30 Ιαν 2010

faux

Έφυγες με φόρα… Χωρίς ούτε μια "καληνύχτα" για συντροφιά… Κι ήθελα πολλά να σου πω...
Η νύχτα ήταν υγρή… Απ’ τα δάκρυα της θλίψης…
Να προσέχεις τα λάφυρα της νύχτας, μονολόγησα, όταν έκλεινες την πόρτα πίσω μου…

Τα λάφυρα της νύχτας… Τα βλέπει η μέρα και γελάει… Γιατί ήταν faux…



«Είσαι η νύχτα με τα αινίγματα»
Μουσική: Νίκος Αντύπας
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου
Δίσκος: «Έϊ» (1994)

«Έλα...»

«το γυαλινό μου κόσμο
έλα να δεις...»



«Γυαλί ντουνιάς»
Μουσική & Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή
Δίσκος: «Το σ' αγαπώ μπορεί» (2004)

24 Ιαν 2010

και...

-κρύες μέρες... και νύχτες...

-εντός και εκτός;

-εντός και εκτός...

-σε λίγο θα έχουμε άνοιξη...



«Καθώς περνά η ώρα»
Μουσική & Στίχοι: Νίκος Ζούδιαρης
Ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης
Δίσκος: «Στην αγορά του κόσμου» (1993)

20 Ιαν 2010

«στην ξενιτιά...»

Υπάρχει και η μέσα μας ξενιτιά...

Εκεί που πολλές φορές αυτοεξοριζόμαστε...



«Τώρα που πας στην ξενιτιά»
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία: Νάνα Μούσχουρη
Δίσκος: «LIVE AT HEROD ATTICUS»

19 Ιαν 2010

Μια τόσο ωφέλιμη «Νεροποντή»…

Ήταν, χωρίς δεύτερη σκέψη, ένας από τους καλύτερους -για να μην πω ο καλύτερος- δίσκους της χρονιάς που φεύγει. Ο λόγος για τη «Νεροποντή» του Αλκίνοου Ιωαννίδη, που… ξέσπασε την περασμένη άνοιξη. Ένας δίσκος με λόγο ύπαρξης από έναν τραγουδοποιό που κάθε φορά, δίσκο με το δίσκο, προχωρά τη γραφή του, εξελίσσει τα εκφραστικά του μέσα, ανανεώνει τη στιχουργία του, ψάχνεται, παιδεύεται, ποιεί μουσική όχι για καταναλωτική χρήση, αλλά από μια εσωτερική ανάγκη επικοινωνίας. Είναι καλλιτέχνης ο Αλκίνοος με το «Κ» κεφαλαίο σε μια εποχή που στο ελληνικό τραγούδι το είδος τελεί εν ανεπαρκεία. Μπορεί να έχουμε ενδιαφέρουσες φωνές, συμπαθητικούς δημιουργούς, στιχουργούς που άλλοι λένε κάτι κι άλλοι προσπαθούν να πούνε κάτι, αλλά οι αληθινοί καλλιτέχνες μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Αλκίνοος κατατάσσεται δίκαια σ’ αυτή την κατηγορία. Διάφανος, μελωδικός, ποιητικός, οργισμένος κάποιες φορές, σκωπτικός κάποιες άλλες, διεισδυτικός πάντα και καίριος στις παρατηρήσεις του, γήινος και απόκοσμος μαζί, «συνθέτει» με τα τραγούδια μιας τόσο ωφέλιμης «Νεροποντής» ένα ζωγραφικό πίνακα με έντονα χρώματα και λεπτές αποχρώσεις.
Να έρθουμε τώρα και σε μερικά στατιστικά. Από τις «Περιπέτειες ενός προσκυνητή» του 2003 μέχρι τη «Νεροποντή» του 2009 πέρασαν έξη ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτό ο Ιωαννίδης μπορεί να μην έμεινε άπραγος δισκογραφικά, δεν παρουσίασε, όμως, καινούργιο υλικό. Το 2006, με τη σύμπραξη του Μιλτιάδη Παπαστάμου, ηχογράφησε δεκατρία παραδοσιακά τραγούδια της Κύπρου στην έκδοση «Που Δύσην ως Ανατολήν». Η προσωπική του δισκογραφία συμπληρώνεται από τη «Συνάντηση», ένα διπλό cd με συγκεντρωμένες τις δισκογραφικές συμμετοχές του από το 1994 ως το 2006.
Το 2007 τον βρίσκουμε στο άλμπουμ «Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου» να τραγουδά τα «Εναέρια τρένα» σε μουσική δική του και στίχους του Άλκη Αλκαίου, έχοντας προηγηθεί το 2006 οι «4 θεατρικοί μύθοι» του Μάνου Χατζιδάκι («Ματωμένος γάμος» του Λόρκα σε στίχους Νίκου Γκάτσου, «Κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Ιάκωβου Καμπανέλλη και «Καπετάν Μιχάλης» του Νίκου Καζαντζάκη), ερμηνευμένοι από τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και το Μανώλη Λιδάκη.
Να μη ξεχάσουμε και το διπλό live cd από τη συναυλία στο Λυκαβηττό, το Σεπτέμβριο του 2006, με τη Χαρούλα Αλεξίου και το Σωκράτη Μάλαμα.
Και πάλι πίσω στη «Νεροποντή», όπου ο Αλκίνοος συνεργάστηκε με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βουλγαρικής Εθνικής Ραδιοφωνίας, την παιδική χορωδία του ωδείου «Ηχογέννηση» και το φωνητικό σύνολο «Εν φωναίς». Υπάρχει, ακόμα, ένα ντουέτο - έκπληξη με τη Σόνια Θεοδωρίδου, ενώ το εξώφυλλο είναι έργο του πατέρα του Άντη Ιωαννίδη.
Ακούστε το εισαγωγικό τραγούδι «Ο δρόμος σου είσαι εσύ», την «Πατρίδα», το «Απόψε», το «Ήταν ανάγκη;», το «Πέρασμα», το «Έλα κοντά», ακούστε τα όλα, το ένα μετά το άλλο και θα διαπιστώσετε πως μέσα από την πολυμορφία των ήχων του, την ενορχηστρωτική του μαεστρία, τον ποιητικό του λόγο, που είναι τόσο ώριμος και τόσο «φρέσκος» συνάμα και σαφέστατα μέσα από τις καλοδουλεμένες ερμηνείες του ο Αλκίνοος Ιωαννίδης καταθέτει, με τη «Νεροποντή», ένα δισκογραφικό έργο τέχνης!
Και μας καλεί με τα τραγούδια του σ’ ένα λυτρωτικό ταξίδι ψυχής, καθόλου εύκολο και καθόλου προβλέψιμο, που αν δεν το ακολουθήσουμε, εμείς θα είμαστε οι χαμένοι…

Μια αποτυχημένη «Προσωπογραφία»

