31 Δεκ 2010

Καλή χρονιά!

«Ο χρόνος. Μακρύς. Αναρίθμητος και ταχυδακτυλουργός μέγας. Εντυπωσιακό το νούμερο όπου κλείνει τη μόνιμη συνεργάτιδά του, τη φθορά, σ' ένα ξύλινο μπαούλο. Πειστικά την πριονίζει κάθετα από πάνω έως κάτω, περιμένεις, εύχεσαι να τη δεις κομμένη στα δύο. Αλλά εκείνη βγαίνει σώα, χαμογελαστή υποκλίνεται, την αποθεώνουν τα χειροκροτήματα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο βίος είναι ένα παρατεταμένο ενθουσιώδες χειροκρότημα σε ό,τι τον πριονίζει, σε ό,τι τον φθείρει».

Παν εφήμερον. Λήθη επομένως. Μούσα των ενοχών μας…».

(Κική Δημουλά - «Ο φιλοπαίγμων μύθος»)

25 Δεκ 2010

Ο Καβάφης

Στους νέους Αλεξανδρείς

Πλην ένα πράγμα με χαράν στο νου μου πάντα βάζω,
που στη μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσίν των που μισώ)
που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμαι εγώ εκεί
απ’ ταις πολλαίς μονάδες μία. Μες στ’ ολικό ποσό
δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης δεν συναριθμείται πράγματι μέσα στα πέντε εκατομμύρια κατοίκους της σημερινής Αλεξάνδρειας. Το ορατό πρόσωπο αυτού του πληθυσμού είναι η φτώχεια· μια φτώχεια φαινομενικά αμέριμνη και χαμογελαστή· μια φτώχεια, που κατακλύζει τους δρόμους, που απλώνει τα «λάβαρά» της στα μπαλκόνια, φαιδρύνοντας τις γερασμένες προσόψεις των ωραίων άλλοτε κτιρίων.

Μισοερειπωμένα, λεπρά, χαίνοντα, τα μεγαλοπρεπή εκλεκτικά μέγαρα, οι κομψές επαύλεις στεγάζουν ένα πληθυσμό αλλότριο, που μοιάζει να τα χρησιμοποιεί χωρίς να τα καταλαβαίνει. Το ίδιο αίσθημα δοκίμασα άλλοτε και στις παλιές ελληνικές συνοικίες της Πόλης, στο Φανάρι. Αστυφιλία και δημογραφική έκρηξη, μαζική μετακίνηση αγροτικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα ορίζουν τώρα τη φυσιογνωμία των πόλεων της Αιγύπτου. Αλλά ενώ στο Κάιρο ο λαός αυτός κινείται σε οικείο χώρο, εδώ μοιάζει έπηλυς μέσα στο μεγάλο κοσμοπολίτικο λιμάνι της Μεσογείου, που διατηρεί ακόμη δυνατό άρωμα μνήμης από το ένδοξο παρελθόν.

Μέσα σ’ αυτό το άρωμα μπορείς ακόμη να συναντήσεις τον Kαβάφη. Το καβαφικό προσκύνημα επιβάλλεται να ξεκινήσει από το διαμέρισμα της οδού Λέψιους, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο με τη φροντίδα του «Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού». Μέσα στο ημίφως, που ανακαλεί την προσφιλή ατμόσφαιρα του ποιητή, διακρίνεις τα λιγοστά έπιπλα – που δεν είναι άλλωστε αυθεντικά, αλλά ανήκουν στο ύφος και στην εποχή των παλαιών εκείνων: «Επιπλωμένο χωρίς αξιώσεις για το ρυθμό, χωρίς πίνακες αξίας ολόγυρα, ήταν ένα από εκείνα τα μελαγχολικά διαμερίσματα όπου λείπει η γυναίκα», θυμάται ο φίλος του ποιητή Ατανάζιο Κατράρο που τον είχε επισκεφθεί για πρώτη φορά το 1918. «Λείπει η γυναίκα;» μόνο μια γυναίκα είχε το δικαίωμα να παραβιάσει αυτό το άβατο: Η Χαρίκλεια Φωτιάδη, η Κωνσταντινοπολίτισσα μητέρα του ποιητή. Η φωτογραφία της, λίγο πιο χλωμή από τα χρόνια, στολίζει ακόμη τον τοίχο του σαλονιού.

Το σπίτι μας φαίνεται γνώριμο από την πολλή συνάφεια με τον κλειστό κόσμο της καβαφικής μούσας:
«Α, η κάμαρη αυτή, τι γνώριμη που είναι
κοντά στην πόρτα εδώ ο καναπές,
κι εμπρός του ένα τουρκικό χαλί
σιμά το ράφι με δυο βάζα κίτρινα.
Δεξιά· όχι, αντικρύ, ένα ντουλάπι με καθρέπτη.
Στη μέση το τραπέζι όπου έγραφε·
κ’ οι τρεις μεγάλες ψάθινες καρέγλες.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι
που αγαπηθήκαμε τόσες φορές.
Πλάι στο παράθυρο ήταν το κρεβάτι·
ο ήλιος του απογεύματος τώφθανε ως τα μισά».

Οι αληθινοί ένοικοι αυτού του σιωπηλού διαμερίσματος είναι οι ωραίοι νέοι της καβαφικής ποίησης· τα σώματα του έρωτα τα ερατεινά, τα «ινδάλματα της ηδονής» τα αμάραντα: Ο Ιασής, ο Λεύκιος, ο Λάνης, ο Ευρίων, ο Έμης. Αλήθεια, γιατί τόσοι τάφοι «φημισμένων για εμορφιά» εφήβων, που «μεγάλως αγαπήθηκαν», μέσα στη καβαφική τοπογραφία;

Νομίζω την απάντηση τη δίνουν οι ίδιοι οι στίχοι. Αυτές οι «θανατογραφίες» παγιδεύουν το χρόνο, αναχαιτίζουν τη φθορά, ανήκουν στα τεχνάσματα και στους μηχανισμούς της μνήμης, ζωοδόχου πηγής της ποίησης του Καβάφη: «Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών, που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα». Αιχμάλωτοι του χρόνου, αειθαλείς, οι ιδανικοί νέοι του Καβάφη, «σαν σώματα ωραία που δεν εγέρασαν, και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό», μετατίθενται έτσι στο βασίλειο της μνήμης, απ’ όπου μπορεί να τους ανακαλεί «ρεμβαστικά» κατ’ επιθυμίαν και βούλησιν.
«Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες και ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα».

Όταν δεν πεθαίνουν οι ηδονικοί έφηβοι, φεύγουν μακριά, όπως ο νέος «με τα ωραία γκρίζα μάτια» σαν «οπάλιο». «Θ’ ασχήμισαν -αν ζει- τα γκρίζα μάτια· θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο. Μνήμη μου, φύλαξέ τα, συ ως ήσαν».

Η παρέκκλισή του, το πάθος του οδηγούσε τον Καβάφη να βλέπει τους νέους σαν την άφθαρτη εικόνα της νεότητας· από το είδος, την εξατομικευμένη περίπτωση, αναγόταν στο γένος. Γι’ αυτό οι προσωπογραφίες, οι σωματογραφίες των καβαφικών νέων συνθέτουν τελικά ένα και μόνο ιδανικό πορτρέτο, όπως στα Φαγιούμ ή στη ζωγραφική του Τσαρούχη.

Το διαμέρισμα της οδού Λέψιους αντίκριζε άλλοτε το νοσοκομείο της ελληνικής κοινότητας, γειτόνευε με την κακόφημη συνοικία της Αλεξάνδρειας, ενώ βρισκόταν πλάι στους κεντρικούς και πολυθόρυβους δρόμους της αγοράς, των τραπεζών, των ταξιδιωτικών γραφείων. Βγαίνοντας στο μπαλκόνι, ο ποιητής αγκάλιαζε με το βλέμμα την «αγαπημένη πολιτεία», «την κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών». Κατεβήκαμε παραζαλισμένοι από το άξαφνο και πυρωμένο φως στους «δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι, κέντρα γεμάτα κίνηση που τέλεψαν, και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά», όπως προφήτευε ο ποιητής το 1918...

Απόσπασμα από το κείμενο «Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη» της Μαρίνας Λαμπράκη - Πλάκα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο «ΒΗΜΑ» στις 29 Μαΐου 1994 και το βρήκα -ανήμερα Χριστούγεννα- αναδημοσιευμένο στο www.aixmi.gr

24 Δεκ 2010

Καλά Χριστούγεννα

Κάτι γεννιέται...
Κι αυτό με παρηγορεί...

Καλά Χριστούγεννα...

22 Δεκ 2010

«Γεννά...»

«Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης, «σκήνωσον εν εμοί...».

Ζωή Καρέλλη,
«Παραμονή της Γέννησης»
(«Πορεία», 1940)

21 Δεκ 2010

Καμιά...

Βόλτα στη φωτισμένη από αμέτρητα φωτάκια πόλη...

Κι όμως, φέτος, το εξωτερικό χριστουγεννιάτικο ερέθισμα δεν προκαλεί εντός του καμιά αντίδραση...

