31 Αυγ 2008

τα επόμενα...


Δε νοσταλγούμε τα περασμένα καλοκαίρια... Ετοιμάζουμε τα επόμενα...
Καλό Σεπτέμβρη...

Σεπτέμβριος

Σεπτέμβρης ναι Σεπτέμβρης είν’ αυτός
ο κόμπος στο λαιμό η κολλώδης μνήμη που
εμποδίζει την κατάποση στερεών απόντων
η ατονία οι κομάρες που αδειάζουνε το σώμα
σε μια φυγή γεμάτη τρύπες
οι καούρες νηστικών ονείρων στο στομάχι
οι άρρυθμες σβησμένες γροθίτσες του σφυγμού
-τι θαρρείς κάπως έτσι σταματούν
κάποτε τελειώνουνε τα αιματοφόρα αστεία.

Ρηχά τα καφενεία στον πεζόδρομο.
Λάδι η ησυχία.
Ασφαλής πικρός ο καφές μου
μακράν της φορτικής ζάχαρης
-μια συνήθεια είναι τ’ απαραίτητα την κόβεις.
Ήχος κερμάτων σε τενεκεδάκι οργανοπαίκτη.
Ο ελεήμων Σεπτέμβρης που ρίχνει φύλλα.

Σεπτέμβρης ναι. Ο τιποτένιος άθλιος μήνας
ο μισητός τσιγκούνης –σου δόθηκε
μονάχα ο μισός και τ’ άλλο ήμισύ του το καλύτερο
δολίως πιο μεγάλο απ’ το δικό σου
οι ζωντανοί τ’ αρπάξαν.

Ναι. Αλλά ήταν σήμερα αγνώριστος.
Ένας άγνωστος αθώος.
Άυλος κι όμως φλύαρα φιλάρεσκος καθώς
τον λίγωνε μια ζέστη σε πιο σωματικόν
-την είχε βιάσει στο άδειο
ξενοικιασμένο τέλος του Αυγούστου.

Ήτανε τόσο φορτική σαν αμαρτία η θαμπάδα του
τόσο πείσμων η πανάκριβη
κάπου μακριά φιλόβροχη κολόνια που φορούσε
τόσο ξεροκέφαλα εγκόσμιο τ’ όνομά του
ώστε μου άρεσε να σ’ έχω προς στιγμήν
ολότελα ξεχάσει.

Καλή του ώρα ένα γυφτάκι πούλαγε κάτι
ένοχα βήτα διαλογής χαρτομάντιλα μούσκεμα
στα μάτια μου.

(Ο «Σεπτέμβριος» ανήκει στην ποιητική συλλογή της Κικής Δημουλά «Ενός λεπτού μαζί», εκδόσεις «Ίκαρος», 1998).

...θα γίνω Σεπτέμβρης

«Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος».

(Κική Δημουλά,
«Βροχή Επιστροφής»).

30 Αυγ 2008

Ηλίας Κατσούλης

Τι κόμισε με τους στίχους του στην τέχνη του τραγουδιού ο φιλόλογος Ηλίας Κατσούλης, που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη 21 Αυγούστου; Κόμισε μιαν αύρα «λεπτή», ένα αεράκι καλοδεχούμενο σε περίοδο άπνοιας. Δεν καινοτόμησε ο 69χρονος στιχουργός, που μπήκε στο χώρο μεγάλος, στα 40 του χρόνια. Ήταν το 1984, με τους στίχους του στο τραγούδι του πρεβεζιάνου συνθέτη Νίκου Τάτση «Δεν την αντέχεις εύκολα την άνοιξη», από τον «Εμφύλιο έρωτα» της Χαρούλας Αλεξίου.
Δεν άνοιξε δρόμους ο Ηλίας Κατσούλης, δεν άλλαξε τον «ρουν» του τραγουδιού μας, δεν συγκαταλέγεται καν στους επιγόνους του Νίκου Γκάτσου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Μάνου Ελευθερίου… Αλλά;
Αλλά, κατάφερε να μην περάσει απαρατήρητος. Χάρισε στο ελληνικό τραγούδι μια ευγένεια άλλου καιρού, μια πνοή ποιητικής μελαγχολίας. Παρέμεινε μέχρι το τέλος καθαρός στις προθέσεις του και τίμιος στις ρίμες του.
Τραγούδια σε δικούς του στίχους, τα περισσότερα μελοποιημένα από τον Παντελή Θαλασσινό, έφτασαν στα χείλη του κόσμου, τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν: «Καράβια χιώτικα», «Σμυρναίικα τραγούδια», «Εισιτήριο στην τσέπη σου», «Πόνος άπονος», «Κράτα για το τέλος»… Και μαζί μ’ αυτά η «Χαλκίδα», «Με τα φτερά του έρωτα», «Ο Ιούδας φιλούσε υπέροχα» και τόσα άλλα…
Τον τραγούδησαν πολλοί και εκλεκτοί: η σπουδαία Βούλα Σαββίδη, η Χαρούλα, η Δήμητρα Γαλάνη, η Γλυκερία, ο Θαλασσινός, ο Μανώλης Λιδάκης… Σημαντική είναι η εργασία του με το Νότη Μαυρουδή στο άλμπουμ «Καρτ ποστάλ», με τραγούδια για διάφορες προσωπικότητες του εγχώριου και του διεθνούς καλλιτεχνικού χώρου. Αξιομνημόνευτο παραμένει και «Το καλαντάρι» του με τον Παντελή Θαλασσινό…
Κρατώ για το τέλος, τους στίχους του Ηλία Κατσούλη από το κρυμμένο τραγούδι του Γιώργου Αρσενίδη «Το Μάη λένε πως θα βρέξει», που ερμήνευσε η Σαββίδη στη δισκογραφική της «Αλκυονίδα μέρα»…
…Θ’ αλλάζουν μήνες κι εποχές
και τις λιακάδες οι βροχές θ’ ακολουθάνε
κι αν μπαίνουν τ’ άστρα σε τροχιές
χωρίς εσένα οι εποχές το ίδιο θα ’ναι.


Αλ.

27 Αυγ 2008

Η ρεμπέτισσα του «έντεχνου» τραγουδιού

Η μακρά δισκογραφική ιστορία της Σωτηρίας Μπέλλου άρχισε το 1947. Τη χρονιά εκείνη ηχογράφησε στην «Κολούμπια» δύο τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη: «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο».
Έχει ενδιαφέρον, όμως, κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα και αφήνοντας πίσω μας τα «μεγάλα» τραγούδια της Μπέλλου και τις ιστορικές συνεργασίες της με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, το Μητσάκη και τους άλλους συνθέτες του λαϊκού και του ρεμπέτικου, να σταθούμε εκτενέστερα στη δεκαετία του ογδόντα.
Τότε, μετά από μια περίοδο «αποστρατείας», η Σωτηρία Μπέλλου επανήλθε δυναμικά στο δισκογραφικό προσκήνιο («η ανάγκη της για τον επιούσιο και για το όνειρο μιας επανένταξης στο σύστημα», ισχυρίζεται ο Μάνος Ελευθερίου), μέσα από τις συνεργασίες της, μεμονωμένες ή ολοκληρωμένες, με νεότερους δημιουργούς του καλούμενου «έντεχνου» τραγουδιού. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές:
Με το Βασίλη Δημητρίου το 1976 στο «Σεργιάνι στον παράδεισο» (τραγούδησε τέσσερα τραγούδια σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου), με το Δήμο Μούτση το 1981 στο «Φράγμα» (τραγούδησε τρία τραγούδια σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη), με τον Ηλία Ανδριόπουλο σε δύο μεγάλους δίσκους (στα «Λαϊκά προάστια» του 1980 σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και στις «Ξένες πόρτες» του 1985 σε στίχους Μάνου Ελευθερίου), με το Δημήτρη Λάγιο στον «Αη- λαό» (1983) σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, με το Στέλιο Βαμβακάρη στο «Άνοιξα πόρτα στη ζωή» (1985) σε στίχους Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, Κ. Κινδύνη, Ν. Ρούτσου και Γ. Παναγιώτη.
Όλων αυτών είχε προηγηθεί, στα μέσα του ’70, η ιστορική, πια, συμμετοχή της Μπέλλου στα «Δέκα χρόνια κομμάτια», όπου τραγούδησε το, κατ’ αυτή, ροκ «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου
Είναι εξαιρετικά σημαντική αυτή η «έντεχνη» καριέρα της Μπέλλου, τόσο επειδή τη διατήρησε στην επικαιρότητα και ανανέωσε το μύθο της για κάμποσα χρόνια, περίπου είκοσι –αρχίζοντας από τη συμμετοχή της στο δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» (1973) του Αργύρη Κουνάδη με στίχους Βαγγέλη Γκούφα– όσο, κυρίως, γιατί την έφερε σε επαφή με ένα νεότερο κοινό, που δεν την γνώριζε ενδεχομένως πριν σε ικανοποιητικό βαθμό και που την ανακάλυπτε εκ νέου σε εκδόσεις διόλου ευκαταφρόνητες.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτή η στροφή της ρεμπέτισσας, στη δεκαετία του ογδόντα, έγινε ύστερα από την παρότρυνση του ισχυρού άντρα της «Λύρας» Αλέκου Πατσιφά ή από το δικό της ένστικτο καλλιτεχνικής επιβίωσης. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η Μπέλλου, αν και δε βρισκόταν πια ούτε στην πρώτη γραμμή ούτε στην πρώτη νιότη, αξιώθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια με πολύ ισχυρό σήμα, όπως το «Δε λες κουβέντα» του Μούτση και του Τριπολίτη ή κάποια από τα τραγούδια των «Λαϊκών προαστίων» του Ανδριόπουλου και του Μπουρμπούλη, όπως για παράδειγμα, «Στην πλατεία Βάθης» ή το «Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει…».
Έξι χρόνια πριν το τέλος της ζωής της, η Μπέλλου μπήκε για τελευταία φορά στο στούντιο, προκειμένου να συμμετάσχει στο δίσκο του Κώστα Καλδάρα «Γεια σας… που πέφτουν τα σύνορα;». Κυκλοφόρησε το 1991, με δώδεκα τραγούδια του Κώστα Καλδάρα σε στίχους δικούς του και του Γιώργου Κρητικού, που ερμήνευσαν, εκτός από τη Μπέλλου, η Βίκυ Μοσχολιού, η Ελένη Βιτάλη, ο Βασίλης Λέκκας, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Αφροδίτη Μάνου.
Η Μπέλλου τραγούδησε δύο τραγούδια: την «Αναμέτρηση» σε στίχους του Κώστα Καλδάρα και «Πες μου λοιπόν» σε στίχους του Γιώργου Κρητικού. Αυτές ήταν οι δυο τελευταίες ηχογραφήσεις της, μαζί με μια συμμετοχή στο δίσκο του Γιάννη Πετρόπουλου «Όταν μου μιλάς», πάλι το 1991. Μαζί του τραγούδησε το «Ζήτησες άσυλο καρδιά μου» του Γιώργου Κατσαρού.
Κλείνοντας, να αναφερθούμε με δυο γραμμές στη σχέση της Μπέλλου με το Μάνο Χατζιδάκι. Δικό του τραγούδι δεν δισκογραφήθηκε ποτέ με τη φωνή της, όσο κι η Μπέλλου το επιθυμούσε πάρα πολύ. Λέγεται ότι το 'χε παράπονο, αφού γνώριζε το Χατζιδάκι από πολύ παλιά, από την εποχή της ιστορικής του διάλεξης για το ρεμπέτικο.
Μόνο το 1976, σε μια «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου προς τιμήν της, η Σωτηρία Μπέλλου τραγούδησε, έστω και στην τηλεόραση, ένα κλασικό τραγούδι του Χατζιδάκι, το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά»…

