Η μακρά δισκογραφική ιστορία της Σωτηρίας Μπέλλου άρχισε το 1947. Τη χρονιά εκείνη ηχογράφησε στην «Κολούμπια» δύο τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη: «Όταν πίνεις στην ταβέρνα» και «Το παιδί που είχες φίλο».
Έχει ενδιαφέρον, όμως, κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα και αφήνοντας πίσω μας τα «μεγάλα» τραγούδια της Μπέλλου και τις ιστορικές συνεργασίες της με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, το Μητσάκη και τους άλλους συνθέτες του λαϊκού και του ρεμπέτικου, να σταθούμε εκτενέστερα στη δεκαετία του ογδόντα.
Τότε, μετά από μια περίοδο «αποστρατείας», η Σωτηρία Μπέλλου επανήλθε δυναμικά στο δισκογραφικό προσκήνιο («η ανάγκη της για τον επιούσιο και για το όνειρο μιας επανένταξης στο σύστημα», ισχυρίζεται ο Μάνος Ελευθερίου), μέσα από τις συνεργασίες της, μεμονωμένες ή ολοκληρωμένες, με νεότερους δημιουργούς του καλούμενου «έντεχνου» τραγουδιού. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές:
Με το Βασίλη Δημητρίου το 1976 στο «Σεργιάνι στον παράδεισο» (τραγούδησε τέσσερα τραγούδια σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου), με το Δήμο Μούτση το 1981 στο «Φράγμα» (τραγούδησε τρία τραγούδια σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη), με τον Ηλία Ανδριόπουλο σε δύο μεγάλους δίσκους (στα «Λαϊκά προάστια» του 1980 σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και στις «Ξένες πόρτες» του 1985 σε στίχους Μάνου Ελευθερίου), με το Δημήτρη Λάγιο στον «Αη- λαό» (1983) σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, με το Στέλιο Βαμβακάρη στο «Άνοιξα πόρτα στη ζωή» (1985) σε στίχους Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, Κ. Κινδύνη, Ν. Ρούτσου και Γ. Παναγιώτη.
Όλων αυτών είχε προηγηθεί, στα μέσα του ’70, η ιστορική, πια, συμμετοχή της Μπέλλου στα «Δέκα χρόνια κομμάτια», όπου τραγούδησε το, κατ’ αυτή, ροκ «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου…
Είναι εξαιρετικά σημαντική αυτή η «έντεχνη» καριέρα της Μπέλλου, τόσο επειδή τη διατήρησε στην επικαιρότητα και ανανέωσε το μύθο της για κάμποσα χρόνια, περίπου είκοσι –αρχίζοντας από τη συμμετοχή της στο δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» (1973) του Αργύρη Κουνάδη με στίχους Βαγγέλη Γκούφα– όσο, κυρίως, γιατί την έφερε σε επαφή με ένα νεότερο κοινό, που δεν την γνώριζε ενδεχομένως πριν σε ικανοποιητικό βαθμό και που την ανακάλυπτε εκ νέου σε εκδόσεις διόλου ευκαταφρόνητες.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτή η στροφή της ρεμπέτισσας, στη δεκαετία του ογδόντα, έγινε ύστερα από την παρότρυνση του ισχυρού άντρα της «Λύρας» Αλέκου Πατσιφά ή από το δικό της ένστικτο καλλιτεχνικής επιβίωσης. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η Μπέλλου, αν και δε βρισκόταν πια ούτε στην πρώτη γραμμή ούτε στην πρώτη νιότη, αξιώθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια με πολύ ισχυρό σήμα, όπως το «Δε λες κουβέντα» του Μούτση και του Τριπολίτη ή κάποια από τα τραγούδια των «Λαϊκών προαστίων» του Ανδριόπουλου και του Μπουρμπούλη, όπως για παράδειγμα, «Στην πλατεία Βάθης» ή το «Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει…».
Έξι χρόνια πριν το τέλος της ζωής της, η Μπέλλου μπήκε για τελευταία φορά στο στούντιο, προκειμένου να συμμετάσχει στο δίσκο του Κώστα Καλδάρα «Γεια σας… που πέφτουν τα σύνορα;». Κυκλοφόρησε το 1991, με δώδεκα τραγούδια του Κώστα Καλδάρα σε στίχους δικούς του και του Γιώργου Κρητικού, που ερμήνευσαν, εκτός από τη Μπέλλου, η Βίκυ Μοσχολιού, η Ελένη Βιτάλη, ο Βασίλης Λέκκας, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Αφροδίτη Μάνου.
Η Μπέλλου τραγούδησε δύο τραγούδια: την «Αναμέτρηση» σε στίχους του Κώστα Καλδάρα και «Πες μου λοιπόν» σε στίχους του Γιώργου Κρητικού. Αυτές ήταν οι δυο τελευταίες ηχογραφήσεις της, μαζί με μια συμμετοχή στο δίσκο του Γιάννη Πετρόπουλου «Όταν μου μιλάς», πάλι το 1991. Μαζί του τραγούδησε το «Ζήτησες άσυλο καρδιά μου» του Γιώργου Κατσαρού.
Κλείνοντας, να αναφερθούμε με δυο γραμμές στη σχέση της Μπέλλου με το Μάνο Χατζιδάκι. Δικό του τραγούδι δεν δισκογραφήθηκε ποτέ με τη φωνή της, όσο κι η Μπέλλου το επιθυμούσε πάρα πολύ. Λέγεται ότι το 'χε παράπονο, αφού γνώριζε το Χατζιδάκι από πολύ παλιά, από την εποχή της ιστορικής του διάλεξης για το ρεμπέτικο.
Μόνο το 1976, σε μια «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου προς τιμήν της, η Σωτηρία Μπέλλου τραγούδησε, έστω και στην τηλεόραση, ένα κλασικό τραγούδι του Χατζιδάκι, το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά»…
Έχει ενδιαφέρον, όμως, κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα και αφήνοντας πίσω μας τα «μεγάλα» τραγούδια της Μπέλλου και τις ιστορικές συνεργασίες της με τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, το Μητσάκη και τους άλλους συνθέτες του λαϊκού και του ρεμπέτικου, να σταθούμε εκτενέστερα στη δεκαετία του ογδόντα.
Τότε, μετά από μια περίοδο «αποστρατείας», η Σωτηρία Μπέλλου επανήλθε δυναμικά στο δισκογραφικό προσκήνιο («η ανάγκη της για τον επιούσιο και για το όνειρο μιας επανένταξης στο σύστημα», ισχυρίζεται ο Μάνος Ελευθερίου), μέσα από τις συνεργασίες της, μεμονωμένες ή ολοκληρωμένες, με νεότερους δημιουργούς του καλούμενου «έντεχνου» τραγουδιού. Οι σημαντικότερες απ’ αυτές:
Με το Βασίλη Δημητρίου το 1976 στο «Σεργιάνι στον παράδεισο» (τραγούδησε τέσσερα τραγούδια σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου), με το Δήμο Μούτση το 1981 στο «Φράγμα» (τραγούδησε τρία τραγούδια σε στίχους του Κώστα Τριπολίτη), με τον Ηλία Ανδριόπουλο σε δύο μεγάλους δίσκους (στα «Λαϊκά προάστια» του 1980 σε στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη και στις «Ξένες πόρτες» του 1985 σε στίχους Μάνου Ελευθερίου), με το Δημήτρη Λάγιο στον «Αη- λαό» (1983) σε στίχους του Μιχάλη Μπουρμπούλη, με το Στέλιο Βαμβακάρη στο «Άνοιξα πόρτα στη ζωή» (1985) σε στίχους Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, Κ. Κινδύνη, Ν. Ρούτσου και Γ. Παναγιώτη.