18 Δεκ 2010

9 Δεκ 2010

«Πουλάμε τη ζωή χρεώνουμε τον θάνατο»

Βαρβαρότητα και ανθρωπιά, φτώχεια και μεγαλείο, ηρωισμός και όνειρο καθορίζουν τη μοίρα ενός μικρού κοριτσιού από κάποιο χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, το οποίο, φτάνοντας στην εφηβεία, κατορθώνει να ξεφύγει από τον κλοιό της ελληνικής επαρχίας των δεκαετιών ’60-’70 και να βρει τη ζωή στην Αθήνα, πλάι στον ποιητή Νίκο Γκάτσο και ανάμεσα σε προσωπικότητες που σηματοδοτούν την πνευματική και πολιτιστική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.

Η συγγραφέας, πενήντα δύο χρόνων σήμερα, προσπαθώντας να ανασυνθέσει την ταυτότητά της µε ποιητικό ρεαλισμό, αυτοαναλύεται χωρίς ίχνος μελοδραματισμού ή σκανδαλοθηρίας σ’ ένα κείμενο γραμμένο µε μιαν ανάσα, για να διαβαστεί επίσης µε μιαν ανάσα, όπου ο πεζός λόγος εναλλάσσεται µε στίχους τραγουδιών, ποιήματα, θεατρικούς μονολόγους και διαλόγους προσώπων υπαρκτών, µη επινοημένων.

«Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο μου που απευθύνεται σε ενήλικες αναγνώστες, οι οποίοι εύκολα θα αντιληφθούν ότι χρησιμοποιώ τη ζωή μου, παρ’ όλες τις τραγικές αντιθέσεις της, ως αφορμή για να μεταφέρω βιωμένες μνήμες καθώς και δανεισμένες, για να καταθέσω μαρτυρίες αλλά και συναισθήματα και για να αποδώσω ατμόσφαιρες χωρίς παραμορφώσεις απ’ τον χρόνο. Το προσωπικό μου όφελος; Ώσπου να κλείσουν οι δύο μήνες της συγγραφής, αισθάνθηκα την ψυχή μου να μαλακώνει, την ανάσα μου να δυναμώνει και να βρίσκω το πολύτιμο σθένος να αντισταθώ, μαζί με όσους αντιστέκονται, σε όλα αυτά που μας κάνουν να πουλάμε τη ζωή και να χρεώνουμε τον θάνατο, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ τι μένει».
Αγαθή Δημητρούκα

Η Αγαθή Δημητρούκα γράφει ή μεταφράζει στίχους, ποιήματα, παραμύθια, αφηγήματα, θεατρικά έργα και άρθρα στην προσπάθειά της να επικοινωνήσει σε μια γλώσσα που τείνει να εξαφανιστεί.

29 Νοε 2010

«Μην παίζεις με τα χώματα»

Το όνομα της Στέλλας Βλαχογιάννη το ξέραμε κατ' αρχήν από τη δημοσιογραφική της θητεία.
Από τις καλογραμμένες, σταράτες μουσικοκριτικές της. Από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της στο Δεύτερο. Τα ποιήματά της ήρθαν λίγο μετά να επιβεβαιώσουν μια ακριβή ευαισθησία, που ήξερε πότε να αυτο-αναχαιτίζεται και δεν καταδεχόταν να αφήσει τη μελαγχολική διάθεση να γίνει δυστυχία. Την κρίσιμη ώρα έμπαινε τελεία ή διέρρεε υπόγειο χιούμορ. Το ίδιο που διασώζει τις θεατρικές της ηρωίδες, όχι από τα μικρά ή μεγάλα τους δράματα, αλλά από την πρόθεση του θεατή να τις λυπηθεί ή να βγει από το «Studio Μαυρομιχάλη» βαρύς κι ασήκωτος.

Αντίθετα, το 60λεπτο έργο «Μην παίζεις με τα χώματα», από κείμενα της Βλαχογιάννη που μετασχηματίστηκαν από τη Σοφία Καραγιάννη σε τρία θεατρικά μονόπρακτα, λειτουργεί σε αντίστιξη με τα δράματα εσωτερικού χώρου που αφηγείται. Μια αδελφή μιλά για τον αδελφό της που, μεγαλώνοντας ορφανός από μάνα και «εσώκλειστος» στις σκέψεις και τα διαβάσματά του, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την πατρική απόρριψη. Μια γυναίκα, έχοντας περάσει τα 50 και μαζί μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, φαντάζεται το μέλλον της δυσοίωνο, αλλά και σοφότερο. Μια κόρη, πελαγωμένη από τη συγκρουσιακή σχέση των γονιών της, αποφασίζει να τους γυρίσει στο χωριό, μήπως τα πατρώα χώματα τους ελαφρύνουν την ψυχή.

Ανθρώπινοι πόνοι αναγνωρίσιμοι, λέγονται ήσυχα, απλά και τρυφερά, με μια θεατρική γλώσσα κοφτή, που σαρκάζει ή θλίβεται κι επιλέγει πότε πότε το χιούμορ, αλλά ποτέ τις μελό μεγαλοστομίες. Η ποπ σκηνοθεσία (Σ. Καραγιάννη - Υρώ Μιχαλακάκου) ακολουθεί με ευφυή αφοσίωση το λόγο. Το ίδιο και η ανάλαφρη, κάπως ρετρό, μουσική (Θ. Καραμουρατίδης). Οπου, δηλαδή, το δράμα απειλεί να επιβάλει το σκοτάδι του, λόγος, σκηνοθεσία και μουσική το ξορκίζουν με φως και ελαφράδα. Επικίνδυνη η ισορροπία για τις τρεις ηθοποιούς Σ. Καραγιάννη, Ειρήνη Μουρελάτου, Θεοδώρα Σιάρκου. Βγαίνουν όλες νικήτριες, αλλά η Σιάρκου κερδίζει το μετάλλιο της σπουδαίας ερμηνείας.

Η παράσταση, αξιοποιώντας αξιοθαύμαστα τους ελάχιστους πόρους που έχουν τέτοιες οφ-Μπρόντγουεϊ ομάδες, παίζεται από πέρυσι, Τρίτη με Πέμπτη στον ίδιο χώρο, αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά: λειτουργεί το «στόμα με στόμα» που, όπως διαπιστώσαμε, παραμένει αλάνθαστη εγγύηση.

(Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ,
από την «Ελευθεροτυπία»)

28 Νοε 2010

Λένα Πλάτωνος: «Άκουσα τον Καβάφη μέσα μου»

Η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί στίχους του μεγάλου ποιητή, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημ. Παπαϊωάννου

Θα διαρκέσει μόλις 45 λεπτά, αλλά η Λένα Πλάτωνος υπόσχεται πως αυτό το ταξίδι στον κόσμο του Κωνσταντίνου Καβάφη θα είναι πλήρες: Θα ξεκινάει με εικόνες από το σήμερα, αλλά θα επιχειρήσει μια αναδρομή στο χθες.
Θα είναι ντυμένο με πολλή μουσική, αλλά η ποίηση θα υπερέχει. Από τη στιγμή που η αγαπημένη συνθέτρια αποφάσισε πως η γοητεία του μεγάλου Αλεξανδρινού είναι ισχυρότερη από τις δυσκολίες της μελοποίησής του, ήταν βέβαιο ότι σύντομα θα ακούγαμε τα τραγούδια της: την Παρασκευή και το Σάββατο παρουσιάζει στο «Παλλάς» 13 μελοποιημένα ποιήματα του Καβάφη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου και με ερμηνευτή τον Γιάννη Παλαμίδα -την ενορχήστρωση έκανε η ίδια με τον Στέργιο Τσιρλιάγκο. Τίτλος «Κ.Κ.».

«Στη συναυλία μας η ζωντανή μουσική συγχρονίζεται με video art. Ζήτησα από τον Παπαϊωάννου να επιμεληθεί την εικόνα της παράστασης, γιατί ήθελα να έχω μαζί μου την ποίησή του», λέει η ίδια. «Επέλεξε να γυρίσει 13 μικρά φιλμ κι εγώ το δέχτηκα με μεγάλη μου χαρά. Να σας πω την αλήθεια με βόλευε καλλιτεχνικά. Το βίντεο αφήνει περισσότερο αναπόσπαστη τη μουσική».
Ποιήματα όπως «Τα παράθυρα», «Η πόλις», «Επιθυμίες», «Τείχη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ντύνονται με μουσικές μελαγχολικές, με ηλεκτρονικούς ήχους, βιολιά και άρπες, αλλά και μοτίβα που παραπέμπουν στο χιπ χοπ. «Η μεγάλη δυσκολία της ποίησης του Καβάφη είναι ότι είναι σαν να μελοποιείς πεζό λόγο» παρατηρεί ο Γ. Παλαμίδας. «Δεν μπορείς να κάνεις αυθαιρεσίες. Είναι δεσμευτικό αυτό, όμως ο λόγος σου δείχνει τον δρόμο που θα ακολουθήσεις».

Η Λ. Πλάτωνος έχει μια γλύκα και μια ειλικρίνεια όταν μιλάει: παθιάζεται όταν θυμάται την Τζάνις Τζόπλιν, τους Τζέθρο Ταλ, όλους εκείνους που καθόρισαν τα νιάτα της. Συγκινείται όταν η δημιουργία τής χτυπάει την πόρτα. Σύντομα θα ετοιμάσει ένα άλμπουμ με αγγλόφωνα τραγούδια. Περιμένει πάντοτε με ενδιαφέρον τους νέους δίσκους καλλιτεχνών όπως του Φοίβου Δεληβοριά ή του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τους οποίους ξεχωρίζει. Και δεν κρύβει τη χαρά της ότι το κοινό δεν την εγκατέλειψε στιγμή όλα αυτά τα χρόνια.

«Με συγκινεί η άμεση επαφή που έχω με τον κόσμο, είτε είμαι στην επικαιρότητα, είτε απέχω. Αυτή η θέρμη με κινητοποιεί. Η υποδοχή στη συναυλία του Ηρωδείου με βοήθησε να πάω παρακάτω. Οι δίσκοι μου δεν παίζονται στο ραδιόφωνο, κυκλοφόρησαν υπογείως κι έφτιαξαν τη δική τους ατμόσφαιρα», λέει η ίδια.

-Οι νέοι γιατί σας ακολουθούν φανατικά;

«Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Η ηλεκτρονική μουσική είναι ένας απίθανος κόσμος με άπειρα -ακόμα- περιθώρια εξέλιξης. Είναι σαν τον βυθό της θάλασσας».

-Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει το κοινό μετά το τέλος της βραδιάς;

«Όσοι δεν γνωρίζουν καλά τον Καβάφη σίγουρα θα έχουν την ευκαιρία για μια βαθύτερη επαφή. Όσοι πάλι τον αγαπούν θα θυμηθούν γιατί».

-Πώς είναι τα βίντεο;

«Κατ' αρχήν ο Κ.Κ. μας βγαίνει ασπρόμαυρος. Έχει μόνο δύο συγκεκριμένα σημεία που βγαίνει χρώμα στη σκηνή σε δύο ειδικά ποιήματα που προτιμώ να μην αποκαλύψω. Μπορώ να σας πω, όμως, ότι την πρώτη φορά που τα είδα δάκρυσα. Ο Παπαϊωάννου καταφέρνει να κινητοποιεί ψυχικά το κοινό, διότι είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που συγκινείται πρώτα ο ίδιος με τη δουλειά του. Το γεγονός ότι δεν τον χάλασε ηθικά και ψυχικά η μεγάλη του δόξα είναι για μένα μέγα κατόρθωμα».
-Κάποτε θεωρούσατε αδύνατη τη μελοποίηση του Καβάφη. Τι συνέβη και αλλάξατε;

«Θεωρούσα ότι αυτός ο ποιητής δεν μελοποιείται. Όμως, ξαφνικά ένα μεσημέρι, πριν από ενάμιση χρόνο, άκουσα το όνομα Καβάφης μέσ' στο κεφάλι μου. Μαζί έφτασε και η επιθυμία να τον μελοποιήσω. Πάντοτε εμπιστεύομαι τέτοιου είδους παρορμήσεις και ξεκίνησα αμέσως. Πήρα αμέσως τον Παλαμίδα και του είπα: "Γιάννη, έχουμε Κ.Κ."».

(Από το «Επτά» της σημερινής «Ελευθεροτυπίας»)

Ανεµώνες...

«Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα “µαµά”, αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµε στο σπίτι, τις έβαζε σ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε ένα παλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ το καλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό…».

Σταμάτης Φασουλής
(ηθοποιός - σκηνοθέτης)

21 Νοε 2010

«Ο Τζον Τζον ζει»

Κυκλοφορεί!

Και αρέσει...

Το νέο cd της Ανδριάνας Μπάμπαλη, με τραγούδια του Στάμου Σέμση σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη...

«Για τον έρωτα...»

Σα σχολική έκθεση… Με θέμα «Φθινόπωρο στα Γιάννενα»…
Κοιτάζει από μακριά τη λίμνη… Το βλέμμα μαγνητίζουν τα πλατάνια τριγύρω της με τα κιτρινισμένα φύλλα τους… Μια εικόνα που θα μπορούσε να αποτυπωθεί στις ρίμες ενός από τους άγνωστους λυρικούς ποιητές -ελάσσονες τους είπαν- του μεσοπολέμου…
Και στη σκέψη του έρχονται οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου για την κυρά της λίμνης:

«Η κυρά Φροσύνη του Αλή - πασά
τα μαλλιά της λύνει κάθε που φυσά.
Κι απ’ της λίμνης βγαίνει τ’ αφανέρωτα
λέει στην οικουμένη για τον έρωτα.

Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, γεια σου αρχόντισσα.
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, δεν σε πρόφτασα…».

17 Νοε 2010

Κ.Κ.

Το Δεκέμβριο στο «Παλλάς»...

14 Νοε 2010

Η Ιωάννα Καρυστιάνη μιλάει για... «Τα σακιά» μας

Η Iωάννα Kαρυστιάνη στο νέο βιβλίο της περιγράφει δύο Νεοέλληνες που κρύβουν τις επιθυμίες και την καθημερινότητά τους

Mια συζήτηση με την Iωάννα Kαρυστιάνη δεν μπορεί παρά να κινείται στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων. Είναι ένας άνθρωπος που πάντα παίρνει θέση, πάντα υπερασπίζεται τη θέση της και πάντα κρίνει, ακόμα και τη δική της «πλευρά». Παρ’ όλα αυτά στα βιβλία της η πολιτική δεν είναι ποτέ άμεσα παρούσα. Προτιμά τους χαμηλόφωνους ήρωες, τους λιγότερο φωτεινούς, εκείνους που δεν επηρεάζουν τις εξελίξεις, υφίστανται όμως τις συνέπειες.

Στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Τα σακιά», παρακολουθούμε μια τοιχογραφία της μικροαστικής Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και μετά. Δύο συνηθισμένοι άνθρωποι, μια μάνα και ο γιος της, κρύβουν τα δικά τους μυστικά, σηκώνουν τα δικά τους βάρη, τα σακιά τους, που όμως ξεπερνούν τα όρια των συνηθισμένων μικροαστών. Μια εκδρομή στους Δελφούς και μια ξενάγηση στα αρχαία ερείπια -αφού η Βιβή, η κεντρική ηρωίδα, «δεν καταφεύγει στην εκκλησία, αλλά στα αρχαία φυλακτά» -, μια ακραία παραβατική συμπεριφορά που αποκαλύπτεται σιγά σιγά, ένα μεγάλο μυστικό, δυο ζωές διαλυμένες. Δίπλα στο κεντρικό στόρι κινούνται πολλοί δεύτεροι χαρακτήρες, μικροαστοί όλοι τους, άλλοι θυμωμένοι, άλλοι έξαλλοι, άλλοι αισιόδοξοι, άλλοι απλώς στον κόσμο τους. Και μέσα από τις ζωές όλων παρακολουθούμε τις μικρές καθημερινότητες ανθρώπων με συμπιεσμένες επιθυμίες και μεγάλα ανεκπλήρωτα.

Το βιβλίο ήταν η αφορμή σ’ αυτή τη συζήτηση, αλλά γρήγορα πήγαμε σε άλλα θέματα. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, χείμαρρος όπως πάντα στον προφορικό λόγο, θυμώνει, συγκινείται, αγωνιά: για τη γλώσσα, για την υποχώρηση του αυθεντικού, για τις πολιτικές εξελίξεις, για την Αριστερά.

– Διαλέγετε να αγγίξετε την κοινωνία του 21ου με δύο ανθρώπινες ζωές που είναι στο περιθώριο, παρ’ ότι είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Γιατί επιλέξατε τόσο πονεμένους ήρωες;

– Aισθανόμουν, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι ήμασταν όλοι στριμωγμένοι σε μια αίθουσα ενθρόνισης των διαφόρων «λαμπερών» και τράπηκα σε φυγή και πήγα στους θεοσκότεινους ήρωες. Tο δεύτερο -γιατί αυτή είναι η φτιαξιά μου κι αυτή είναι η οδός που πλησιάζω λογοτεχνικά τη ζωή και τους ανθρώπους- επειδή πάντα μ’ αρέσει να ακολουθώ τη μοίρα των ανθρώπων που δεν είναι οι οδηγοί της κοινωνίας, δεν είναι οι άνθρωποι με τις ενδεδειγμένες αρετές ή οι επιτυχημένοι, αλλά είναι οι αποκάτω και σε κάποιες περιπτώσεις στο περιθώριο, στράφηκα προς αυτούς. Δηλαδή με άδραξε το δράμα των μη υποδειγματικών. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω, αν και πολλές φορές ένιωθα ότι μπορεί και να μην το αντέχω όσο το έγραφα...

– Πώς σχολιάζετε την κυριαρχία του lifestyle στη ζωή μας;

– Θα παρατήρησες ότι είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα που δεν εκτυλίσσεται στην επαρχία. Kι αναρωτήθηκα κι εγώ. Eπειδή ταξιδεύω πολύ στην επαρχία ένιωσα ότι, τα τελευταία χρόνια, σαν να μη θέλει να είναι επαρχία. Ότι μπολιάστηκε τόσο πολύ και θαμπώθηκε και ξελογιάστηκε από τις πρωτευουσιάνικες φωταψίες, που απαρνήθηκε τα προνομιακά της υπάρχοντα: τον σπιτικό κήπο, την τοπική αρχιτεκτονική, αυτή τη μικροκλίμακα που είναι πολύ πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Tώρα πια σε όλες τις πλατείες των επαρχιακών πόλεων υπάρχουν καταστήματα των ίδιων αλυσίδων κινητής τηλεφωνίας ή ταχυφαγίας... Kαι όπου υπάρχει μια ωραία παραλία ή τοπικές αρχαιότητες, όλα αυτά οι ντόπιοι δεν τα δουλεύουν μέσα τους για συγκρότηση και συνείδηση εαυτού και τόπου, αλλά τα θέλουν ως δόλωμα, πονηρά, για τουριστικό συνάλλαγμα. Aισθάνομαι ότι όλη αυτή η αλλαγή είναι ένα τεράστιο λάθος, για το οποίο υπεύθυνη είναι η εκπαίδευση, που αντί να είναι ένα δεύτερο σπίτι, είναι ένα δεύτερο απωθητικό σπίτι. Tα παιδιά πρέπει να βοηθηθούν για να αποκτήσουν μια αυτοπεποίθηση και μια στοιχειώδη περηφάνια. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Mε μια ουσιαστική γνώση εαυτού, που προκύπτει από τη γνώση του τόπου που βρίσκονται. Δηλαδή να διδάσκεσαι τοπική ιστορία και τοπική κουλτούρα. Bρεθήκαμε πρόσφατα με τη Mάρω Δούκα στην Ήπειρο. E, δεν μπορείς να είσαι στην Ήπειρο και να μην έχεις διαβάσει μια σελίδα του Xατζή ή του Γκουρογιάννη... Tο τελευταίο βιβλίο της Mάρως Δούκα θα έπρεπε να παίξει ρόλο στην εκπαίδευση.

– Oι βασικοί σου ήρωες είναι πολύ θυμωμένοι. Kάποιοι άλλοι, περιφερειακοί, είναι στον κόσμο τους. Eίναι έτσι μοιρασμένος ο κόσμος μας; Kάποιοι ζουν μέσα στην ελαφρότητα και κάποιοι άλλοι κουβαλάνε τα σακιά;

– Nομίζω ότι όλοι κουβαλούν σακιά. Oι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους, σε εποχές γενικευμένης ματαίωσης, λίγο να ξεφεύγουν. Oι συγκεκριμένοι ήρωες όμως δεν είναι μόνο θυμωμένοι. Eίναι και πάρα πολύ πληγωμένοι και ξέρουν ότι έχουν πληγώσει. Oπότε, μόνοι τους αυτοπεριθωριοποιούνται. Δεν διεκδικούν τίποτε άλλο παρά δικαίωμα στη συντριβή, δικαίωμα έλλογο στη δυστυχία τους και μια γωνιά να υπάρχουν.

– Aυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, στο βιβλίο, καταφεύγουν στην ειρωνεία, την αυτοειρωνεία και στον κυνισμό. Eίναι ο δικός σας τρόπος να αντιμετωπίζετε τις δυσκολίες;

– Ποιος μπορεί να γλιτώσει, όταν η γλώσσα ολόκληρη γίνεται αδιάψευστος μάρτυρας του τι πραγματικά συμβαίνει σε μια κοινωνία; Aισθάνομαι ότι η γλώσσα και του βλέμματος, και του στόματος, και του σώματος μπορεί να είναι βάλσαμο, μπορεί να είναι και χατζάρι. H δημόσια γλώσσα, που τα τελευταία χρόνια έχει φορτωθεί μ’ έναν παροξυσμικό πολιτικό λόγο, με γκρίζα διαφήμιση, με δηλητηριώδη σχόλια, με την ελεεινή έκφραση του λαϊκισμού και της εξυπνακίστικης ατάκας, έχει μεταφερθεί παντού. Kαταργήσαμε τον γλυκό λόγο, καταργήσαμε τα νανουρίσματα, καταργήσαμε τη θέρμη και τη γλύκα που έχουν εκφράσεις όπως «ώρα σου καλή», «καλή σου στράτα», «να έχεις την ευχή μου»..., και πλέον έχουμε αφεθεί σε μια γλώσσα που έχει ως αποτέλεσμα να μένει ο καθένας πάρα πολύ μόνος του. Οδηγείται σ’ ένα συναίσθημα ανεστιότητας και απέραντης μοναχικότητας. Δίνω πολύ μεγάλο βάρος στη γλώσσα. Πιστεύω ότι μπορεί να είναι ασπίδα και σύμμαχος και αισθάνομαι ότι αφεθήκαμε.

– Πώς ακριβώς αφεθήκαμε;

– Yπήρξαν τα τελευταία χρόνια πολλά σημάδια, που δεν τα προσέξαμε όσο έπρεπε. H οικονομία, στην προσπάθειά της να σαρώσει στο διάβα της οποιοδήποτε εμπόδιο, είχε συνειδητή στρατηγική για την αλλοίωση των εννοιών και την απορφάνιση κάποιων λέξεων. Φτάσαμε να εκτοξεύσουμε τις αγορές τόσο ψηλά, που συνεννοούμαστε με εκφράσεις όπως «ο τάδε κεφαλαιοποίησε τις κοινωνικές αντιδράσεις», «ο άλλος επενδύει στις δημόσιες σχέσεις», μέχρι και οι ψυχίατροι μιλούν για έλλειμμα αγάπης και διαχείριση πένθους. Mπήκε η οικονομία και άλωσε το σύμπαν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η απατεωνιά ονομάστηκε διαπλοκή, η κλοπή ονομάστηκε αδιαφάνεια, και το τελευταίο διάστημα ο κόσμος βομβαρδίστηκε με άγνωστες λέξεις, αμετάφραστες. Kαι άντε να καταλάβει τι είναι τα spread, το fast track κ.λπ. Ένας κόσμος που παρακολουθεί έντρομος πράγματα που κάποιοι θέλουν να μην μπορεί να καταλάβει. Zούμε σε μια εποχή γενικών αποκαλυπτηρίων. Tο πιστεύω αυτό. O κόσμος δεν είναι απλώς πονηρεμένος, έχει πλέον καταλάβει πολλά. Kαι τα αποκαλυπτήρια δεν είναι η ανεπάρκεια ή η αθλιότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Yπήρξαν αποκαλυπτήρια του πόσο ασταθής και μη αποτελεσματική είναι η Eυρωπαϊκή Eνωση, τι είναι η Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα, το Διεθνές Nομισματικό Tαμείο, το G8 και το G20, ο OHE... O κόσμος έχει καταλάβει ότι όλοι αυτοί οι θεσμοί λειτούργησαν για εξυπηρέτηση κάποιων ισχυρών συμφερόντων. Kι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Eλλάδα. Παντού είναι σαν να έχουν χάσει έναν μπούσουλα οι άνθρωποι. Kαι μέσα στο μυθιστόρημα διαπίστωσα ότι εγώ η ίδια είχα παγιδευτεί σε μια γλώσσα δυσαρέσκειας, τόσο που ήθελα να παρατήσω το μυθιστόρημα... Aυτή η γλώσσα πιστεύω ότι είναι μάρτυρας της εποχής μας.

– Aυτόν τον λαϊκισμό και την ατάκα τα εντοπίζετε και στον δημόσιο λόγο της Aριστεράς;

– Zούμε εποχές που παίζονται οι τύχες των ανθρώπων, οι τύχες της χώρας και οι τύχες της οικουμένης. Συμβαίνουν τις μέρες και τις νύχτες, απανωτά γεγονότα, ραγδαία. Bλέπουμε να καθοδηγούμαστε σε μια εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους, σ’ έναν νέο τρόπο εργασιακών σχέσεων με τις ατομικές συμβάσεις, στην καταλήστευση των πόρων της φύσης και βεβαίως στη σταδιακή και όλο και πιο γρήγορη έκπτωση των ατομικών ελευθεριών. Eάν μας είναι πια φανερό –σε μένα τουλάχιστον είναι, άργησα αλλά το κατάλαβα– ότι υπάρχει ένας μυστικός συνδυασμός, ένας κωδικός χρηματοκιβωτίου της εξουσίας, που τον έχουν κλέψει οι τράπεζες, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί που ακολουθούν και μαζί με τους μπράβους τους στους θεσμούς, κι αυτός ο μυστικός συνδυασμός της εξουσίας ουσιαστικά λειτουργεί υπέρ κάποιων μεγάλων συμφερόντων, στον κόσμο, στους αποκάτω, λείπει αυτός ο κωδικός κι εκεί είναι το τεράστιο έλλειμμα της Aριστεράς.

– Δηλαδή;

– Aισθάνομαι ότι αυτόν τον κωδικό μπορούμε να τον σπάσουμε με μία προϋπόθεση σαφούς στόχου για το παρόν και το άμεσο μέλλον και με προϋπόθεση συντονισμού και ενότητας στη δράση. Kι αυτό δεν φαίνεται από πουθενά. H Aριστερά, δυστυχώς, και στον τόπο μας αφέθηκε, διολίσθησε κι αυτή στις λαϊκίστικες ατάκες και σε μια ιδεολογική νωχέλεια, που κατά κάποιον τρόπο την καθιστά σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη, γιατί μπορεί να μη διαχειρίστηκε κυβερνητική εξουσία, αλλά δεν επισήμανε εγκαίρως διάφορα πράγματα για να μην οδηγηθούμε εδώ όπου είμαστε.

«Eμείς οι καλλιτέχνες τι καλούμαστε να κάνουμε; Όχι να γράφουμε ποιήματα για τον στασιμοπληθωρισμό, διηγήματα για το fast track και θεατρικά έργα για τον Πάγκαλο...
O καθένας πλησιάζει και μιλάει για την εποχή του με τον δικό του τρόπο και από χίλιους δρόμους. Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα δεν είναι καθοδηγητής, δεν είναι ευαγγέλιο, δεν είναι μανιφέστο, δεν είναι διάγγελμα, δεν είναι ιατρική συνταγή.
Eίναι μια συνομιλία με την εποχή, με πάρα πολλούς τρόπους. Δεν σώζει, αλλά αρκεί να πιάνει τόπο και στην καρδιά και στο μυαλό. Όχι στο ένα από τα δύο. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες έχουν να πουν πολλά και μπορώ ν’ αναφέρω πολλούς: τη Δούκα, τον Nόλλα, τον Kουμανταρέα, τη Γαλανάκη, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Mακριδάκη, τον Oικονόμου...

Tα τελευταία είκοσι χρόνια στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν τα θέματα του μετανάστη, του ξένου, της αυτοακύρωσης.
Aυτοί που θέλουν να ξαμολήσουμε κι εμείς μια ατάκα για να ξεμπερδεύουμε, δεν κάνουν τον κόπο να διαβάσουν, γιατί όλη η τέχνη είναι υποβαθμισμένη. Mας θέλουν γλάστρες. Tι να κάνουμε; Tο κόμμα των ποιητών; Δεν γίνεται.
Εμένα οι ποιητές –Pίτσος, Aναγνωστάκης, Λειβαδίτης– κράτησαν μέσα μου ψηλά τις ιδέες της Aριστεράς πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε απόφαση και οποιαδήποτε κινητοποίηση. Τα διάφορα κομμάτια της Αριστεράς μάς θέλουν χωρίς κρίση. Ζητούν από μας σήμερα να τους δοξάζουμε άκριτα, να συμπαραστεκόμαστε άκριτα, σαν να είναι ακόμα στο παρά πέντε της εκτέλεσης. H Aριστερά, όμως, σήμερα παίρνει κρατική επιχορήγηση, έχει τους βουλευτές στη Bουλή, τους συνδικαλιστές στα παράθυρα, μπορεί να κάνει τις διαδηλώσεις της, και σε μας δεν επιτρέπει να διατυπώσουμε, να δούμε μ’ έναν άλλο τρόπο, κάπως, και τα δικά της πεπραγμένα. Aκόμα κι όταν το κάνουμε με αληθινό σπαραγμό και λυγμό μέσα μας», καταλήγει η Ιωάννα Καρυστιάνη με θυμωμένη συγκίνηση

(Συνέντευξη στην Καθημερινή & στην Όλγα Σελλα)

5 Νοε 2010

«Μην παίζεις με τα χώματα»

Ταυτότητα
Τι: Μην παίζεις με τα χώματα Πού: Studio Μαυρομιχάλη Συγγραφέας: Στέλλα Βλαχογιάννη Σκηνοθέτης: Σοφία Καραγιάννη - Υρώ Μιχαλακάκου Ηθοποιοί: Ειρήνη Μουρελάτου, Θεοδώρα Σιάρκου, Σοφία Καραγιάννη Συντελεστές: Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Νίκος Τσιάμης, Κοστούμια: Αγγελική Καραμούτσου, Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Παπαδόπουλος Γιατί να πας: Γιατί είναι ευφυές, άμεσο, ειλικρινές, αστείο, συγκινητικό και πάνω απ’ όλα… ζωντανό! Η απώλεια γίνεται κινητήριος δύναμη για τις τρεις πρωταγωνίστριες του έργου, και τις οδηγεί σε ένα ταξίδι μνήμης. Ανασύρουν από το παρελθόν τις παιδικές και νεανικές τους εικόνες και ενώ τις κοιτάζουν βλέπουν το… παρόν τους! Μέχρι Πότε: 13 Ιανουαρίου 2011 Τι ώρα: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη 21:15. Διάλειμμα: Όχι Εισιτήρια: 12 ευρώ

Μάθε πριν πας
Μιλάει για:
Tην ανάγκη αποδοχής του «πένθους», μέσα από τις προσωπικές ιστορίες τριών γυναικών που η καθεμία έρχεται αντιμέτωπη με μια απώλεια.
Φράση - Κλειδί: -«Τι θα γίνεις εσύ, παιδί μου, όταν μεγαλώσεις, φόνισσα»; -«Όχι, μαμά, ξένη».
Το story: Το «Μην παίζεις με τα χώματα» είναι η περιπλάνηση της ανθρώπινης αγωνιάς στο χρόνο. Είναι ένα δρομολόγιο με επιβάτες τρεις γυναίκες που διανύουν πολλά χιλιόμετρα μνήμης. Περνάνε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, από την εφηβεία στη νεότητα, από τη νεότητα στην ωριμότητα. Σε κάθε στάση αυτού του λεωφορείου ο θεατής βλέπει από τα τζάμια του ό, τι προλαβαίνει από τα σπαράγματα αυτών των γυναικών, μόνο που στο τέλος, αυτά τα τζαμιά καταλήγουν να είναι ο καθρέφτης του ίδιου μας του εαυτού. Επιβάτες αυτού του παράξενου λεωφορείου είναι μια κλοσάρ που θέλει πίσω τις ηλικίες της, μια γυναίκα που θάβει μαζί με τον αυτόχειρα αδερφό της και αλλά «οικογενειακά μέλη» και τέλος μια γυναίκα που βιάζεται να εκτελέσει μιαν επιβεβλημένη αποστολή.
Βιογραφία του έργου: Το έργο ανέβηκε, για λίγες παραστάσεις, στις 10 Μαρτίου 2010 στο θέατρο Βασιλάκου. Το κείμενο της παράστασης διαμορφώθηκε στη διάρκεια των προβών. Πιο συγκεκριμένα αποτελείται από τα μονόπρακτα «Ιδού Εγώ», «Αίμα», «Το Ταξίδι» καθώς και αποσπάσματα ραδιοφωνικού λόγου από το «Ιατρείον Ασμάτων» της Στέλλας Βλαχογιάννη.
Παρασκήνιο: Κάποια από τα κείμενα υπήρχαν στα συρτάρια της συγγραφέως και κάποια έγραψε ειδικά για την παράσταση.
Άποψη Συγγραφέα/ων:
Στέλλα Βλαχογιάννη: «Αγαπητό Spirto, Επίτρεψέ μου να σου πω την αλήθεια και να προφυλάξω τη φήμη και την αξιοπιστία του σάιτ. Είναι όλα ψέματα. Οι κυρίες της παράστασης “Μην παίζεις με τα χώματα” χρησιμοποίησαν το όνομά μου για να δώσουν διεθνές κύρος στις φαντασιώσεις τους. Ποιο έργο; Ποια παράσταση; Ποιες ηθοποιοί; Τίποτα δεν υπάρχει, όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Πολύ θα ήθελαν να συμβαίνει αυτό που ισχυρίζονται αλλά…. ΔΕΝ συμβαίνει. Όσο για το περίφημο “Μην παίζεις με τα χώματα” που κυκλοφορεί τις τελευταίες μέρες στην τερατούπολή μας, δεν είναι παρά ο συντονισμένος ψίθυρος των γονιών μας -ζωντανών τε και τεθνεώτων- όταν γυρνάγαμε από το παιχνίδι μες στη λάσπη και τα αίματα. Αέρας δηλαδή. Άυλα πράματα. Για να καταλάβετε: Είναι σαν πέντε γυναίκες, μία στα Πετράλωνα, μία στον Γέρακα, μία στο κέντρο, μία στην Ηλιούπολη και μία στο Φάληρο να κοιμήθηκαν ένα βράδυ και να είδαν το ΙΔΙΟ όνειρο. Πως φτιάξανε, λέει, μια παράσταση, η μια έκανε τη συγγραφέα, οι άλλες τις ηθοποιούς, και πήγαινε κόσμος και τις έβλεπε κι έφευγε κλαίγοντας. Να μην τρώω τον πολύτιμο χώρο σας άλλο. Αν έβγαιναν τα όνειρα δεν θα ξυπνούσαμε κάθε πρωί ΧΩΡΙΣ να τινάζουμε από πάνω μας τα χώματα και δεν θα βγαίναμε σ’ έναν κόσμο πιο φιλικό ως προς τους χρήστες του; Έεεετσι!».

(Από «tospirto»)

«Η καχυποψία ενός άλλοθι»

Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ μας παρουσιάζει μια σειρά από ποιήματα χωρίς ηλικία, συνοδευόμενα από σκίτσα της Παναγιώτας Τσιμπαλίδη. Αποστάγματα νύχτας και ημέρας, ζωή καταχρασμένη σαν ελπίδα, έρωτες που δεν χώρεσαν στις λέξεις, θεωρίες που έμειναν θεωρίες, ρολόγια που δεν πρόλαβαν, απολογίες και τοκισμένα ψυχικά χρέη, τραγούδια που κι έγιναν ασπίδα και συνείδηση. Τριάντα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και εννέα έμμετρα, δοσμένα με την καχυποψία μιας πένας που δικάζει τα ίδια της τα άλλοθι.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τετράγωνο».

«Τα σακιά»

Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας.

Το καινούργιο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, με τίτλο «Τα σακιά», κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη»...

24 Οκτ 2010

Ο Γιάννης Δαλιανίδης έμεινε πάντα παιδί

Αγάπησε τη ζωή και τον κινηματογράφο με μια καριέρα που έφτασε τις 70 ταινίες και περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές

Του Παναγιώτη Παναγόπουλου,
από την «Καθημερινή»...

Όταν έλεγαν στον Γιάννη Δαλιανίδη να συναντηθεί με ανθρώπους του κινηματογράφου της γενιάς του, έλεγε: «Αφήστε με ήσυχο. Τι να πάω να κάνω με τους γέρους;». Κι ας ήταν και μικρότεροι σε ηλικία από εκείνον. Ο Δαλιανίδης, που άφησε την τελευταία του πνοή το περασμένο Σάββατο ενώ κοιμόταν, στα 87 του χρόνια, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τη νεότητα. 'Ηταν σαφώς μέχρι και την τελευταία στιγμή προοδευτικός, γνώριζε πάρα πολύ καλά τι συνέβαινε στις εξελίξεις της τέχνης και βρισκόταν κοντά στους νέους του κινηματογράφου, παρατηρώντας, ξεχωρίζοντάς τους και δίνοντάς τους συμβουλές.

Το 1966 είχε γράψει τους στίχους για το τραγούδι που ακουγόταν στο «Ραντεβού στον αέρα», το «Μένουμε πάντα παιδιά», ένα τραγούδι που τον ακολουθούσε σε όλη του τη ζωή. «Πάντα με τραγούδι η ζωή μας ξεκινά / Διώξε κάθε λύπη και το κέφι αρχινά / Όσο έχουμε τα νιάτα, νιάτα, νιάτα / Μ' ένα εύθυμο τραγούδι, μένουμε πάντα παιδιά». Τα νιάτα μπορεί να πέρασαν σε ό, τι αφορά την ηλικία, όμως ο Δαλιανίδης διατήρησε την παιδικότητα, τον ενθουσιασμό και την ενέργεια που είχε σε μια καριέρα που έφτασε τις σχεδόν 70 ταινίες και τις περισσότερες από δέκα τηλεοπτικές σειρές.

Θεσσαλονίκη
Κάθε Νοέμβριο, μέχρι και την τελευταία χρονιά, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν εκεί. Παρακολουθούσε ανελλιπώς όλες τις νέες ελληνικές ταινίες και είχε πάντα ένα εύστοχο σχόλιο να κάνει. Το ότι είχε γυρίσει την τελευταία του ταινία το 1987 (τα «Ισόβια») δεν τον είχε απομακρύνει στο ελάχιστο από τον κινηματογράφο και τους ανθρώπους του και οι νέοι άνθρωποι με ταλέντο πάντα τραβούσαν την προσοχή του. Στο τραπέζι, αργά μετά την τελευταία προβολή, θυμόταν με απόλυτη διαύγεια ιστορίες από τα γυρίσματα και όταν όλοι κατάκοποι ήθελαν να γυρίσουν στο ξενοδοχείο για να κοιμηθούν, εκείνος έλεγε «θα μείνω λίγο ακόμη για ένα ποτό. Δεν μπορώ να κάθομαι στο σπίτι».

Από το 1958, που έγραψε το πρώτο του σενάριο, το «Τρελοκόριτσο» και το 1959, που σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία, τη «Μουσίτσα», ο Γιάννης Δαλιανίδης δεν σταμάτησε ποτέ να ζει για τον κινηματογράφο και να δημιουργεί ταινίες κάθε είδους, από κωμωδίες μέχρι μιούζικαλ, δράματα και αστυνομικές περιπέτειες. Οι ταινίες του βρίσκονταν πάντα στις πρώτες θέσεις των εισπράξεων και μερικές απ' αυτές ήταν από τις ελάχιστες ελληνικές ταινίες εκείνης της περιόδου που ταξίδεψαν στο εξωτερικό και προβλήθηκαν με επιτυχία. Τα «Κορίτσια για φίλημα» έφτασαν στην Ισπανία ως «Muchachas carinosas», η «Στεφανία» προβλήθηκε στη Γαλλία ως «Stephania, fille perdue», ο «Εγωισμός» έφτασε στις πρώτες θέσεις του μεξικανικού box office ως «La Corrupcion» και «Οι θαλασσιές οι χάντρες» έκαναν διεθνή καριέρα ως «Les perles grecques».

O Γιάννης Δαλιανίδης μαζί με τον Φίνο ήταν οι άνθρωποι που καθόρισαν τη μορφή του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου και στήριξαν τη δημιουργία σταρ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, η Ζωή Λάσκαρη, η Μάρθα Καραγιάννη, ο Κώστας Βουτσάς. Σήμερα πια και αφού έχουν περάσει δεκαετίες, ο Δαλιανίδης είναι απόλυτα δικαιωμένος, καθώς οι ταινίες του πέρασαν με απόλυτη επιτυχία τη δοκιμασία της αντοχής στον χρόνο. Ισως να μην ήταν ο καλύτερος σκηνοθέτης στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, όμως οι ταινίες του χαρακτηρίζονταν από την αγάπη του ίδιου για το σινεμά και την επιθυμία του να φτιάξει ταινίες που το κοινό θα θέλει να δει. «Εγώ είχα το κοινό με το μέρος μου», είχε πει μιλώντας στο βιβλίο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη «Στο τέλος μιλάει το πανί». «Αυτό δεν σημαίνει πως έκανα πάντα αριστουργήματα. Εκανα και ταινίες που σήμερα βλέπω πως έχουν προβλήματα. Ταινίες που τώρα θα γύριζα διαφορετικά. Πολλά, επίσης, σενάρια είχαν λάθη. Δούλεψα με όλη μου την ψυχή και ανάλογα με τα μέσα που μου δόθηκαν, ξόδεψα όλες μου τις δυνατότητες για να κάνω καλή δουλειά».

Διαφωνίες
Και το έκανε με πάθος, όρεξη και πείσμα. Και πάλι μαζί με τον Φίνο, ήταν οι δύο άνθρωποι που οραματίστηκαν μια ελληνική κινηματογραφική παραγωγή που να θυμίζει το χολιγουντιανό σύστημα, όσο ήταν αυτό εφικτό με τα μέσα που υπήρχαν. Η συνεργασία τους, ωστόσο, δεν ήταν πάντα ανέφελη. Ισχυρογνώμονες και οι δύο, βρέθηκαν συχνά σε διαφωνία. «Το πρώτο διάστημα», είχε πει ο Δαλιανίδης στην ίδια συνέντευξη, «επέμενα στις απόψεις μου και θα έλεγε κανείς πως ήμουν πολύ βεντέτα. Έβλεπα τα πράγματα με ένα συγκεκριμένο τρόπο και ήθελα έτσι να γίνουν. Πίστευα ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και να κυριαρχεί σε μια δουλειά. Εστω κι αν ήσουν στη Φίνος Φιλμ». Στα γυρίσματα του «Κατήφορου» υπήρχε μια τέτοια διαφωνία. «Είχα κάνει ένα υποκειμενικό πλάνο του μπουκαλιού που γύριζε. Δεν μπορώ να πω ότι επρόκειτο για κάτι καινούργιο ή επαναστατικό. Του Φίνου δεν του άρεσε αυτό το πλάνο. Μέσα στην αίθουσα είχε πει «αυτόν τον πονόματο δεν θα τον βάλουμε». Του απάντησα: «Κύριε Φίνο, θα το δείτε μονταρισμένο, θα δείτε το πλάνο στη θέση του και αν δεν είναι καλό, τότε θα το συζητήσουμε». Δεν χρειάστηκε να το συζητήσουμε».

Με τον ίδιο τρόπο, ο Δαλιανίδης κατάφερε να επιβάλει τη Ρένα Βλαχοπούλου, την οποία δεν ήθελε καθόλου ο Φίνος γιατί την θεωρούσε αντιεμπορική. Όμως, ο Δαλιανίδης την χρειαζόταν για τα μιούζικαλ, τις μουσικές κωμωδίες, όπως εκείνος προτιμούσε να τα χαρακτηρίζει και οι οποίες χαρακτήρισαν τη φιλμογραφία του. Για το «Μερικοί το προτιμούν κρύο», το πρώτο του μιούζικαλ, είχε πει: «Φοβόμουν τα μουσικά μέρη. Αυτός ο φόβος μού δημιουργήθηκε όταν παιζόταν το «Γουέστ Σάιντ Στόρι». Ήταν σπουδαίο έργο και το είχα δει 10 - 15 φορές. Είδα, λοιπόν, πως κάθε φορά που άρχιζε ένα τραγούδι, το κοινό έβγαινε και κάπνιζε. Είπα ας κάνω το πείραμά μου να δω πόσο περνάει, να δω πόσο μπορώ να συνδέσω τη μουσική με το θέαμα και την κωμωδία. Πάνω απ' όλα, δεν θέλησα να κάνω κωμωδία που θα ήταν έξω από τα ελληνικά πράγματα. Το θέμα μου ήταν τελείως ελληνικό. Κανένας δεν παντρεύεται αν δεν παντρευτεί προηγουμένως η μεγάλη αδελφή. Εκεί στήριξα τον μύθο. Και πέτυχε. Δεν ξέρω αν ήταν εύκολο. Για μένα ήταν μεθύσι. Τι θα πει εύκολο ή δύσκολο;».

Οι είκοσι σημαντικότερες ταινίες του:
- Η μουσίτσα (1959).
- Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος (1960).
- Ο Κατήφορος (1961).
- Νόμος 4000 (1962).
- Μερικοί το προτιμούν κρύο (1962).
- Οι κληρονόμοι (1964).
- Η χαρτοπαίχτρα (1964).
- Εγωισμός (1964).
- Κορίτσια για φίλημα (1965).
- Ραντεβού στον αέρα (1966).
- Οι θαλασσιές οι χάντρες (1966).
- Στεφανία (1966).
- Δάκρυα για την Ηλέκτρα (1966).
- Νύχτα γάμου (1967).
- Γοργόνες και μάγκες (1968).
- Ξύπνα Βασίλη (1969).
- Όταν η πόλη πεθαίνει (1969).
- Η Παριζιάνα (1969).
- Αυτοί που μίλησαν με τον θάνατο (1970).
- Μια Ελληνίδα στο χαρέμι (1971).

23 Οκτ 2010

«Σαν άνοιξα τα μάτια μου...»

«Γεννήθηκα στην Ξάνθη μια Τρίτη δέκα το βράδυ, την 23η Οκτωβρίου του 1925, τότε που έγινε η ποτοαπαγόρευση και οι γονείς μου σαν τρελοί χόρευαν τσάρλεστον στους δημόσιους χορούς και στις πλατείες της πολιτείας. Σαν άνοιξα τα μάτια μου, είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου. Το ίδιο συνέχισα κι αργότερα ν’ απορώ, όταν με περίμεναν κάπου να φανώ. Προσπάθησα όλον τον καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδερφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δυο.
Έτσι μετακομίσαμε στην Αθήνα το ’32 και δεν στάθηκε δυνατό να λησμονήσω την αποτυχία μου. Άρχισα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του Βυζαντίου, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες -πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ό,τι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και τη προσωπική μου ευαισθησία. Γι’ αυτό κι από νωρίς, μετά τον πόλεμο ακριβώς, σταμάτησα όλα τα μαθήματα της μουσικής. Γύρισα τον κόσμο και ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να μιλούν απαραιτήτως τα Ελληνικά -γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γίνονταν οδυνηρή κι εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο. Το 1972 επέστρεψα σχεδόν οριστικά στον τόπο και ίδρυσα καφενείο που το ονομάσαμε “Πολύτροπο”, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74 όπου και το ‘κλεισα μια κι άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ “λαχεία στον ουρανό” και προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».

Μάνος Χατζιδάκις

20 Οκτ 2010

Δεν...

«Aν με ρωτάγατε τι χρειαζόμουν, δεν θα μπορούσα να απαντήσω. Πόθοι χωρίς αντικείμενο, θλίψη χωρίς άμεση αιτία.
Ή, μάλλον, υπήρχαν τόσοι στόχοι και τόσες αιτίες που δεν θα 'ξερα να κατονομάσω καμιά».

(G. Flaubert)

17 Οκτ 2010

Γιάννης Δαλιανίδης

«Οι εγγράμματοι μιλούσαν με θαυμασμό για τις ταινίες μου, και τις διαχωρίζανε από τις φτηνές παραγωγές και τα λαϊκά μελό. Ουδέποτε έπεσε στην αντίληψή μου ότι ένα μέρος της κοινωνίας ήταν επιφυλακτικό απέναντί μου. Οι ίδιοι άνθρωποι που έτρεχαν στις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, έμπαιναν μετά στις αίθουσες για να ξεδώσουν. Ό,τι δηλαδή συνέβαινε και με το θέατρο επί Κατοχής. Σας θυμίζω ότι ακόμα και για τον κινηματογράφο των δημιουργών ακούγονταν απαξιωτικά σχόλια από τον κόσμο της κουλτούρας. Αλλά δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Δεν μπορούν να μας αγαπάνε όλοι. Εγώ ήθελα πάντα ν' απευθύνομαι στους πολλούς. Κι οι ιστορίες μου δεν ήταν τυχαίες, ήταν όλες αντλημένες από τα βιώματά μου. Το έναυσμα, φέρ’ ειπείν, για τον "Νόμο 4000", που θεωρώ μια από τις καλύτερές μου, ήταν η δημόσια διαπόμπευση ενός νέου που με είχε συνταράξει...».

H επιστροφή…

Δεν είναι εύκολη υπόθεση η επιστροφή… Θέλει να υπερβείς τα έσω εμπόδια, πραγματικά ή τεχνητά, «να πεις όχι σε τόσα μπορεί» και να περπατήσεις το δρόμο που θα σε φέρει ξανά σ’ αυτά που άφησες ή σε άφησαν, ποιος ξέρει…

5 Οκτ 2010

Νατάσσα Μποφίλιου live

Η Νατάσσα Μποφίλιου live στον πολυχώρο «Αγορά», στα Ιωάννινα...

Το ερχόμενο Σάββατο 9 Οκτωβρίου...

Οι πόρτες ανοίγουν στις 21:30
Τιμή εισόδου: 12€
Πληροφορίες στο τηλ: 2651 0 79855

30 Σεπ 2010

Το «μ»...

Σαν ερώτηση μικρού παιδιού...

Ποιος... έκλεψε το «μ» απ' τον Οκτώβρη;

29 Σεπ 2010

Έρχεται...

Ο Καβάφης της Λένας Πλάτωνος...

http://www.youtube.com/watch?v=EJZaWNweDGI

Η Νατάσσα Μποφίλιου στα Γιάννενα

Στις 9 Οκτωβρίου, στην «Αγορά»...

Επιτέλους!

20 Σεπ 2010

Όλα...

Μετά το καλοκαίρι, που -ευτυχώς πέρασε γρήγορα- ένιωθε πως όλα ήθελαν ξανακοίταγμα, ξαναμέτρημα, τακτοποίηση... Όσο χώρο κι αν έπιαναν εντός του, μ’ όση αξία κι αν ήταν φορτωμένα, όση αλήθεια κι αν κουβαλούσαν, όσο ψέμα κι αν έκρυβαν…

17 Σεπ 2010

Το ρολόι...

Ωραία συζήτηση, «διάφανη», όπως τα ποτήρια με το νερό που συνόδευσαν τον καφέ τους χτες το απόγευμα στο «Διεθνές»… Σε μια γωνιά ανάμερη, ξεκομμένη λες απ’ το θόρυβο του κέντρου της πόλης… Το ρολόι έκανε τους κύκλους του κι οι σχέσεις των ανθρώπων ήρθαν και πάλι στην κουβέντα… Με επουλωμένα τα τραύματα, αυτή τη φορά…

11 Σεπ 2010

Οι ομπρέλες…

Βροχή σήμερα…
Η πρώτη του φθινοπώρου...
Άνοιξαν ξανά οι ομπρέλες…
Για να σκεπάσουν μοναξιές…
Ή αγκαλιές…

29 Αυγ 2010

Όπως όπως...

Ερεθίσματα…
«Ενθύμια» που το καλοκαίρι αφήνει ακουμπισμένα όπως όπως στης καρδιάς την εταζέρα…
Ανθρώπων έργα, πες… Και πράξεις… Και επιθυμίες… Και ταξίδια… Που δεν έγιναν…
Το καθένα και μια ξεχωριστή ιστορία…
Που ζητάει να αποτυπωθεί…
Θέλει χειμώνα τούτο το αγώνισμα, μονολόγησε και βγήκε να ποτίσει το βασιλικό στο μπαλκόνι…

«Αντί φωτογραφίας»

Νησιώτισσα σε ακραία στάση.
Ακίνητη
σαν ξυλόγλυπτη γοργόνα στην πλώρη
του απογεύματος.
Μόνο τα μαλλιά της κυμάτιζαν
κάτασπρα από του χρόνου το αλάτι.
Καθόταν στην αυλή της
έκθετη στην τουρίστρια περιέργεια
με το βλέμμα καρφί
βυθισμένο στον τοίχο σπιτιού

μια σπιθαμή πιο μπρος απ' το δικό της
χαμηλό
ίσα να της κρύβει τη θάλασσα.

Τι κοιτάζει, ρώτησα φίλο που με
ξαναγούσε στο νησί του

τη θάλασσα, μου είπε, αγναντεύει
σ' όλη της τη ζωή, έτσι τη θυμάμαι
σ' αυτή τη στάση τ' απογεύματα
να βλέπει από το σπίτι
τη θάλασσα.

Σκεφτόμουν, τι περίεργο
αν μετακινούσε λίγο πιο δω
λίγο πιο κει την απογευματινή αυλή της
θα είχε δεξιά κι αριστερά τουλάχιστον
ελεύθερη τη θάλασσα να βλέπει

αλλά ίσως ασπάστηκε
εκείνη την ανένδοτη ακραία λογική

να μην καταδέχεται
πλαγίως να κοιτάζει
το ευθύ δικαίωμά της

βυθισμένο
σε απρόσμετρητο άδικο βάθος αιώνων

κι είναι ίσως για τη γυναίκα αυτή
το σπίτι μπροστά της
ένας δύτης.

(Από «Τα εύρετρα» της Κικής Δημουλά)

Σύνορο...

Ακροπατώντας στο σύνορο του Αυγούστου με το Σεπτέμβρη...

8 Αυγ 2010

Στην πόλη…

Βγήκε βόλτα με τα πόδια στην πόλη που «αδειάζει» κάθε χρόνο τέτοιες μέρες…

Για να ξαναπιάσει το γνώριμο σε κείνον σφυγμό των ήσυχων ημερών του Αυγούστου…

Σφυγμό απουσίας…

Λιγότερα…

Αύγουστος στην «άδεια» πόλη...

Όλα του φαίνονταν «λιγότερα»…

2 Αυγ 2010

Έστω...

Να «χωρούσε» για μια στιγμή, έστω, στην τρύπα του χρόνου...

Θεατής ξανά στο θέατρο σκιών των παιδικών του καλοκαιριών...

«Ιντερμέτζο»

Τα καλοκαίρια η πένα γίνεται ατίθαση. Επαναστατεί. Αυτοσχεδιάζει. Η πεπατημένη τη στενεύει. Οι ευθύνες της χειμερινής γραφής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Προέχει η αναζήτηση νησίδων ανεμελιάς στις παραλίες, το σκάλισμα στην άμμο. Μια πένα σκαλίζει, άραγε; Η κόπωση παίρνει ρεπό και τα χαρτοφυλάκια λουφάζουν για λίγο στο συρτάρι. Δεν περισσεύει χρόνος για ψυχολογικές μεταπτώσεις. Τι κι αν μάτωσαν οι ψυχές τον χειμώνα, τι κι αν εξαντλήθηκαν οι αντοχές. Τι κι αν μετράμε γύρω μας χαμένους και εξουθενωμένους. Αν υποθέσουμε ότι ολόκληρος ο χρόνος είναι ένα θεατρικό έργο, το καλοκαίρι θυμίζει ιντερμέτζο. Αυτοτελές κομμάτι, performance ανεμελιάς, λίγο πριν από το πέρασμα στην επόμενη φάση. Ισχύει για όλους αυτή η σκηνή. Για μικρούς και μεγάλους, ακόμη και γι’ αυτούς που επέλεξαν «μεγαλοσχήμονες» ασκητισμούς ή επιμένουν να προσμετρούν τη ζωή τους με τη φυγή προς τα εμπρός...

Από τα «Πρόσωπα» της Pίτσας Mασούρα στη χτεσινή «Κ»

Η Κική Δημουλά για εαυτήν και... αλλήλους

Κική Δημουλά:
«Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι / πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;»


Η πρόσφατη συνέντευξή της στο
http://www.bookpress.gr/sinenteuxeis/ellines/kiki-dimoula

31 Ιουλ 2010

Αύγουστος...

Ένας ακόμα Αύγουστος εν όψει...

Οριακός, αυτή τη φορά...

24 Ιουλ 2010

Φεύγεις...

Φεύγεις όταν η έσω φωνή σού λέει πως ήρθε η ώρα… Όταν τα λόγια κουράστηκαν και οι σιωπές μεγεθύνθηκαν… Όταν θες να μετρήσεις τις απώλειες και τα λάφυρα… Όταν θες να μαζέψεις όσα χάθηκαν και να κάνεις χώρο για όσα θα ’ρθουν… Όταν νιώσεις την ανάγκη να μείνεις πίσω απ’ την αυλαία για όσο χρειαστεί, ώσπου να βρεθεί το καινούργιο έργο… Όταν θες να ψάξεις για τις καινούργιες αφορμές, χωρίς να ’σαι σίγουρος ότι θα τις βρεις… Όταν, απλά, θες να ξαναγυρίσεις…

18 Ιουλ 2010

Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος...

...Στην παρέα (που μετά έφαγε σε ένα απόμερο μαγαζί στο Γκάζι) ξέσπασε η αιώνια συζήτηση -κατά πόσο οι ηρωίδες του Ουίλιαμς είναι μεταμφιεσμένοι gays κι αυτό στενεύει τη δύναμη του έργου του, σε αντίθεση με τον Καβάφη, στον οποίο ακόμα και η μερικότερη σεξουαλική αναφορά δεν αποκλείει τους πάντες από το ξεχείλισμα του ποιητικού νοήματος. Ο ένας είναι απλώς πολύ πιο δυνατός από τον άλλον, ή το έργο του Ουίλιαμς έχει κι αλλα βαρίδια που το τραβάνε σιγά σιγά στον βυθό της γραφικότητας; Αδιέξοδες συζητήσεις, φωτισμένα τρένα, κρασί και επιχειρήματα που σέρνονται, πυροδοτούν μια ξαφνική οργή και μετά σπάνε με τον μαλακό ήχο μιας φούσκας σαπουνιού, γιατί ήρθε το ποτήρι κοντά στο στόμα και έπρεπε να σωπάσεις. Κατά βάθος καμία διάθεση δεν έχω να μιλήσω. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο ρέπω προς το «μ' αρέσει/ δεν μ' αρέσει», παρά προς το «αυτό είναι καλό/ αυτό είναι κακό». Δεν κάνω τον ταπεινούλη, αλλά ειλικρινώς δεν αισθάνομαι ότι έχω το εύρος της συναισθηματικής γνώσης να κρίνω όλα τα έργα τέχνης με το ωραίο θράσος που διακρίνω στους Νεοέλληνες. Θράσος που εξερράγη και μέσω των μπλογκ και της ψευδαίσθησης δυνάμεως που προσφέρουν.

Ακούω επίσης τον πρώτο δίσκο της Μόνικας. Μ' αρέσει. Εχει ορμή και τσαγανό και κάτι σχεδόν παράφορο στον τρόπο που τραγουδά. Η μουσική της τρέχει τολμηρά, η φόρμα είναι ρευστή, οδηγημένη από τη μουσική φράση κι όχι ριγμένη σαν υγρό σε ένα έτοιμο κουτάκι -αυτό προσδίδει έναν αέρα ελευθερίας και πειραματισμού, που σε παρασέρνει, καθώς το πράγμα είναι σαν να πλέει στον αέρα δίχως τη σκαλωσιά του φέροντος οργανισμού. Και μόνο γι' αυτό, η γλυκιά κοπέλα έχει ταλέντο...

Κατά τα άλλα μπαίνουμε στην τελική ευθεία πριν από τη μεγάλη νάρκη του καλοκαιριού. Ένα ένα ατονούν τα κομμάτια του κορμιού. Πρώτα παγώνει η καρδιά, μετά το πνεύμα, τέλος τα μέλη, ενώ τα δάχτυλα μένουν ώς το τέλος να χτυπούν σαν ζόμπι φράσεις δίχως νόημα...

(«Ε», 05/07/2008)

5 Ιουλ 2010

«Λένα, σου φιλώ τα χέρια»

Γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος

Τη Λένα Πλάτωνος την τιμώ όσο ελάχιστα πρόσωπα σε αυτή την πόλη. Και την πιστεύω. Γιατί είναι αληθινή.
Αν γινόταν να ξεπεράσω κάθε σύμβαση των εφημερίδων και να μιλήσω λιώμα για το πόσο ευεργέτησε τη ζωή μου, άλλοτε, σε ένα μικρό υπόγειο της οδού Λήμνου που με φιλοξενούσαν φαντάρο... Μόλις είχε βγει το «Σαμποτάζ». Κι αυτός ο δίσκος με κράτησε ζωντανό. Έπινα μόνο και άκουγα την τριπαριστή φωνή του Παλαμίδα, το ουρανόμηκες τρυπάνι της Σαβίνας (σαν να ήθελε να διαπεράσει την «τούμβαν» του Βιζυηνού). Ζούσα σουρεαλιστικά, όσο και τα στιχάκια της Μαριανίνας. Ασύλληπτοι στίχοι - ανεπανάληπτοι. (Το ότι η ζωή μαραίνεται το ξέρω πια). Γουόκμαν στη σκοπιά, στις Καλυθιές Ρόδου, ξανά και ξανά, «Τι ακούς ρε μαλάκα;» η φωνή του επόμενου, «Πάλι τις μαλακίες σου;» (γλωσσικός πλούτος).
Οι μαλακίες μου, τι θείες που ήταν! Κι εκείνη η εποχή η ανέρωτη, η σκληρή -που κλέβαμε από το πρωί ως το βράδυ, σουφρώναμε ό,τι βλέπαμε να κινείται (βιβλία, δίσκους, μηχανάκια, ποδήλατα, ρούχα...- μέχρι ένα τραπέζι από τα Γκούντις. Και ουσιαστικά κλέβαμε χρόνο, πριν από το μεγάλο πέναλτι). Κι όλα αυτά κάτω από έναν ελεήμονα ουρανό, τον ουρανό της ποίησης, που την πιστεύαμε πολύ και ποτέ δεν μας πρόδωσε -μόνο αυτή! Τριπάκια στον ουρανό με διαμάντια. Μέσα στη χωματένια επικράτεια του ροκ η Λένα ήταν ένας κρυσταλλικός ορίζοντας, καθρέφτες, μπλιμπλίκια, σπασμένα γυαλιά, ανθισμένες μυγδαλιές. Ήταν το κάτι άλλο.
Κι αργότερα ο Καρυωτάκης. Που έπιανε την παλιά σκουριά των σπλάχνων, το αραχνοειδές στη γλάστρα του χολ- ας μην πω άλλα.
Και τώρα τα Ημερολόγια (Σολωμικό, μαγιάτικο στεφάνι)... ένα αριστούργημα μοντέρνο, που κάνει σκόνη κάθε επίγονο, από μια γυναίκα που μάσησε πέτρες και αποδείχτηκε δυνατή.
Ίσως είμαι λοξός, αλλά τέτοια πράγματα, τέτοια παραδειγματικά αναστήματα, με βοηθάνε να ζω. Δεν θέλω τους λογιστές, τους άνκορμεν, τους σωτήρες της τηλεοπτικής χλαπάτσας, τους ανθρώπους του μάρκετινγκ δεν τους πιστεύω. Πιστεύω στα παγερά σύνθι της Λένας, γαλάζιος πάγος, φως που σε ξαναγγενά χωρίς να υπόσχεται τίποτα, χωρίς να ζητά κάτι. Μόνο τα δώρα της Τέχνης, το χάδι ενός ανθρώπου που αισθάνεσαι ότι σε καταλαβαίνει.
Σταματώ, διότι τριπάρω...
Λένα, σου φιλώ τα χέρια.