Στις 27 Αυγούστου...

Στις 27 Αυγούστου του 1997 η Σωτηρία Μπέλλου άφησε την τελευταία της πνοή, δυο μέρες πριν συμπληρώσει τα 78 της χρόνια. Η είδηση του θανάτου της με βρήκε στη σκοπιά –υπηρετούσα, τότε, τη θητεία μου στο Άκτιο– και από το ραδιοφωνάκι μου, που έπαιζε Δεύτερο Πρόγραμμα, άκουσα το νέο.
Ήταν ένα ζεστό αυγουστιάτικο μεσημέρι Τετάρτης…
Ήταν ένα πρόσωπο απρόβλεπτο η Μπέλλου. «Ήταν ένας άνθρωπος με μια ζωή στην άγρια πλευρά. Ανήκε σε μια ιδιαίτερη συνομοταξία γυναικών», κατά την Αρλέτα.
Πρόσωπο ανένταχτο και ασυμβίβαστο, με δηλωμένα πάθη, με περιπετειώδη ζωή και με τραγικό τέλος…

25 Αυγ 2008

Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς;







«…Αχ, ένα - ένα τα θυμάμαι! Κάθε φορά που με συγχύζει, μου ’ρχονται στο μυαλό όλα τα βάσανα που τράβηξα σ’ αυτή τη ζωή. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Την ιστορία με τον Αργύρη, τα καμώματα του Φώτη, τα όσα υπέφερε όσο ζούσε ο Αντώνης με τις αρρώστιες του κι αργότερα με τις θρησκοληψίες του, ή τ’ ακόμα χειρότερα όταν πέθανε; Γιατί, χωρίς να θέλω να πω, όπως κάνουν μερικές, ότι είμαι η πιο άτυχη γυναίκα του κόσμου, η αλήθεια είναι ότι είχα κι εγώ το μερτικό μου απ’ τα φαρμάκια της ζωής. Τι ωφελεί που πήρα τρεις άντρες, τι ωφελεί πέστε μου;»

Λίγες αράδες από «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή… Στην αφήγηση – ποταμό η Νίνα…
Ο Ταχτσής έγραψε πως «Το “τρίτο στεφάνι” δεν είναι όλη μου η αλήθεια»…

ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Στις 8 Οκτωβρίου του 1927 γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο συγγραφέας Κώστας Ταχτσής, δευτερότοκος γιος της Έλλης Ζάχου και του Γρηγορίου Ταχτσή. Το πρώτο παιδί της οικογένειας, αγόρι κι εκείνο, είχε πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννησή του. Στο δεύτερο, έδωσαν το όνομα του παππού του: Κωνσταντίνος…
Εξήντα οχτώ χρόνια μετά τη γέννηση του Ταχτσή, ένας συντοπίτης του δημιουργός, ο θεσσαλονικιός σκηνοθέτης Γιάννης Δαλιανίδης «μετέφερε» στη μικρή οθόνη («Αντένα», τηλεοπτική σεζόν 1995 – ’96) το σπουδαιότερο βιβλίο του Ταχτσή και ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνικής παραγωγής του περασμένου αιώνα: «Το τρίτο στεφάνι». Εκδόθηκε το 1963, με έξοδα του συγγραφέα (πούλησε το σπίτι του στην Πλάκα) σε 3. 500 αντίτυπα. Η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε διάστημα 7 χρόνων και το «Τρίτο στεφάνι» επανεκδόθηκε, για δεύτερη φορά, το 1970, από τις εκδόσεις «Ερμής».
«Τι είχα τραβήξει για να γράψω αυτό το βιβλίο. Τι περιπέτειες επί πέντε χρόνια. Σε τι κόλαση είχα κατέβει για να το τυπώσω. Κι είχε περάσει ντούκου. Με ελάχιστες εξαιρέσεις είχε περάσει ντούκου… Είχα πολλούς εχθρούς, πολλοί από τους οποίους με ήξεραν μόνο εξ ακοής. Ήμουν απένταρος και δεν είχα εκδότη να κινήσει κάποιο μηχανισμό προβολής», είχε πει χαρακτηριστικά ο Κώστας Ταχτσής σε μια συνέντευξή του στη Φρίντα Μπιούμπι (υπάρχει στο βιβλίο της Προσωπικά 4+1 μνήμες).
Κεντρικές ηρωίδες στο «Τρίτο στεφάνι» είναι δύο… ομιλητικότατες γυναίκες, η Εκάβη (έτσι ονομαζόταν η γιαγιά του Ταχτσή, από τη μεριά της μάνας του) και η Νίνα, που με τις απολαυστικότατες αφηγήσεις τους διατρέχουν τα γεγονότα της ζωής τους, με φόντο το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής. Στην τηλεοπτική εκδοχή του βιβλίου, οι εν λόγω γυναίκες ενσαρκώθηκαν εξαιρετικά από τη Λήδα Πρωτοψάλτη (Εκάβη) και από τη Νένα Μεντή (Νίνα).
Τη μουσική ερμηνεία του ανέλαβε, ύστερα από ανάθεση του Γιάννη Δαλιανίδη, ο Σταμάτης Κραουνάκης: «Παραδίδω τη μουσική για “Το τρίτο στεφάνι” με δικαίωμα ψήφου ως Έλληνας συνθέτης. Αφιερώνω στον Γιάννη Δαλιανίδη… στους γονείς μου… στην καινούργια σοδιά του βιβλίου».
Το cd με τη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη για «Το τρίτο στεφάνι» κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του 1995. Στο σάουντρακ, εκτός από τα ορχηστρικά μέρη, υπάρχουν και τρία τραγούδια του συνθέτη, δύο με την Άλκηστη Πρωτοψάλτη («Τρίτο στεφάνι» και «Τα καινούργια φτερά») σε στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου και ένα με το Δημήτρη Μπάση («Το τραγούδι του Δημήτρη») σε στίχους Κραουνάκη.
Ο Γιάννης Δαλιανίδης σεναριοποίησε «Το τρίτο στεφάνι» με απόλυτο σεβασμό στο περιεχόμενο του βιβλίου, χωρίς δικές του παρεμβάσεις ή τροποποιήσεις. Σκηνοθέτησε δε το μυθιστόρημα του συμπατριώτη του συγγραφέα με τόλμη (π. χ., η σκηνή στην ταράτσα), ρεαλισμό, ρυθμό και μαεστρία. Με ένα καστ σπουδαίων ηθοποιών (Γ. Αρμένης, Ι. Ψαρράς, Κ. Μαρκουλάκης…), σαφώς με όρους τηλεοπτικούς, αλλά πάντοτε με τη δική του δημιουργική έμπνευση.
Ο εμπειρότατος σκηνοθέτης κατάφερε να ζωντανέψει πειστικά την ατμόσφαιρα του βιβλίου, βοηθούμενος και από την ιδανική μουσική ατμόσφαιρα του Σταμάτη Κραουνάκη: «Το πρώτο στεφάνι βαθιά πληγή, το δεύτερο φτάνει σε άλλη γη, το τρίτο στεφάνι μια συντροφιά. Που ζήσαμε αυτή είν’ η ομορφιά».
Τώρα, πια, πιστεύω ακράδαντα ότι «Το τρίτο στεφάνι» του Ταχτσή… περίμενε, όλα αυτά τα χρόνια, το Γιάννη Δαλιανίδη για να του δώσει εικόνα και ζωή. Στην κινηματογραφική οθόνη, πρώτιστα...

Το παραπάνω κείμενο το έγραψα και το δημοσίευσα πριν από δύο χρόνια σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα της πόλης μου, με αφορμή τότε τη γενέθλια ημέρα του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή... Το μοιράζομαι μαζί σας και από εδώ, με μια άλλη αφορμή... Τη συμπλήρωση σήμερα είκοσι χρόνων από την άγρια δολοφονία του Ταχτσή, στις 25 Αυγούστου του 1988...

Αλ.

20 Αυγ 2008

Σε όλα της...

Τη Βίκυ Μοσχολιού θα τη συναντάμε πάντα στις «τραγουδάρες» της, όπως έλεγε η ίδια. Τραγούδια των μέγιστων της μελωδίας και του λόγου του ελληνικού, που στη φωνή της βρήκαν την ιδανική έκφραση. Η Μοσχολιού τραγούδησε το «ακριβό» υλικό που της εμπιστεύτηκαν μοναδικά και ανεπανάληπτα. Με σεβασμό και πίστη. Με δύναμη και περηφάνια. Με μέτρο και ερμηνευτικό ΗΘΟΣ.
Τρία χρόνια φέτος, μετά τη φυγή της, αναζητήστε τη Βίκυ Μοσχολιού στη δισκογραφία της. Και στις φωτεινές, αλλά και στις λίγες «αδύναμες» στιγμές της θα διακρίνετε μια δυσεύρετη ΑΛΗΘΕΙΑ που ξεχειλίζει. Αναζητήστε την και στο ωραιότατο «Βραδινό σινιάλο», την τελευταία της δισκογραφική παρουσία… Αλλά και στο «Ανοιχτό βιβλίο», το τελευταίο της live άλμπουμ. Σε όλα της…
Η Βίκυ Μοσχολιού είχε γεννηθεί το Μάιο του ’43. Έφυγε νέα. Με πόνο. Αλλά, με το κεφάλι ψηλά. Η μνήμη της θα παραμείνει αιώνια… Τα τραγούδια της θα παραμείνουν αιώνια… Σαν «ανοιξιάτικο αεράκι Επιταφίου»… Και σαν υπόσχεση Ανάστασης…

17 Αυγ 2008

Όταν η Βίκυ Μοσχολιού συνάντησε το Σταμάτη Κραουνάκη...

Η πρώτη δισκογραφική συνεργασία της Βίκυς Μοσχολιού με το Σταμάτη Κραουνάκη έγινε στα «Σκουριασμένα χείλια», που κυκλοφόρησαν το Δεκέμβριο του 1981. «Πάμε στο σπίτι του Κραουνάκη. Εκείνος είχε φοβερό τρακ, αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω… Ευτυχώς από το πρώτο τραγούδι που μου ’παιξε στο πιάνο ο Σταμάτης με κέρδισε», θυμάται η Βίκυ Μοσχολιού.
«Όταν ήρθε να πρωτακούσει τα τραγούδια φορούσε ένα καλοκαιρινό τσίτι και δάκρυσε όταν της έπαιξα το Σε θέλω κι έχω κουραστεί…», αναφέρει με τη σειρά του ο Σταμάτης Κραουνάκης. Και συνεχίζει: «Όταν βγήκε αυτός ο δίσκος, τη μέρα που πρωτοδιαφημίστηκε από τα εβδομαδιαία σποτ της Λύρας στα ραδιόφωνα -αυτά με το “Ρολόι” του Ρωμανού για σήμα- μετά από πολλούς κόπους και αφού ο Μακράκης είχε εμφανίσει στον Πατσιφά τα τραγούδια μου με το όνομα κάποιου Χαλκίτη, εγώ είχα ένα 500άρικο κι έκλαιγα στο σπίτι μου».
Τα δώδεκα τραγούδια από τα «Σκουριασμένα χείλια»: «Κόκκινο κουμπί», «Ηλεκτρισμένα», «Έτσι κι αλλιώς», «Σε θέλω», «Σε «γύρεψα», «Επεμβαίνεις» (ντουέτο με το Γιώργο Ζαμπέτα), «Συχνότητα», «Έξω οι φωνές», «Τζετ», «Όργανο εκτελεστικό», «Πως έφυγες», «Να σου λερώνω το φιλί».
Στα «Σκουριασμένα χείλια» η Βίκυ Μοσχολιού τραγούδησε ένα υλικό καινούργιο, που δεν είχε καμιά σχέση με το προηγούμενο ρεπερτόριό της. Και το τραγούδησε με το ίδιο πάθος, με τον ίδιο λυγμό, με την ίδια δύναμη, με το ίδιο αίσθημα. Με μια ευλογημένη φωνή, που ραγίζει αλλά δε σπάει, που συγκινεί αλλά δε γίνεται μελό.
Το 1985, ύστερα από παραγγελία του Δευτέρου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου έγραψαν το τραγούδι «Του Αγίου Βαλεντίνου», που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού σε ένα δίσκο 45 στροφών.
Το 1989 κυκλοφόρησε ο δίσκος του Κώστα Μακεδόνα «Δεν έχω ιδέα», όπου η Βίκυ Μοσχολιού συμμετείχε με το «Σήκω παιδί μου», σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου. Την ίδια χρονιά, ο Σταμάτης Κραουνάκης έγραψε τους στίχους στο τραγούδι «Γιαπ - Γιαπ Γιαραμάν», που τραγούδησε η Βίκυ Μοσχολιού στον προσωπικό της δίσκο «Πιάσε κόκκινο», με τραγούδια του συντοπίτη μας συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1990, σειρά είχε η «Εφημερία» (13 Μαΐου 1990), με λόγια και μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Στο δίσκο αυτό, η Βίκυ Μοσχολιού τραγούδησε τέσσερα τραγούδια: «Στον καιρό του ’90», μαζί με τον Κραουνάκη, «Η Γιαλαλαού», «Τσάκισα» και «Τα παλιοσαραβαλάκια», ντουέτο με το συνθέτη.
Η δεύτερη δισκογραφική συνάντηση του Σταμάτη Κραουνάκη με τη Βίκυ Μοσχολιού σ’ έναν ολοκληρωμένο δίσκο έγινε, έντεκα χρόνια μετά τα «Σκουριασμένα χείλια», στο «Καινούργιο Πράγμα». Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1992, με δέκα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη σε στίχους του ίδιου, του Μάνου Τσιλιμίδη και του Σωτήρη Χατζάκη σε ένα τραγούδι: «Καινούργιο πράγμα», «Γεια μας καρδιά», «Ζήσε όπως είσαι», «Γωγώ», «Ο καινούργιος χειμώνας», «Λόλα», «Πάμε για τη Λάρισα», «Τέρμα τα ντεμέκ», «Πάλι σε είδα», «Το ’χω πάρει απόφαση».
Με το «Καινούργιο πράγμα» τερματίστηκε, μάλλον βιαστικά, εκνευρισμένα και, δυστυχώς, άδοξα, η μυθική συνεργασία Μοσχολιού - Κραουνάκη. Ο δίσκος δεν είχε ιδιαίτερη εμπορική απήχηση, στην αρχή εντυπωσίασε, ενώ στη συνέχεια αγνοήθηκε. Η δισκογραφική εταιρεία αδιαφόρησε για την εν λόγω έκδοση κι, έτσι, το καινούργιο… πάλιωσε, σχεδόν, εν τη γενέσει του.
Έκτοτε, από το ’92 μέχρι το τέλος της ζωής της Βίκυς Μοσχολιού -έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό πριν από τρία χρόνια, στις 16 Αυγούστου του 2005- οι δρόμοι τους δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ δισκογραφικά. Ίσως, τώρα, σε μια άλλη ζωή…

14 Αυγ 2008

"...κι ερρέμβαζεν"

"Την εσπέραν εκείνην, της 13 Αυγούστου του έτους 186... εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω του ναΐσκου, εις το προαύλιον, έμπροσθεν της καλύβης την οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε το τσιμπούκι του, κ’ ερρέμβαζεν...
Και αυτός ήλθεν εις την Παναγίαν διά να κλαύση και να πη τον πόνο του. Ήτον κτήμα του ο ναΐσκος της Παναγίας της Πρέκλας. Το εκκλησίδιον ήτο ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον, και είχε καλάς εικόνας –και μάλιστα την φερώνυμον, την γλυκείαν Παναγίαν την Πρέκλαν- σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλαιον και μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά…
Την ημέραν εκείνην θα ετελείτο πανήγυρις εις τον ναΐσκον, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως…

…Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως την φωνήν, και ήρχισε να μέλπη το αθάνατον εκείνο:
«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε
Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα,
Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα»
,
...Και είτα προσέτι, παρεκάλει διά του άσματος την Παναγίαν, να είναι μεσίτρια προς τον Θεόν, «μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων...». Ω, αυτό είχε την δύναμιν και το προνόμιον να κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών να κλαίωσι τον παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…"



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
«Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου»

12 Αυγ 2008

Δεκαπενταύγουστος

Δεκαπενταύγουστος…
Γυρίζω πολλά χρόνια πίσω… Σε βράδια αυγουστιάτικα με τις «Παρακλήσεις» στην Παναγία… Ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου Βούρμπιανης… Παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια… Ακούω τους ήχους… Ζωντανεύω τις εικόνες… Φέρνω στα μάτια μου τα πρόσωπα… Μνημονεύω τους απόντες… Ξέρω ότι «δε γυρνάνε πίσω ποτέ τα καλά παιδιά σ’ εκείνα τα χρόνια»… Ξέρω, όμως, καλά ότι εκεί θα επιστέφουμε πάντα, όταν το παρόν μας στενεύει… Άγνωστο τι θα βρίσκουμε κάθε φορά… Τι αποστάσεις θα ’χουμε να διανύσουμε και με τι αλλοιώσεις στα βλέμματα και στα αισθήματα θα ’ρχόμαστε αντιμέτωποι…
Εκεί…

Καλό Δεκαπενταύγουστο!
«Καλή Παναγιά».

8 Αυγ 2008

Μάρω Βαμβουνάκη, "Ο τρόμος του καλοκαιριού"

Ο καθένας έχει το δικό του συμβολικό καλοκαίρι. Για άλλους είναι ο χαμένος παράδεισος, για άλλους η διαρκώς ανανεούμενη ελπίδα, για άλλους τρόμος. Τις δύο πρώτες εκδοχές εύκολα τις αποδεχόμαστε. Πολλοί όμως αποφεύγουν να ομολογήσουν τον τρόμο, τον τρόμο του καλοκαιριού. Γιατί ο καλοκαιρινός ήλιος είναι ζωή και θάνατος, χρυσός και κατάμαυρος, μαχαιριά που ανοίγει στα δυο τον καρπό της καρδιάς σου και συγκρίνεις τα κομμένα κομμάτια της. Λες, τούτο εδώ που σήμερα ζω, αξίζει να λέγεται φως; Αξίζει να λέγεται καλοκαίρι;
Στα παιδικά χρόνια η επέλευση του μαγικού Ιουνίου, ήταν η εισβολή μας στον κήπο της Εδέμ. Χωρίς σχολείο και μαθήματα, αμέσως μετά το μαρτύριο των τελευταίων διαγωνισμών, της αβύσσου της εξεταστικής κόλλας. Και ελευθερία! Εκεί που πουθενά αλλού δεν αναπαύεται η ψυχή. Τα πρέπει λιγόστευαν, οι γονείς γίνονταν πιο ελαστικοί, οι φίλοι πιο θαρραλέοι, η θέρμη του μεσημεριού προξενούσε αντικατοπτρισμούς ονείρων, μπορούσαμε να τρέξουμε με πέδιλα στις φαντασιώσεις μας.
Μου δόθηκε το δυσμενές προνόμιο να έχω ζήσει θαυμαστά καλοκαίρια μέχρι τα είκοσι χρόνια μου. Να συνεχίζω να ζω με την ευλογία και την κατάρα τους. Γιατί η ανάμνηση, εκείνο το εκτυφλωτικό βίωμα στη χρυσή αμμουδιά της Κρήτης που παραθερίζαμε, είναι το μονιμότερο βίωμα του μέσα κόσμου μου, πρόγευση απτή Παραδείσου. Όμως ταυτόχρονα ακονίζει σκληρό κριτήριο που ακυρώνει κάθε άλλο καλοκαίρι, όπου αλλού, ακόμα και στην ίδια αμμουδιά που, εντελώς τουριστική τώρα πια, σε τίποτα δεν μοιάζει με εκείνη που ήταν.
Δόξα τω Θεώ, δεν είναι ακριβές αυτό που απερίσκεπτα θέλουν να λένε οι άνθρωποι, πως «περασμένα ξεχασμένα» ή «κοιτάω μπροστά» και άλλες παρόμοιες θυμοσοφίες. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο αίμα, έχει και μνήμες στις φλέβες του. Πάντα κυλούν και ανακυκλώνονται, αναβιώνονται και ξανατοποθετούνται όσα σημαντικά ζήσαμε. Όσα τον μετρημένο χρόνο μας τον έκαναν αιωνιότητά μας. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα σημαντικά κι αν εσύ θεωρείς πως τα σβήνεις εκείνα δεν φεύγουν. Παριστάνουν πως χάνονται, ενώ στριμώχνονται στη γωνιά της συνείδησης, λίγο παραπίσω, σαμποτάρουν το συναίσθημα, αναστατώνουν τον ύπνο, αυξάνουν το χάος του ανικανοποίητου. Όχι, δεν είμαστε μονάχα όσα αποφασίζουμε να επιθυμούμε, όσα αποφασίζουμε να θυμόμαστε. Ιδίως δεν γίνεται να ξεχνάς τα παιδικά καλοκαίρια σου, τότε που ενώθηκες με τη γνήσια ψυχή σου.
Γι αυτό εγώ τα καλοκαίρια τα φοβάμαι. Θα με μελαγχολήσουν ξανά, το ξέρω, όπως πάντα απ’ όταν έφυγα από εκείνη την παραλία έξω απ’ τα Χανιά. Όπου κι αν πήγα μετά, εκείνη την άμμο γύρευα, εκείνα τα παιχνίδια, εκείνες τις φωνές, και δεν την ξαναβρήκα. Τουλάχιστον γνώρισα πώς περίπου θα είναι ο Παράδεισός μου, ακόμα κι αν ο δίκαιος Θεός αποφασίσει να με βγάλει απ έξω και μόνο πίσω από κάγκελα να τον κοιτώ.

(Από το ιστολόγιο tera-amou.pblogs.gr)

Τέρα Άμου

"Αλίμονο σε όποιον δεν προνόησε να κρύψει μικρούς ήλιους ή φεγγάρια πανσέληνα. Οι δαγκωματιές των ανθρώπων που μπαίνουν τόσο ξεδιάντροπα στων άλλων τις ζωές, προχωρούν στο σώμα, φτάνουν μέχρι τα παγωμένα ημερονύχτια της μοναξιάς.
Μη μένεις αδρανής. Αν πιστεύεις στη μοναδικότητα κάθε ανθρώπου, μη μένεις αδρανής. Άναψε ένα φεγγάρι και ξεγέλασέ τους. Κρύψου πίσω από τον ήλιο και θάμπωσε την περιέργειά τους.
Και να θυμάσαι τούτο: η άρνηση είναι πάντα πιο εύκολη απ' την αποδοχή. Είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη η εξιχνίαση της ψυχής του Αγαπημένου. Του οποιουδήποτε Αγαπημένου...".
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου "Τέρα Άμου", που έγραψε ο Νίκος Διακογιάννης και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Αρμός").

5 Αυγ 2008

"δε βρέθηκε η αλήθεια"

Στις ήσυχες μέρες του Αυγούστου
κάθε πρωί
ακούω να με καλεί
φωνή ζεστή
του ραδιοφώνου
συμπλήρωμα του χρόνου.
Κι αυτή κυλάει μέσα μου
σαν μια ρωγμή του ονείρου.

Κάθε τραγούδι
που ηχεί
μες στο δωμάτιο
έχει δικούς μου στίχους
που γράφονται στους τοίχους
εκείνη τη στιγμή.
Καθώς ακούω τη μουσική χωρίς φωνή
και μου ’γινε συνήθεια.

Μες στις ζεστές νύχτες του Αυγούστου
το φως στο δρόμο οπλίζεται
και η ψυχή μου αδειάζει
το σώμα μου ερεθίζεται
το σπίτι ξεθωριάζει.

Και κείνη και κείνη φωτεινή γραφή
στο αντικρινό παράθυρο
με τα γυμνά της στήθια
και τούτη η μέρα χάθηκε
δε βρέθηκε η αλήθεια.

«Ήσυχες μέρες του Αυγούστου»
και «Ζεστές νύχτες του Αυγούστου»… Δύο τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, σε δικούς του στίχους, για τις κινηματογραφικές «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη, με πρωταγωνιστές το Θανάση Βέγγο, την Αλέκα Παΐζη, τη Χρυσούλα Διαβάτη, τη Θέμιδα Μπαζάκα, την Ειρήνη Ιγγλέση και τον Αλέκο Ουδινότη.
Τα παραπάνω τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (μαζί με ένα ακόμα, το «Μικραίνει το φεγγάρι», σε στίχους του Νίκου Γκάτσου) θα τα βρείτε στο δίσκο της Νένας Βενετσάνου «Η Νένα Βενετσάνου τραγουδά Μάνο Χατζιδάκι», που κυκλοφόρησε από το «Σείριο» το 1998.

3 Αυγ 2008

Μήνας Αύγουστος...

Μήνας Αύγουστος… «Με τις μεγάλες μνήμες», όπως γράφει ο ποιητής… Ήσυχες μέρες του Αυγούστου… Ζεστές νύχτες του Αυγούστου… Άδειες… Τις περιμένω και πάλι… Για να ξαναζήσω τη συνωμοσία των εναπομεινάντων στην έρημη πόλη… Αυτών που δεν έφυγαν… Που φεύγουν αλλιώς… Με τρόπο «άλλο», δικό τους…


(Σκηνή από τις κινηματογραφικές «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη)