήθελα να το πω χρόνια. Με έκαιγε. Κανείς δεν το ήθελε. Το έβλεπαν αντιεμπορικό. Κι εγώ το δούλευα μόνη. Σπίτι. Η αίσθηση ήταν ωραία. Αλλωστε τα ακριβά πράγματα δεν τα βγάζουμε στο πεζοδρόμιο ούτε στον πάγκο. Τα κρατάμε σαν μυστικά μέσα μας και τα μοιραζόμαστε όταν βρούμε τον κατάλληλο άνθρωπο.
— Μ. ΦΡ.: Aτυχα δεν είναι αυτά τα τραγούδια, αλλά εκείνα που πολυακούστηκαν κι έχασαν το νόημά τους. Δεν μπορώ να ακούω άλλο το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας». Τρελαίνομαι. Είναι δυνατόν ένα τόσο ακριβό τραγούδι να παίζεται από ανθρώπους που δεν το αγαπούν;
— Πολυτραγουδισμένο κομμάτι του Λοΐζου είναι και το «Τσε Γκεβάρα», ωστόσο εδώ το ανακαλύπτουμε εκ νέου. Τι σημαίνει για σας σήμερα;
— Τ. ΤΣ.:
Η επανάσταση που έχασε η γενιά μου, η ήττα μας αλλά και το ότι δεν το βάζω κάτω. Παλεύω με νύχια και με δόντια να μείνω ζωντανή, θέλω λοιπόν να ξανασυζητήσουμε το θέμα, δεν το έχω εγκαταλείψει.
— Μ. ΦΡ.: Για μένα είτε έλεγε Τσε Γκεβάρα είτε Δον Κιχώτη θα ήταν το ίδιο. Κάθε εποχή χρειάζεται έναν ήρωα. Eναν ήρωα που να πιστεύει σ’ ένα πολύ μεγάλο ιδανικό.
— Τ. ΤΣ.: Να τι μας ενώνει: ότι σ’ ένα τραγούδι εννοούμε και την οξεία και την περισπωμένη. Ο λόγος για μας είναι σημαντικός. Αυτό μπορεί να δώσει στα τραγούδια τη δύναμή τους.
— Οι κινητοποιήσεις των παιδιών στην Αθήνα σας σήκωσαν από τον καναπέ, όμως τι νιώσατε ακριβώς;
— Τ. ΤΣ.:
Με αυτή τη μίνι εξέγερση που έγινε και ήταν άναρθη, ένιωσα πως αν είχαν έναν ήρωα, η κινητοποίησή τους θα είχε και λόγο. Αυτό μας λείπει. Δεν έχουμε έναν ήρωα να πιστέψουμε. Iσως γι’ αυτό είχα αυτή την έντονη ανάγκη να ακούσω τον Τσε.
— Μ. ΦΡ.: Οτιδήποτε μας κουνάει από τη θέση μας είναι καλό. Κάθε ταραχή έχει μια ηδονή και αυτή είναι για όλους. Οι καλλιτέχνες, βέβαια, είμαστε η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Στην άκρη πάντα.
— Τ. ΤΣ.: Διαφωνώ, Μάρθα. Ενας καλλιτέχνης οφείλει να εμπνεύσει. Αλλιώς είμαστε αποκλειστικά του μεροκάματου. Κοιτάμε μόνο πόσα φέτος, πόσα του χρόνου.
— Μ. ΦΡ.: Αυτό λέω. Οτι το τραγούδι «Τσε Γκεβάρα» δεν είναι για να σηκώσει εσένα από τον καναπέ. Εσύ έτσι κι αλλιώς την έπαθες τη βλάβη. Το θέμα είναι να κινητοποιήσει αυτόν που βολεύτηκε. Οι καλλιτέχνες είναι πάντα εκκρεμείς.
— Υπάρχουν και πολλοί βολεμένοι.
— Μ. ΦΡ.: Καλλιτέχνες εννοώ. Με την έννοια της λέξης.
— Το «Μαμά γερνάω» ακούγεται σαν να βγαίνει από μουσικό κουτί. Γιατί του αφαιρέσατε τον λυγμό;
— Τ. ΤΣ.: Είχα την ανάγκη να του βγάλω τη θρηνωδία. Νομίζω ότι έτσι γίνεται πιο σημαντικό.
— Ντρέπεστε που κλαίτε στη σκηνή;
— Τ. ΤΣ.:
Καθόλου. Είδες στο επόμενο τραγούδι έβαλα τα κλάματα. Δεν φοβάμαι την έκθεση. Αντίθετα, με γοητεύει και με ελευθερώνει. Αισθάνομαι πως όταν αποφορτίζεις το πολύ συναίσθημα και αφήνεις την αλήθεια και τη σιωπή να μιλήσουν, είναι πιο δυνατό. Αυτό το τραγούδι είναι δυνατό από μόνο του, δεν είναι η ερμηνεία που το κάνει ισχυρό.
— Σας παιδεύει ο χρόνος;
— Τ. ΤΣ.:
Είναι και η ηλικία. Είμαι τραυματισμένη απ’ αυτήν. Δεν το κρύβω. Εχω μια εμμονή με τον χρόνο. Γι’ αυτό και η παράσταση ασχολείται μαζί του. Ο χρόνος όταν αγαπάς τη ζωή είναι φίλος και σύμμαχος. Οταν δεν την αγαπάς είναι διώκτης. Εγώ τώρα θέλω από διώκτη να κάνω τον χρόνο πάλι φιλαράκι. Αυτό προσπαθώ και με την παράσταση.
— Μ. ΦΡ.: Ο χρόνος είναι υποκειμενική έννοια. Αν της δίνεις σημασία σού δίνει κι αυτή. Οπότε δεν δίνω σημασία. Ξέρω ότι αν περνάω καλά, περνάει ωραία ο χρόνος. Οπως ξέρω ότι δεν μπορώ να μετρήσω μια στιγμή. Oταν περιμένω τον άντρα μου δεν περνάει ο χρόνος. Μπορεί να αργήσει πέντε λεπτά κι εγώ να νομίζω ότι είναι πέντε ώρες.
— Τ. ΤΣ.: Καλά κάνεις και δεν τον υπολογίζεις. Θα έρθει όμως να σου χτυπήσει την πόρτα.
— Η οικονομική κρίση της αγοράς έχει δώσει παντού σήματα. Από τη δισκογραφία μέχρι τα live. Σας φοβίζει;
— Τ. ΤΣ.
Η Μάρθα δεν έχει δικό της αυτοκίνητο κι εγώ έχω νοικιασμένο.
— Μ. ΦΡ.: Oταν τα πράγματα πιέζουν γύρω μας είναι καιρός να ανθίσει η τέχνη.
— Τ. ΤΣ.: Kαταρρέει το σύστημα που μας έλεγε πως άμα είμαστε φραγκάτοι είμαστε κι ευτυχισμένοι. Από τη στιγμή που τα φράγκα δεν έφεραν την ευτυχία που τόσο ποθούσαμε, νομίζω ότι θα την αναζητήσουμε εκεί που πράγματι βρίσκεται: στη στιγμή και στην καθημερινότητά μας.

7 Φεβ 2009

Η Κυριακή...


«Η Κυριακή είναι παντού Κυριακή. Μια μέρα που ζητάς συμπλήρωμα κι αν δεν το έχεις, ζεις τις προεκτάσεις της πολυεκμεταλλευμένης φαντασίας σου. Πόσες φορές μες σε τόσα χρόνια δεν καταφεύγουμε σ’ αυτήν ζητώντας να μας βοηθήσει; Θα ’λεγα πως αποτελεί την μοναδική Θεότητα της ερημιάς μας. Κι είναι ευτύχημα που εξακολουθώ να ονειρεύομαι καθώς σαν ήμουν παιδί. Το τι, δεν έχει σημασία… Όπως και να το κάμει κανείς, αλλιώς είναι να παρατηρείς τα φαινόμενα του καιρού από μέσα κι απ’ όξω συγχρόνως, σαν θεατής ευαίσθητος και σαν πρωταρχικός εργάτης τους. Αυτή η διπλή θέση περιέχει ένα σπέρμα σχιζοφρένειας. Χρειάζεται τεχνική ακροβάτου και προετοιμασία Μάγου ή Σοφού…».

Μάνος Χατζιδάκις (προς Δημήτρη Βερνίκο)
Πηγή: «Ε».