Η ίδια δηλώνει πως «παρότι είναι ένας πολυσυλλεκτικός δίσκος, η αλληλουχία των τραγουδιών εξυπηρετεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, καθώς και ένα συνολικό ηχητικό concept».
Ο λόγος για την «Προσωπογραφία», που ξανάφερε την Τάνια Τσανακλίδου στο δισκογραφικό προσκήνιο, μετά από απουσία οχτώ χρόνων. Η τελευταία φορά που είχε παρουσιάσει δίσκο με καινούργιο υλικό ήταν το 2001, όταν κυκλοφόρησε «Το χρώμα της μέρας» με τραγούδια του Μιχάλη Δέλτα γραμμένα για τη φωνή της. Ακολούθησαν δύο διπλά live άλμπουμ, ένα από τις εμφανίσεις της με τη Δήμητρα Γαλάνη στο «Ζυγό» (2001-2002) κι ένα από τη στάση της για δύο σεζόν στη μουσική σκηνή «Μετρό» (2003-2005).
Τι έφερε η «Προσωπογραφία»; Μμμ… Τίποτα! Εννιά καινούργια τραγούδια που ούτε με συγκίνησαν ούτε μου «είπαν» κάτι ούτε ανανέωσαν την πολύχρονη σχέση αγάπης μου με την Τάνια Τσανακλίδου και το μέχρι τώρα ρεπερτόριό της. Στην «Προσωπογραφία» ζήτησε από νέους δημιουργούς (Γιάννης Χριστοδουλόπουλος, Ελεάνα Βραχάλη, Θέμης Καραμουρατίδης, Γεράσιμος Ευαγγελάτος, Θοδωρής Οικονόμου, Άκης Δήμου και Σταύρος Σταύρου) να της γράψουν τραγούδια. Άσχετα, αν στους νέους μπήκε ως σφήνα και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας με την «Καληνύχτα» του σε στίχους Γιάννη Μαύρου. Ως εδώ καλά. Έλα, όμως, που το υλικό… μπάζει. Τραγούδια χωρίς καμιά μουσική έμπνευση ή πρωτοτυπία, με μια συνηθισμένη και -επιτρέψτε μου την έκφραση- ξενέρωτη ερωτική θεματολογία στους στίχους τους, που τα ακούς κι αναρωτιέσαι με ποιο κριτήριο καλλιτεχνικής… απελπισίας τα επέλεξε.
Με την «Προσωπογραφία» η Τάνια Τσανακλίδου φαίνεται ότι παρασύρθηκε και έχασε το μέτρο. Εκείνη που κάθε φορά έκανε το κάθε της δισκογραφικό βήμα χωρίς βιασύνη, τώρα παρουσίασε κάτι τόσο πρόχειρο, τόσο ίδιο και τόσο βαρετό. Μπορεί να βασίστηκε σε δημιουργούς της νεότερης γενιάς, όμως το ατού της ιδέας να συνεργαστεί μαζί τους γύρισε μπούμερανγκ. Φάνηκε ότι δεν έψαξε πολύ -για να μην πω καθόλου- ούτε είχε απαιτήσεις από το υλικό που της έδωσαν. Αλήθεια, τι την έκανε να χτυπήσει λ.χ. την πόρτα του Γιάννη Χριστοδουλόπουλου; Ζήλεψε, μήπως, τη συνθετική γραφή του στους δίσκους του με το Γιάννη Πάριο, την Άλκηστη Πρωτοψάλτη και το Γιώργο Τσαλίκη; Τι βρήκε, άραγε, στα στιχάκια της Ελεάνας Βραχάλη; Εκτός αν είχε η Τάνια Τσανακλίδου την ανάγκη να προσθέσει στα μεγάλα τραγούδια των συνθετών που ερμήνευσε όλα αυτά τα χρόνια κι ένα σουξέ της σειράς -στο «Εγώ για δύο» αναφέρομαι- και να ακουστεί έτσι σε ένα κοινό που δεν πρόκειται, βέβαια, να ψάξει και βρει περαιτέρω ποια είναι η Τσανακλίδου και η ιστορία της.
Τα δύο τραγούδια που ξεχώρισαν και που δείχνουν ότι έχουν να πουν κάτι διαφορετικό είναι αυτά που της έγραψαν ο Θέμης Καραμουρατίδης και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, γνωστοί από τη συνεργασία τους με τη Νατάσσα Μποφίλιου. Όμως κι αυτά τα τραγούδια («Αυτό είμαι» και «Νύχτα της φωτιάς») χαντακώθηκαν μέσα στο γενικότερο αδιάφορο σύνολο του δίσκου και στην ερμηνευτική υπερβολή της Τσανακλίδου.
Κρίμα. Γιατί περιμέναμε η απουσία τόσων χρόνων να γεννήσει κάτι ουσιαστικό και μέσα από τη σιωπή της η Τάνια Τσανακλίδου να «μιλήσει» τώρα πια αλλιώς στην ψυχή μας. Δε μίλησε. Ούτε, καν, τραγούδησε. Φώναξε. Και φώναξε πολύ. Και με τρόπο που, εν πολλοίς, ακούγεται υστερικός. Κι ανέδειξε μέσα από τα τραγούδια μιας αποτυχημένης «Προσωπογραφίας» έναν κακό εαυτό της, που μάλλον δεν μπορεί, πια, να ελέγξει…

«Και πάλι χαίρετε!»

Είχαμε να την ακούσουμε δεκατέσσερα χρόνια σε καινούργια τραγούδια… H τελευταία φορά ήταν το 1995, όταν κυκλοφόρησε ο «Έμπορος ονείρων». Μετά χάθηκε δισκογραφικά για να επιστρέψει τώρα, να μας πει «Και πάλι χαίρετε!» και σ’ ένα διπλό άλμπουμ να παρουσιάσει «φρέσκα» τραγούδια, αλλά και μερικά από προηγούμενες δουλειές της, ξανακοιταγμένα εδώ. Ο λόγος, βεβαίως, για την Αρλέτα. Όχι πως έφυγε ποτέ απ’ το προσκήνιο της καρδιάς μας, αλλά θέλαμε πολύ να την ξανακούσουμε, να νιώσουμε ότι είναι εδώ, δρώσα, παρούσα. Και, ιδιαίτερα, μετά την αίσια έκβαση που είχε η τελευταία μεγάλη περιπέτεια της υγείας της…
Με τα λόγια της Αρλέτας:
«Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα μετά από κάπου δεκατρία χρόνια θα κατάφερνα να ξεφουρνίσω ένα καινούριο και μάλιστα διπλό cd. Ήταν η τρίτη φορά που ξεκινούσε, τις δύο προηγούμενες σκόνταψε άδοξα σε προβλήματα της υπέροχης υγείας μου. Τα πρώτα τραγούδια που έγιναν ήταν remix παλιότερων αριστουργημάτων μου, που τα φτιάχναμε με τον Ηλία (Κατελάνο) στο σπίτι του, δηλαδή αυτός τα έφτιαχνε κι εγώ κάθε λίγο χανόμουνα σε κάποιο νοσοκομείο. Το σωτήριον 2009, κατόπιν επιμονής και υπομονής του τελευταίου των Μοϊκανών και παλιού συνεργάτη μου από τα ηρωικά χρόνια Γιώργου Μακράκη, ο οποίος ευτυχώς είναι μεγάλης αντοχής, ξεκινήσαμε πάλι. Σας τα λέω περιληπτικά γιατί αν βάλω λεπτομέρειες, μάλλον για μυθιστόρημα πάω. Επέμενε για διπλό cd, μιας και όταν είσαι πάνω από σαράντα χρόνια φούρναρης, πρέπει να το γιορτάζεις με κάτι. Δεν πίστευα ούτε σε μονό cd. Αλλά ο Γιώργος είναι της άποψης ότι τρώγοντας έρχεται η όρεξη και τελικά δίκιο είχε. Σιγά σιγά θυμήθηκα υλικό που είχε ως δια μαγείας συγκεντρωθεί αυτά τα χρόνια της απουσίας, το οποίο τελικά δεν εστερείτο ουσίας νομίζω. Εκλήθη στα όπλα ο παλαιός των ημερών Βασίλης Ρακόπουλος και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει σχήμα αυτό το “Και πάλι χαίρετε!”.
Αν δεν είναι του γούστου σας, πετάξτε το γρήγορα στα περιστέρια. Αν είναι, θα χαρώ χαρά μεγάλη η νεκραναστημένη»
.
Στη μουσική των τραγουδιών, εκτός απ’ την Αρλέτα, συνέδραμε ο παλιός της συνεργάτης από την εποχή του «Άσε τα κρυφά κρυμμένα» (εκεί είχε γράψει την «Εκδρομή») και του «Έμπορου ονείρων» (δικό του το ομότιτλο) Βαγγέλης Γεωργίου, καθώς και ο Βασίλης Ρακόπουλος. Με στίχους τους συμμετείχαν η Σάννυ Μπαλτζή και η Σωτηρία Μπαβέλου, που αμφότερες είχαν συνεργαστεί και στο παρελθόν με την Αρλέτα. Σε στίχους του Αλέξανδρου Δήμα, βρίσκουμε ξανά το τραγούδι «Αγαπάω τη βροχή», που τραγούδησε η Αρλέτα για πρώτη φορά στον «Εκτός έδρας» δίσκο της με τη Σοφία Βόσσου, το 1989. Υπάρχει και το «Με σημάδεψες», σε μουσική και στίχους Αρλέτας, που ηχογράφησε ο Πέτρος Γαϊτάνος στο δεύτερο προσωπικό του δίσκο «Γυάλινος δρομέας», εν έτει 1992.
Στο δεύτερο cd, αυτό με τα παλιά της κομμάτια σε νέα, όμως, ενορχήστρωση του Ηλία Κατελάνου θα βρείτε και κάποια απρόσμενα τραγούδια, όπως το «Κλαις» του Λεό Ραπίτη και του Κώστα Κοφινιώτη, το γαλλικό «Plaisir d’ amour», το παραδοσιακό νανούρισμα «Ο βουτηχτής» και τα ηπειρώτικα «Στης πικροδάφνης τον ανθό» και «Κοντούλα λεμονιά». Τα σχέδια στο εξώφυλλο και το ένθετο του cd είναι φτιαγμένα απ’ την ίδια την Αρλέτα.
Να μη ξεχάσουμε, ότι δύο χρόνια πριν, η Αρλέτα βγήκε για λίγο από το «κελί» της ησυχίας της και ηχογράφησε τότε ένα καινούργιο τραγούδι, την «Εχεμύθεια», σε μουσική του Νίκου Ζούδιαρη και στίχους του Άλκη Αλκαίου για το δίσκο «Οι τροβαδούροι της καρδιάς μου».
Η Αρλέτα είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού. Μια «δασκάλα στο αίσθημα», όπως την αποκάλεσε ο Σταμάτης Κραουνάκης. Δεν πουλήθηκε ποτέ κι άφησε να την «αγοράσουν» μόνο όσοι είχαν νηστέψει από τις «πολλές συνάφειες», για να μπορέσουν να κοινωνήσουν έτσι το σώμα και το αίμα της τέχνης της. Έχοντας ως αφετηρία της το «Νέο Κύμα», εκτέθηκε και η ίδια από ένα σημείο και μετά και ως δημιουργός. Τα τραγούδια της όχι μόνο σου κλείνουν το μάτι, αλλά σε κινητοποιούν με την αλήθεια, το χιούμορ, το σαρκασμό τους. Εκεί που σου χαμογελούν και σε γλυκαίνουν -χωρίς ούτε για μια στιγμή να γίνονται μελό- την ίδια ώρα σου ξύνουν μια πληγή ή σου ανοίγουν μια άλλη…
Έχει μια άλλη προσέγγιση η Αρλέτα στα πράγματα εντός και εκτός της, της αρέσει να παρατηρεί γύρω της τους ανθρώπους με μια ματιά τόσο δική της, που όταν γίνεται τραγούδι μας ακουμπάει με ένα μυστηριώδη τρόπο όλους. «Νομίζω ότι είμαι πολύ παρεξηγημένη και ως καλλιτέχνης», λέει σε πρόσφατη συνέντευξή της στη «Lifo». Και συνεχίζει: «Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουνε μείνει σε ένα πολύ χαμηλότονο, απαλό και ολίγον γλυκερό, κατά τη γνώμη τους, πράγμα. Το γλυκερό προσωπικά ποτέ δεν το άντεξα και δεν πιστεύω ότι υπήρξα ποτέ μου γλυκερή».
Ως παρουσία στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, σαράντα χρόνια τώρα, η Αρλέτα ούτε πήρε ούτε έδωσε σκυτάλη. Δεν εντάχτηκε σε «σχολή», αλλά ούτε και επιδίωξε να δημιουργήσει. Δεν απέκτησε «ταυτότητα», δεν έκανε καριέρα, δεν την ενδιέφερε να κάνει. Ήταν και παραμένει ένα «νησί μέσα στην πόλη», μια αυτόνομη καλλιτεχνική περσόνα, που η γραφή της δεν έχει σχέση ούτε με το ρεαλισμό της Αφροδίτης Μάνου ούτε με το «αλαφροΐσκιωτο» της Μελίνας Τανάγρη, για να μνημονεύσω δύο μόνο από τις γυναίκες τραγουδοποιούς του χώρου. Παρέμεινε αυτόφωτη και αυτάρκης, μια εκλεκτή τραγουδοποιός χαμηλών τόνων, που όμως το σήμα του έργου της προκαλούσε δυνατές ψυχικές δονήσεις…
Θα κλείσουμε, με τις τελευταίες γραμμές από το ένθετο σημείωμα της Αρλέτας στο «Και πάλι χαίρετε!»:
«Βγήκα από τα πέτρινα χρόνια μου με χρέη προς όλους όσους στάθηκαν δίπλα μου και τους ευχαριστώ από καρδιάς, ως τον τελευταίο που έστειλε e-mail ή έκανε μια προσευχή όταν την χρειαζόμουνα τόσο. Και ήταν πολλοί, πολύ περισσότεροι απ’ ό,τι μπορούσα να φανταστώ. Ζητώ συγγνώμη, δεν το ήξερα. Ελπίζω κάτι να τους προσφέρω και τώρα. Και πάλι χαίρετε, φίλοι μου. Ευχαριστώ από καρδιάς».
Κι εμείς ευχαριστούμε κυρία Τσάπρα…
Αρλέτα μας…

17 Ιαν 2010

Όταν η Δήμητρα Γαλάνη «συνάντησε» το Βασίλη Τσιτσάνη...

«1974, λοιπόν, αν θυμάμαι καλά και η πορεία μου στο τραγούδι έχει ήδη αρχίσει δίπλα στους πιο καταξιωμένους δημιουργούς. Το τηλέφωνο χτυπάει κι ακούω τη φωνή του δασκάλου να μου λέει ότι θα ήθελε να πω σ’ έναν καινούργιο δίσκο το ένα τραγούδι που παλαιότερα είχε τραγουδήσει η Στέλλα Χασκίλ, το "Ακρογιαλιές δειλινά". Το μόνο που καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή ήταν ότι μιλούσα με τον ζωντανό μύθο του τραγουδιού και ότι είχα φοβερή αγωνία για το κατά πόσον θα ήμουν αντάξια της επιλογής του…».
Δήμητρα Γαλάνη, εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (19 Ιανουαρίου 1994).

«… Ο Τσιτσάνης μου έδειξε το δρόμο. Μου έδειξε πώς να φραζάρω σ’ αυτό το είδος. Μόνη, δεν θα το τολμούσα ποτέ. Είχα την αίσθηση του γελοίου. Είχα τον φόβο μην κάνω κάτι που να είναι γελοίο. Από τη μία μεριά αυτό με ανέστειλε σε πολλά, από την άλλη, όμως, μου έκανε και πολύ καλό, γιατί απέφυγα κακοτοπιές. Τραγουδάω, πια, Τσιτσάνη έχοντας περάσει από το σχολείο Τσιτσάνη».
Δήμητρα Γαλάνη, περιοδικό «Δίφωνο» (τ. 1).

To 1973, στο δίσκο «Τα ωραία του Τσιτσάνη», με βασικούς ερμηνευτές το Γρηγόρη Μπιθικώτση και το Σταμάτη Κόκοτα, η Δήμητρα Γαλάνη συμμετείχε τραγουδώντας, σε δεύτερη εκτέλεση, τις «Ακρογιαλιές - δειλινά», μαζί με τον Τσιτσάνη και «Το όνειρο της αδερφής». Δυο χρόνια αργότερα, το 1975, στο δίσκο «Σκοπευτήριο», με τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Λιζέττα Νικολάου, ηχογράφησε σε πρώτη εκτέλεση τα τραγούδια του Τσιτσάνη «Η σκιά μου κι εγώ» και «Σταυραετός» σε στίχους του Κώστα Βίρβου.
Το 1983 κυκλοφόρησε ο «Ατέλειωτος δρόμος», ένας διπλός δίσκος της Γαλάνη, που περιείχε είκοσι τραγούδια διαφόρων δημιουργών. Μια μικρή ανθολογία με «παλιά και καινούργια τραγούδια, ελληνικά και ξένα, ρεμπέτικα και μπλουζ». Ανάμεσά τους και τρία του Τσιτσάνη: «Ακρογιαλιές δειλινά», «Κάθε βράδυ πάντα λυπημένη» και «Τα λιμάνια».
Το 1992 στο δίσκο της «Μ’ ένα γλυκό αναστεναγμό» -«δάνειο» από το στίχο του Τσιτσάνη στο «Ό, τι κι αν πω»: «λέω με δάκρυα και καημό κι έναν πικρό αναστεναγμό»- ο «δάσκαλος» είχε και πάλι θέση στο ρεπερτόριο της «μαθήτριάς» του. Με τα τραγούδια «Η σκιά μου κι εγώ» σε στίχους Βίρβου «καρφωμένους» στη μουσική, «Νοσταλγία» και «Ό, τι κι αν πω δε σε ξεχνώ» σε στίχους Τσιτσάνη. Στο ένθετο της έκδοσης, η Δήμητρα Γαλάνη γράφει:
«Ό, τι κι αν πω δε σε ξεχνώ… Βασίλη Τσιτσάνη και σ’ ευχαριστώ για ό, τι έμαθα κοντά σου και μέσα από το έργο σου. Ψάχνοντας από τότε, σχεδόν την κάθε νότα, την κάθε λέξη που έχεις γράψει, μπόρεσα να ανακαλύψω τον πλούτο της λαϊκής μας παράδοσης, την παγκοσμιότητα της μουσικής σου, την πραγματική έννοια του δημιουργού. Και τώρα που δεν είσαι πια εδώ να δεις τη σκοτεινιά αυτής της εποχής, προσπαθώ κι εγώ -με τον τρόπο μου- να σώσω ό, τι ακριβό έχει μείνει…».
Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του δίσκου της «Μ’ ένα γλυκό αναστεναγμό», η Δήμητρα Γαλάνη αναβίωσε για τρεις χρονιές το «Χάραμα» του Βασίλη Τσιτσάνη. Η Λίνα Νικολακοπούλου επιμελήθηκε ένα ξεχωριστό λαϊκό πρόγραμμα, που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και αποτυπώθηκε σε δύο live δίσκους: «Η Δήμητρα Γαλάνη στο Χάραμα», με τη συμμετοχή της Ελένης Τσαλιγοπούλου και του Γεράσιμου Ανδρεάτου στον πρώτο, της Έλλης Πασπαλά και του Φίλιππου Πλακιά στο δεύτερο.
«Το ΧΑΡΑΜΑ ήταν πάντα εκεί. Δίπλα στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, μέσα στα δέντρα. Ένα κέντρο μακριά απ’ το κέντρο, αλλά μέσα στην καρδιά όλων αυτών που πέρασαν μία νύχτα της ζωής τους σ’ αυτό το χώρο. Ακούγοντας τον Τσιτσάνη… ήσουν παρών κι αυτόπτης μάρτυς της ιστορίας που γραφόταν κάθε λεπτό και που αργότερα έγινε μύθος κι απ’ αυτό το μύθο κρατιόμαστε ακόμα κάθε φορά που το παρόν δε μας αρκεί για μέλλον». Λίνα Νικολακοπούλου.

Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη υπάρχουν και στις παρακάτω δισκογραφικές εκδόσεις, από live εμφανίσεις της ερμηνεύτριας:
«Μια βραδιά με ένα τραγούδι» (1985), με το Σπύρο Σακκά: «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα».
«Για πιάνο και φωνή», ζωντανή ηχογράφηση στις Βρυξέλλες (15/2/89), με το Θάνο Μικρούτσικο στο πιάνο: «Η αχάριστη».
«Η Δήμητρα Γαλάνη στο Χάραμα» (1994): «Ακρογιαλιές δειλινά» και «Συννεφιασμένη Κυριακή».
«Η Δήμητρα Γαλάνη στο Χάραμα - μέρος δεύτερο» (1996): «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» και «Απόψε στις ακρογιαλιές».
«Να μείνουν μόνο τα τραγούδια» (1998), live στη «Μέδουσα», με τον Κώστα Μακεδόνα: «Μην ξαναπερνάς» και «Το σκαλοπάτι σου» σε στίχους Γεράσιμου Τσάκαλου.

Υπάρχει και «Η Ραραού». Ένα τραγούδι του Χρήστου Νικολόπουλου πάνω σε στίχους του Βασίλη Τσιτσάνη, που με τη φωνή της Δήμητρας Γαλάνη ηχογραφήθηκε στο δίσκο «Η συνάντηση» (2001), στον οποίο ο Νικολόπουλος μελοποίησε στίχους του Τσιτσάνη για να τους τραγουδήσουν η Χαρούλα Αλεξίου, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Μανώλης Λιδάκης, ο Ηλίας Μακρής, η Μαρία Σπυροπούλου και ο ίδιος ο συνθέτης.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου του 1984, την ίδια μέρα της γέννησής του (1917).
Η Δήμητρα Γαλάνη είναι η μοναδική τραγουδίστρια από τη γενιά της, που τραγούδησε Βασίλη Τσιτσάνη όσο ο ίδιος βρισκόταν στη ζωή και, κυρίως, μετά από δική του επιθυμία.


«Η σκιά μου κι εγώ»
Μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης
Στίχοι: Κώστας Βίρβος
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Δίσκος: «Μ' ένα γλυκό αναστεναγμό» (1992)

«Αχάριστη»
Μουσική & Στίχοι: Βασίλης Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη
Δίσκος: «Μια βραδιά μ' ένα τραγούδι» (1989)

15 Ιαν 2010

Δημήτρης Χορν




Η αυλαία του βίου του έκλεισε στις 16 Ιανουαρίου του 1998...



«Το πάρτυ»
Από την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι

«Σ' όποιον...»

«Μεταμφιέζω τη σιωπή σε λέξη
και τη χαρίζω σ' όποιον μ' εξηγήσει...»



«Εν λευκώ»
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Στίχοι: Γεράσιμος Ευαγγελάτος
Ερμηνεία: Νατάσσα Μποφίλιου
Δίσκος: «Εν λευκώ» (2007)

11 Ιαν 2010

«Σαν τα βράδια του Γενάρη...»

Κι αν το παιδί του τραγουδιού
δεν το λέγανε Κοσμά;



«Το παιδί από την Κρήτη»
Μουσική & Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
-Υπάρχει και η εκδοχή ότι τους στίχους έγραψε ο Μιχάλης Μπουρμπούλης-
Ερμηνεία: Μαρία Δημητριάδη
Δίσκος: «Δελτίο καιρού» (1980)
Ερμηνεία: Βασίλης Λέκκας
Δίσκος: «Ο Μάνος Χατζιδάκις στη Ρωμαϊκή αγορά» (1986)

9 Ιαν 2010

Η Στέλλα Βλαχογιάννη γράφει για την Αφροδίτη Μάνου...

Το λάλον ύδωρ

Ένα αυθαίρετο πορτρέτο της σημαντικής τραγουδοποιού μέσα από τους τέσσερις δίσκους της.

Γράφει η Στέλλα Βλαχογιάννη

Είναι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 (Ιούνιος 1984 συγκεκριμένα) που ξαφνικά όλοι στα ραδιόφωνά μας αρχίζουμε ν’ ακούμε δυνατά τζαζ ροκ. Η μεταπολίτευση πάει στην Πέμπτη δημοτικού (έχει γίνει δέκα ετών δηλαδή), η αλλαγή που υποσχέθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει τυπικά υλοποιηθεί, έχει βγάλει όλα της τα δοντάκια κι ετοιμάζεται για προνήπιο. Η Ελλάδα ζει μια μεγάλη κοινωνική ανακατάταξη. Σύμφωνα με το συμβόλαιο με το λαό, αυτός, ο λαός δηλαδή, βρίσκεται στην εξουσία. Μια εξουσία που θα του χαϊδέψει το μαλακό υπογάστριο και θ’ αφήσει εντελώς ακάλυπτη την επιταγή του σκέπτεσθαι. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι σε ελεγχόμενο αριθμό. Δεν υπάρχει ακόμα ιδιωτική ραδιοφωνία, ούτε φυσικά και τηλεόραση, δεν έχει γίνει το σκάνδαλο Κοσκωτά. Η γενιά του πολυτεχνείου μόλις έχει αρχίσει ν’ ανταλλάσει τις πληγές της με θέσεις στα «πράγματα». Η 17 Νοέμβρη έχει ήδη δώσει το παρόν αρκετά έντονα, στην πλατεία Εξαρχείων βασιλεύει η διακίνηση ουσιών αλλά και ΜΑΤ (οξύμωρον πλην αληθινό), η Ελλάδα δεν αντιστέκεται, αλλάζει. Και μόνον σήμερα είμαστε σε θέση να δούμε ότι ζούσαμε την κυοφορία μιας τερατογεννέσεως την οποία απολαμβάνουμε τώρα. Όπως και να έχει, είναι μια εποχή που στη δημοσιογραφία η είδηση παραμένει είδηση και όχι σχόλιο, κουτσομπολιό, παραπλάνηση, εκβιαστικός κιτρινισμός και όλα όσα επήλθαν όταν (νομίσαμε ότι) γίναμε Ευρώπη.
Σε μας του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ -που ειρήσθω εν παρόδω εκείνη την εποχή ήταν πολύ σοβαρή δουλειά και δύσκολη- ήταν μεγάλη είδηση ότι η γνωστή τοις πάσι ως ερμηνεύτρια και τοις λίγοις για τις εξωκαλλιτεχνικές της δραστηριότητες Αφροδίτη Μάνου μεταλλάχθηκε σε τραγουδοποιό και ήδη το πρώτο της βινίλιο ήταν γεγονός. Τίτλος δίσκου: Νυχτερινή Εκπομπή. Μουσική-στίχοι-ερμηνεία: Αφροδίτη Μάνου -Μπουμπού για τους φίλους της και για τους ανθρώπους του καλλιτεχνικοπολιτικού χώρου. Ήταν μια κίνηση που δεν είχε επιστροφή. Δηλαδή ακούγοντας τον δίσκο της καταλάβαινες πως αυτή η γυναίκα από δω κι εμπρός μόνον αυτό μπορεί και πρέπει να κάνει: να γράφει τραγούδια. Τόσο ισχυρό ήταν το σήμα που εξέπεμψε με τις 11 πρώτες ολοδικές της ηχογραφήσεις. Το μέλλον το απέδειξε περίτρανα μολονότι μέσα σε 23 χρόνια η Α. Μάνου κυκλοφόρησε μόνον τέσσερις (τέτοιους) δίσκους. Αυτοί οι τέσσερις είναι αρκετοί για να χαρακτηριστούν ως πορεία και διαδρομή που όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι δεν έχει κλείσει, απλώς διανύει ένα απαράδεκτα μεγάλο διάλειμμα.
Πριν μπούμε στο κεφάλαιο Μάνου-τραγουδοποιός χρειάζεται να δούμε την προϊστορία. Το πώς και το γιατί δηλαδή μια τόσο σημαντική ερμηνεύτρια που πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 1971 (Εκείνο το καλοκαίρι) και διήνυσε μιαν έντονη πολιτική και καλλιτεχνική διαδρομή ξαφνικά αποφασίζει να γράψει μόνη της. Πόσο ξαφνικά ήταν αυτό το ξαφνικά; Μήπως ήταν ανάγκη να στραφεί στον εαυτό της και όχι… θεία έμπνευση -άσχετα αν το αποτέλεσμα που απέφερε αυτή της η κίνηση ήταν εξαιρετικό για όλους μας; Η δισκογραφία της μέχρι το 1977 που κυκλοφορεί ο πρώτος επιτέλους προσωπικός της δίσκος (Ανεπίδοτα Γράμματα, Μιχ. Γρηγορίου-'Αρη Αλεξάνδρου) είναι συμμετοχές σε δίσκους άλλων -από τον Μπιθικώτση και τον Κόκοτα μέχρι τον Μίκη Θεοδωράκη. Η πτώση της δικτατορίας δεν σήμανε αυτόματα -κι ίσως και να μην σήμανε και ποτέ- πτώση και πολλών πολιτικών αγκυλώσεων. Η Μάνου, η πορεία της μάλλον, ίσως και να είναι η πορεία των μειοψηφιών στην Ελλάδα. Τοποθετημένη στην άκρα -ενίοτε και ακραία- αριστερά αντιμετωπίζεται από την επίσημη δισκογραφία και τους «επίσημους» καλλιτεχνικούς κύκλους αναλόγως. Μπορεί εδώ να φυτοζωεί δισκογραφικά την ίδια στιγμή όμως αποθεώνεται στη Λατινική Αμερική τραγουδώντας Canto General σε περιοδεία με τον Μίκη Θεοδωράκη. Είναι ακόμα νεαρή σε ηλικία και ενδεχομένως τότε να διχάστηκε η ψυχολογία της. Να μην μπορούσε με τη λογική να συνταιριάξει πράγματα που όντως ήταν αταίριαστα αλλά στη χώρα μας θεμιτά και… νόμιμα. Όποιος φεύγει από το κοπάδι τον τρώει ο λύκος, δεν έλεγε και ο Αβέρωφ-Τοσίτσας; Η Μάνου δεν υπήρξε ποτέ του κοπαδιού αλλά κατάφερε να γίνει η ίδια ο λύκος του εαυτού της. Πρόβλημα αυτοπεποίθησης; Ενδεχομένως. Και μάλιστα προερχόμενη από πολύ πιο κοντά από την επαγγελματική της ζωή. Γιατί έχει και η Αριστερά τις αγκυλώσεις της. Η σκιά της αδελφής με την τεράστια φωνή (Μαρία Δημητριάδη) που κι αυτή είχε προβλήματα στη δουλειά της πλην απολάμβανε της πλήρους αποδοχής του ταλέντου της από όλους, πρέπει να έπαιξε και αυτή το ρόλο της στα πρώτα δειλά και «ακατάστατα» δισκογραφικά βήματα της Αφρ. Μάνου.
Όταν το 1977 κυκλοφορεί τα Ανεπίδοτα γράμματα, δυο χρόνια αργότερα την Ποδηλάτισσα (Μιχ. Τρανουδάκης-Οδ. Ελύτης κα το 1981 την Απόπειρα (Ν. Καλλίτσης-Γ. Κοντός και Αντ. Κολυβάς) δείχνει ολοφάνερα τι θέλει να κάνει και πού να κινηθεί αλλά εμπορικά εισπράττει ένα γενναίο χαστούκι. Αυτή η ερμηνεύτρια Μάνου είναι η ακριβής αποτύπωση της προσωπικότητας Μάνου σ’ έναν καθρέφτη όμως που δεν επιστρέφει το είδωλο. Σκεπτόμενη όλα αυτά τα οποία -να εξηγήσω- δεν βασίζονται ούτε σε μυστικά αλλά ούτε και σε ντοκουμέντα, προσωπικές μου προσεγγίσεις είναι, καταλήγω στο συμπέρασμα πώς μετά την Απόπειρα δύο μόνο λύσεις είχε. Ή να τα παρατήσει ή να στραφεί εντελώς στον εαυτό της και να γίνει ο απόλυτος διαχειριστής του συναισθήματος και των σκέψεών της ανακαλύπτοντας ένα ταλέντο την ύπαρξη του οποίου είτε δεν τη γνώριζε και η ίδια είτε τη φοβόταν. Επέλεξε το δεύτερο και έπραξε περισσότερο από άριστα. Αυτό που παρήγαγε πλέον ήταν αφοπλιστικά ειλικρινές και άρα τόσο δυνατό ώστε να γίνει αποδεκτό από όλους.

Η πρωθιέρεια του γυναικείου λόγου
Δεν πιστεύω στο αξίωμα περί ανδρικού και γυναικείου λόγου άρα και γραφής. Αν ωστόσο για κάποιο λόγο θα έπρεπε να υποταχθώ σ’ αυτήν την τυπολογία τότε θα έλεγα πως ασυζητητί η πρωθιέρεια του γυναικείου λόγου στο ελληνικό τραγούδι είναι η Αφροδίτη Μάνου. Κι αυτό δεν υπάγεται σε τεχνοτροπίες και κόλπα του επαγγέλματος ενός γραφιά. Υπάγεται κατ' ευθείαν στη γενναιότητα ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας εν προκειμένω, να εκτεθεί δημόσια. Θα έλεγα πως η Αφρ. Μάνου αρχίζοντας να γράφει η ίδια τραγούδια άρχισε να κάνει και ένα δημόσιο στριπτίζ της συναισθηματικής της γεωγραφίας: από το χαριτωμένο φλερτ με τον κύριο που ακολουθούσε το φολξβάγκεν αλλά τελικά έστριψε στο ύψος της Πανόρμου μέχρι την πιο ερωτική σκηνή που γράφτηκε ποτέ σε τραγούδι και ΔΕΝ είναι χυδαία (έλα που ξέρεις πως μ’ αρέσει/ φίλα με πάλι στο λαιμό/ κι αν κατεβείς κάτω απ' τη μέση/ μπορεί να πέσω στο γκρεμό./ Στάσου να φέρω το ουίσκι/ κι ένα τασάκι για μετά/ για σένα γίνομαι οδαλίσκη/ δεν σου αρνιέμαι τίποτα - Σαν τη Σοράγια)
Αυτό που διαφαίνεται στην Νυχτερινή Εκπομπή είναι ένα πράγμα: μιλάει μια γυναίκα που δεν ντρέπεται να κοιτάξει τον εαυτό της αμακιγιάριστο στον καθρέφτη, δεν φοβάται να ονομάσει τον πόθο και να ζωγραφίσει την επιθυμία και πάνω από όλα δεν τρέμει να εκθέσει πολύ προσωπικά της κομμάτια ζωής (Αλαφροΐσκιωτος) που όσοι την γνωρίζουν τα αποκρυπτογραφούν ευκολότατα, στους υπόλοιπους μένει το πανέμορφο τραγούδι. Το πρόσωπο πίσω από τα τραγούδια είναι μια γυναίκα που διεκδικεί τον έρωτά της ακόμα κι αν είναι παράνομος, που παραδέχεται την προδοσία (το ξέρω πως ήσουνα μ’ εκείνη την άχαρη) χωρίς κόμπλεξ, που δεν θα διστάσει αν χρειαστεί να γίνει μια παλιοκατίνα -αλλά αυτό θα έρθει αργότερα σε άλλο δίσκο. Είναι το θηλυκό που γιορτάζει το σώμα του χωρίς αυτό να αναιρεί τις λειτουργίες της νοημοσύνης της. Ο δίσκος ακούστηκε και αγαπήθηκε πάρα πολύ. Η παντοδυναμία της κρατικής ραδιοφωνίας τον έστειλε σε όλη την Ελλάδα και αν δανειστούμε την χυδαιότητα της σημερινής δισκογραφικής ορολογίας θα λέγαμε πως ήτανε γκραν σουξέ. Η μουσική της δεν διεκδικεί κάποιον «ιστορικό» ρόλο, είναι σαφέστατα επηρεασμένη από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη της εποχής του μοναχικού καουμπόη, αλλά είναι τόσο ευχάριστη και ταιριαστή στα λόγια που δε νομίζω να στάθηκε κανείς να εμβαθύνει… μουσικολογικά. Όσο για την ερμηνεία της δεν μπορεί να μπει σε καμία κλίμακα. Πάντα ήταν εξαιρετική. Μόνο που αυτά τα τραγούδια δεν μπορούσε ποτέ να τα πει κανένας άλλος γι' αυτό νομίζω μολονότι αγαπήθηκαν τόσο δεν κατέληξαν ποτέ σε δεύτερες εκτελέσεις. Ήταν της Αφροδίτης. Πάει και τέλειωσε.
Στη Νυχτερινή Εκπομπή υπάρχει ένα τραγούδι που πιστεύω ότι θα μείνει στην ιστορία ως σπουδαίο, ένα τραγούδι ύπουλο, που ξεκινά χαλαρά και ανάλαφρα κι όταν τελειώνει αναρωτιέσαι πώς έκλαψες τόσο πολύ χωρίς να το αντιληφθείς. Γκάζι-Ταύρος ο τίτλος του, και είναι κάτι περισσότερο από αυτοβιογραφία. Είναι φωτογραφία της γενιάς της με το ζουμ ακινητοποιημένο στην καρδιά, με τον στίχο-διαμάντι φίλοι παλιοί πανάκριβές μου μινιατούρες και το τρίτο κουπλέ κάτι σαν ομολογία κρατουμένου στην μέσα του εξορία:
Ούτε τραγούδι ειν’ αυτό ούτε και ποίημα/ είν’ η ζωή μου η μισή και κάτι μήνες/ όλο χρυσόχαρτα και όλο ζελατίνες/ ενώ την άλλη τη μισή την πήρα χύμα.
Δύο χρόνια αργότερα κι ενώ όλοι έχουμε αρχίσει να ξαναβλέπουμε με τρυφερό μάτι τους Σκαραβαίους που είναι δεμένοι με σκοινί, εμφανίζεται η, με τη μία έγκυρη, τραγουδοποιός με το Σαν Αφροδίτη. Πάντα με προβλημάτιζε το σαν του τίτλου. Θέλησε να πιστοποιήσει το προσωπικό του λόγου της ή να παραπλανήσει τον μέσα της εαυτό για πράγματα κρυμμένα που όμως πίεζαν να βγουν; Η απάντηση βρίσκεται μέσα στον ίδιο το δίσκο. Κατ' αρχάς να επισημάνω πως ήδη μουσικά έχει αφήσει πίσω της τις απομιμήσεις και χωρίς να ανοίγει νέους μουσικούς δρόμους, υπογράφει μελωδίες πολύ πιο βάσιμες, κινούμενη κυρίως στη μπαλάντα αλλά χωρίς ν’ αποστρέφεται κι ένα… μπλουζ.

Αυτοψία στον εαυτό της
Το να κάνεις αυτοψία στον εαυτό σου και μάλιστα δημόσια θέλει γερό στομάχι και ατσάλινο νευρικό σύστημα. Δε ξέρω αν τα είχε, πάντως το τόλμησε. Η αυτοβιογραφία της πηγαίνει σε βαθύτερα στρώματα της ψυχής. Ο Πέτρος της Μυκόνου είναι σαν αρκτικόλεξο μιας πραγματικής σχέσης και η μανούλα-μαινάδα (του κουμ καν και του κουτσομπολιού) με μια ωραία λεκτική πιρουέτα γίνεται στο τέλος μανούλα Ελλάδα -σε ωραιοποιημένη μορφή βέβαια αλλά γιατί όχι; Ετσι δεν θα την θέλαμε όλοι; Στο δίσκο αυτό αρχίζει να φαίνεται επιτέλους αυτό που όλοι περιμέναμε: μια πολιτική ματιά στα πράγματα από μια δημιουργό που δεν έκρυψε ποτέ την τοποθέτησή της. Θα τη βρούμε εδώ λοιπόν σε δυο τραγούδια, το Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει -μια ρεαλιστικότατη φωτογραφία των Εξαρχείων της εποχής- και στην πολυτραγουδισμένη Νύχτα. Αυτό το δεύτερο τραγούδι έχει πολλές αναγνώσεις για όσους προτίθενται να μπουν στον κόπο. Τραγουδήθηκε φοβάμαι κυρίως για αυτόν τον διαχρονικό μύθο του ακαταλόγιστου που έχει η νύχτα στην τέχνη, ένα ακαταλόγιστο που κινείται σχεδόν αυτιστικά στο υπερβολικό αλκοόλ, την κατάρα των μοναχικών ανθρώπων και την αυθαιρεσία των αισθημάτων που τέτοιες ώρες ξεχνούν και ξεπερνούν τα όρια τα οποία θα βρουν μπροστά τους το επόμενο ακριβώς πρωί. Όμως η Νύχτα της Αφροδίτης Μάνου λέει και άλλα για όσους θέλουν να τα εννοήσουν: Η νύχτα ό,τι και να γίνει/ αναλαμβάνει την ευθύνη/ κι αυτός που ξέρει τι συμβαίνει/ ζει με τη νύχτα και σ ω π α ί ν ε ι (σ.σ.: η υπογράμμιση δική μου).Στα πολύ ωραία τραγούδια του δίσκου Ο βασιλιάς κι εγώ και το αλά 'Ακη Πάνου Ο κόσμος πια με διω-.
Το 1990 η Αφροδίτη Μάνου αισθάνθηκε -καθώς φαίνεται- πως χρειάζεται συνθέτη. Και κατέφυγε στον Νίκο Πορτοκάλογλου. Τέκνο τους ο δίσκος Καιρός για δύο. Δύο μόνον υπογράφει πλήρως η ίδια εκ των οποίων το ένα έγινε μέγα σουξέ (Αμόρε μίο) και το άλλο ιστορία (Καράβι κόκκινο). Ο Νίκος Πορτοκάλογλου, χωρίς να προδώσει την ήδη υπάρχουσα παρακαταθήκη της Μάνου της έδωσε θα έλεγα μουσικά μια πιο κοριτσίστικη διάθεση, μιαν ανεμελιά και μια φρεσκάδα που η ίδια ενδεχομένως να μην μπορούσε να διαχειριστεί εύκολα ούσα ένας νους ισχυρός χωρίς το κουμπάκι του off. Εδώ θα εμφανιστεί η παλιοκατίνα που λέγαμε, η γυναίκα που θέλει να πάρει το αίμα της πίσω από τον εραστή (της) που καθυστερεί το… διαζύγιο (του). Εδώ θα απομυθοποιηθεί η ψυχανάλυση από τον συνειδητά πολιτικοποιημένο σε συγκεκριμένο χώρο άνθρωπο (εδώ ο κόσμος χάνεται και χάθηκες κι εσύ/ κι εγω θέλω κι αυτοπεποίθηση ή κομμάτι αμερικάνικο που φάνηκε και σικ κι έξαφνα έκανα μέσα μου ένα κλικ), εδώ θα ειπωθούνε φάτσα-φόρα τα ερωτικά τρίγωνα (σ’ αυτό το τρίο έπιασε κρύο καιρός για δύο) κι εδώ θα γίνει πλήρης ψυχοσωματική ακτινογραφία του κοριτσιού που γίνεται γυναίκα στο εξαιρετικό Με το καλοκαίρι μάλωσα. Εδώ επίσης με το Καράβι κόκκινο θα καταγραφεί σπαρακτικά η μεγάλη Πτώση. Από το τείχος του Βερολίνου άρξασθαι μέχρι την προφητεία όσων επακολούθησαν στις ανατολικές χώρες κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αν έχει χρώμα το DNA της Αφροδίτης Μάνου -και όχι μόνο φυσικά- τότε είναι κατακόκκινο. Εδώ τέλος, στην κοινωνία των μεταλλαγμένων, ο ξεροκέφαλος ο επιμένων, θα υπογράψει το δεύτερο τραγούδι με εξασφαλισμένη αθανασία. Το μήλο. Το προσεκτικά, τρυφερά και λεπταίσθητα χρωματισμένο πορτρέτο της ακυρωμένης μέσα σ’ ένα γάμο γυναίκας, που τις νύχτες μένει άυπνη και με τη φαντασία της προδίδει, με την φαντασία της ανεβαίνει στο άλογο ενός ξένου και φεύγει μαζί του, με τη φαντασία της το μαχαίρι που ήταν για το μήλο καταλήγει φονικό στο σώμα του κοιμώμενου -γενικά- συντρόφου της. Από δίσκο σε δίσκο ερμηνευτικά η Αφροδίτη Μάνου γίνεται όλο και πιο σπαρακτική -όπου χρειάζεται, εννοείται- ίσως γιατί από δίσκο σε δίσκο ξαναζεί τη διαδρομή της ίδιας της τής ζωής και συνειδητοποιεί πως η τόλμη της να γυμνωθεί μπροστά μας δεν έχει αναστροφή οπότε πρέπει να την κάνει τουλάχιστον τέλεια.

Αντάρτες και θεοί η κληρονομιά μου
Το 1994 είναι χρονιά σημαδιακή. Επιστρέφει στον εαυτό της πλήρως -δηλαδή γράφει πάλι και τη μουσική-, εκδίδει τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα εργασία της συνοψίζοντας όλα τα προϋπάρχοντα και εξελίσσοντάς τα και έκτοτε… μακρά σιωπή. Συμμετοχές αριστερά δεξιά, δίνει δυο τρία τραγούδια της σε άλλους (Β. Παπακωνσταντίνου, Λ. Μαχαιρίτσα) και κρατά για τον εαυτό της μόνο το να γράφει σάουντρακ άντε και κανένα τραγουδάκι μέσα σ’ αυτά για τις ανάγκες της ταινίας ή του θεατρικού έργου στο οποίο συνεργάζεται. Δεν σημειώνω υποτιμητικά τη δουλειά της στο θέατρο και τον κινηματογράφο που την κρατά ενεργή στα πράγματα και εν μέρει και στη δισκογραφία πλην όλοι περιμέναμε και περιμένουμε την εκάστοτε προσωπική της ματιά και κατάθεση. Εξ ορισμού οι μουσικές και τα τραγούδια που γράφονται για να υπηρετήσουν άλλες τέχνες δεν έχουν τη δυναμική ενός απολύτως προσωπικού δίσκου. Κι εδώ πρέπει να γίνει μια τιμητική αναφορά στο συγγραφικό δίδυμο Θανάση Παπαθανασίου - Μιχάλη Ρέππα οι οποίοι την επέλεξαν ως σταθερή μουσική συνοδοιπόρο στην εργασία τους, δίνοντάς της και τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει ενός ενδεχόμενου προσωπικού κολλήματος ως αυτόνομης δημιουργού.
Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό ο διόλου τυχαίος τίτλος αυτού του τέταρτου και τελευταίου ως τώρα δίσκου της. Ο οποίος ξεκινάει ορμητικά: Στη χώρα των ηρώων γεννήθηκα κι εγώ / αντάρτες και θεοί η κληρονομιά μου. Είναι το πασίγνωστο Για ποια Ελλάδα ρε γαμώτο, αφιερωμένο προσχηματικά στην ολυμπιονίκη Βούλα Πατουλίδου και την περίφημη ατάκα της «για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Και λέω προσχηματικά όχι για να μειώσω την αφιέρωση προς τη μεγάλη αθλήτρια αλλά γιατί η ουσία του τραγουδιού είναι σαν να της λέει: Βούλα εσύ υπερέβης τον εαυτό σου και μπράβο σου αλλά κοριτσάκι μου κοίτα γύρω σου τι υπάρχει χωρίς να φοράς τα πρόσκαιρα χρωματιστά γυαλιά. Η πολιτική Μάνου με τεντωμένες τις κεραίες είναι εδώ και είναι αποφασισμένη να «τα πει». Το μεταναστευτικό ρεύμα προς Ελλάδα είναι σε πλήρη εξέλιξη κι αυτό δεν μπορεί να της περάσει αδιάφορο. Αποτέλεσμα δύο τραγούδια: Βαβέλ (Τι γυρεύει η Αλβανία/ στην Ομόνοια στη γωνία/ Καύκασος και Τραπεζούντα/ στην Αθήνα στη Ραμνούντα) και το θαυμάσιο Ηπειρώτικο τραγούδι. Με τρυφερότητα προς τους πρόσφυγες αλλά και προβληματισμό για την χώρα υποδοχής τους, είναι η πρώτη δημιουργός που θα εντάξει στην τέχνη της ένα θέμα το οποίο εξακολουθεί να γιγαντώνεται και να δημιουργεί αδιέξοδα προς όλες τις κατευθύνσεις μέχρι σήμερα. Και η αποκορύφωση της πολιτικής Αφροδίτης: Ο Σούπερμαν (που δεν μένει πια εδώ): Το 45άρι μες στην τσέπη/ η οργάνωση όλη σε επιφυλακή/ κι εσύ θα κάνεις πάλι αυτό που πρέπει/ με ψυχραιμία επαγγελματική/ το ψεύτικο μουστάκι η καμπαρντίνα/ και στο κλεμμένο αμάξι ο ψηλός/ Σικάγο θα την κάνεις την Αθήνα/ που ξόφλησε η πουτάνα εντελώς. Ο νοών νοείτω. Έστω και τώρα που συνελήφθησαν οι σούπερμαν αλλά αγνοείται ακόμα ένα 45άρι…
Πριν από το τελευταίο τραγούδι αυτού δίσκου που έχει κι αυτό τη σημασία του, παραφυλάει ένα ατόφιο αριστούργημα. Φθινοπωρινός σκύλος ο επίσημος τίτλος του Πού πάει ο έρωτας όταν πεθάνει ο τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστό. Η Αφρ. Μάνου καταφεύγει πάλι στο συναίσθημα αλλά πλέον μ’ ένα τρόπο καταλυτικό, τραγικό -με την αρχαία έννοια- συνταρακτικό. Μια ατελής σχέση. Λόγια που δεν ειπώθηκαν με λόγια αλλά αυτός που τα περίμενε τα εισέπραξε έστω και ως χαίνουσα πληγή (τις νύχτες που σε γλύκαινα/ σα γυμνασμένη λύκαινα/ του έρωτα ζητώντας το μαρτύριο). Και η μουσική; Ένα ρέκβιεμ. Νομίζω είναι ο ορισμός του ερωτικού τραγουδιού εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα. Ο δίσκος θα κλείσει ωστόσο με λόγια του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Ένα πανέμορφα μελοποιημένο ποίημα ερώτηση και αμφιβολία και φόβος και απόγνωση και αδιέξοδο ταυτόχρονα:
Πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό; Με τα λόγια αυτά η Αφροδίτη Μάνου έκλεισε τη μέχρι σήμερα πορεία της ως τραγουδοποιός.
Αρχίζοντας αυτό το κείμενο είχα σκοπό να προσπαθήσω ν’ αναλύσω όσο μπορώ τη Μάνου ως δημιουργό και κυρίως ως στιχουργό. Μελετώντας πάλι την εργασία της αισθάνθηκα ότι δεν μπορούσα να κάνω κάτι περισσότερο από το να ιχνηλατήσω τα βήματά της, να δω τα τοπία από όπου πέρασε τραγουδώντας και βήμα βήμα να την ανακαλύψω ξανά. Οι κωδικοποιήσεις είναι εύκολες σχετικά και δεν απαιτούν και πολύ κόπο εντέλει. Αλλά δεν είμαι σίγουρη ότι δύνανται -οι κωδικοποιήσεις- να ψαύσουν την αλήθεια ενός προσώπου, να κοινωνήσουν την προσφορά του και να τοποθετήσουν τα πράγματα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινωνίας και μιας τέχνης.
Αν πρέπει οπωσδήποτε να συμπυκνώσω κάπως την Αφροδίτη Μάνου ως δημιουργό θα σημείωνα τα εξής:
-αισθηματική αλλά όχι μελοδραματική
-με το φακό στις προσωπικές σχέσεις (βαλσαμωμένος έρωτας κι αγάπη ιμιτασιόν)
-κοινωνική καθ' όλη τη διάρκεια. Με ό,τι κι αν καταπιάνεται δίνει φόντο εποχής και κοινωνίας
-αγαπημένοι ήρωες: ο Μάλκο (S.A.S), η Μαντουβάλα, η Ναργκίς και οι σύγχρονοι Σούπερμαν.-σ’ έναν συνεχή εσωτερικό διάλογο (γίνεσαι ο εαυτός του εαυτού σου) και πάνω από όλα-μια γυναίκα που τολμά να θέτει τα εις εαυτήν σε δημόσια θέα ή καλύτερα ακρόαση.
Έχει 13 χρόνια να βγάλει ολοδικό της δίσκο. Στο μεταξύ το τοπίο στην Ελλάδα έχει εξελιχθεί επί τα χείρω από εκεί που μας άφησε η Αφρ. Μάνου ενώ στη δισκογραφία επικρατεί το αδιαχώρητο σε απορρίμματα. Δεν γνωρίζω τι σκέπτεται και τι σκοπεύει να κάνει αλλά θεωρώ σχεδόν υποχρέωσή της να επιστρέψει «ολόκληρη». Για έναν πολύ απλό λόγο. Γιατί: το μέλλον είν’ εδώ και μας πονά.
Ιανουάριος 2007

8 Ιαν 2010

Γενέθλια...

Δύο χρόνια στον «αέρα» του διαδικτύου...
6 Ιανουαρίου 2008 - 6 Ιανουαρίου 2010...
Κι «είμαστε ακόμα ζωντανοί...»
Σας ευχαριστώ από καρδιάς...
Στο ταξίδι αυτό δεν ήμουν μόνος...



«Το χειροκρότημα»
Μουσική: Δήμητρα Γαλάνη
Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου
Ερμηνεία: Βλάσσης Μπονάτσος & Δήμητρα Γαλάνη
Δίσκος: «Χαίρετε» (1996)

«Πρέπει να βγεις πάλι έξω...»

Από συνέντευξη της Λίνας Νικολακοπούλου, σήμερα στα «Νέα»:

«...Πέρασε χρόνος μέχρι να καταλάβω ότι για κάποιο λόγο τελειώνουν τα πράγματα. Και σημασία έχει τι απόθεμα έχεις για να ξανακάνεις. Τώρα που εγώ είπα μέσα μου πως θέλω να κάνω κάτι, βρέθηκαν οι άνθρωποι. Πρέπει να βγεις πάλι έξω να δεις, να ονειρευτείς, να επιθυμήσεις, να εμπνευστείς. Και να είσαι διατεθειμένος να δώσεις. Και φυσικά να εκτεθείς. Αν είσαι καλλιτέχνης, δεν γίνεται να ζήσεις χωρίς αυτό. Αν είσαι πραγματικός καλλιτέχνης...».

Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ:

5 Ιαν 2010

«το σταυρό...»

«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
δεν μιλάν με τον καιρό
μόνο πέφτουν στα ποτάμια
για να φτάσουν το σταυρό...»




«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο»
Μουσική & Στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Χορωδία
Δίσκος: «Sweet movie» (ost)

1 Ιαν 2010

Καλή χρονιά!

«Ευτυχές
και στο χέρι μας
το νέο έτος...»



«Και του χρόνου»
Μουσική - Στίχοι - Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς
Δίσκος: «Έξω» (2007)