Όλων αυτών είχε προηγηθεί, στα μέσα του ’70, η ιστορική, πια, συμμετοχή της Μπέλλου στα «Δέκα χρόνια κομμάτια», όπου τραγούδησε το, κατ’ αυτή, ροκ «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου…
Είναι εξαιρετικά σημαντική αυτή η «έντεχνη» καριέρα της Μπέλλου, τόσο επειδή τη διατήρησε στην επικαιρότητα και ανανέωσε το μύθο της για κάμποσα χρόνια, περίπου είκοσι –αρχίζοντας από τη συμμετοχή της στο δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» (1973) του Αργύρη Κουνάδη με στίχους Βαγγέλη Γκούφα– όσο, κυρίως, γιατί την έφερε σε επαφή με ένα νεότερο κοινό, που δεν την γνώριζε ενδεχομένως πριν σε ικανοποιητικό βαθμό και που την ανακάλυπτε εκ νέου σε εκδόσεις διόλου ευκαταφρόνητες.
Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν αυτή η στροφή της ρεμπέτισσας, στη δεκαετία του ογδόντα, έγινε ύστερα από την παρότρυνση του ισχυρού άντρα της «Λύρας» Αλέκου Πατσιφά ή από το δικό της ένστικτο καλλιτεχνικής επιβίωσης. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η Μπέλλου, αν και δε βρισκόταν πια ούτε στην πρώτη γραμμή ούτε στην πρώτη νιότη, αξιώθηκε να ηχογραφήσει τραγούδια με πολύ ισχυρό σήμα, όπως το «Δε λες κουβέντα» του Μούτση και του Τριπολίτη ή κάποια από τα τραγούδια των «Λαϊκών προαστίων» του Ανδριόπουλου και του Μπουρμπούλη, όπως για παράδειγμα, «Στην πλατεία Βάθης» ή το «Μην κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει…».
Έξι χρόνια πριν το τέλος της ζωής της, η Μπέλλου μπήκε για τελευταία φορά στο στούντιο, προκειμένου να συμμετάσχει στο δίσκο του Κώστα Καλδάρα «Γεια σας… που πέφτουν τα σύνορα;». Κυκλοφόρησε το 1991, με δώδεκα τραγούδια του Κώστα Καλδάρα σε στίχους δικούς του και του Γιώργου Κρητικού, που ερμήνευσαν, εκτός από τη Μπέλλου, η Βίκυ Μοσχολιού, η Ελένη Βιτάλη, ο Βασίλης Λέκκας, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Αφροδίτη Μάνου.
Η Μπέλλου τραγούδησε δύο τραγούδια: την «Αναμέτρηση» σε στίχους του Κώστα Καλδάρα και «Πες μου λοιπόν» σε στίχους του Γιώργου Κρητικού. Αυτές ήταν οι δυο τελευταίες ηχογραφήσεις της, μαζί με μια συμμετοχή στο δίσκο του Γιάννη Πετρόπουλου «Όταν μου μιλάς», πάλι το 1991. Μαζί του τραγούδησε το «Ζήτησες άσυλο καρδιά μου» του Γιώργου Κατσαρού.
Κλείνοντας, να αναφερθούμε με δυο γραμμές στη σχέση της Μπέλλου με το Μάνο Χατζιδάκι. Δικό του τραγούδι δεν δισκογραφήθηκε ποτέ με τη φωνή της, όσο κι η Μπέλλου το επιθυμούσε πάρα πολύ. Λέγεται ότι το 'χε παράπονο, αφού γνώριζε το Χατζιδάκι από πολύ παλιά, από την εποχή της ιστορικής του διάλεξης για το ρεμπέτικο.
Μόνο το 1976, σε μια «Μουσική βραδιά» του Γιώργου Παπαστεφάνου προς τιμήν της, η Σωτηρία Μπέλλου τραγούδησε, έστω και στην τηλεόραση, ένα κλασικό τραγούδι του Χατζιδάκι, το «Είμ’ αητός χωρίς φτερά»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου