29 Νοε 2010

«Μην παίζεις με τα χώματα»

Το όνομα της Στέλλας Βλαχογιάννη το ξέραμε κατ' αρχήν από τη δημοσιογραφική της θητεία.
Από τις καλογραμμένες, σταράτες μουσικοκριτικές της. Από τις ραδιοφωνικές εκπομπές της στο Δεύτερο. Τα ποιήματά της ήρθαν λίγο μετά να επιβεβαιώσουν μια ακριβή ευαισθησία, που ήξερε πότε να αυτο-αναχαιτίζεται και δεν καταδεχόταν να αφήσει τη μελαγχολική διάθεση να γίνει δυστυχία. Την κρίσιμη ώρα έμπαινε τελεία ή διέρρεε υπόγειο χιούμορ. Το ίδιο που διασώζει τις θεατρικές της ηρωίδες, όχι από τα μικρά ή μεγάλα τους δράματα, αλλά από την πρόθεση του θεατή να τις λυπηθεί ή να βγει από το «Studio Μαυρομιχάλη» βαρύς κι ασήκωτος.

Αντίθετα, το 60λεπτο έργο «Μην παίζεις με τα χώματα», από κείμενα της Βλαχογιάννη που μετασχηματίστηκαν από τη Σοφία Καραγιάννη σε τρία θεατρικά μονόπρακτα, λειτουργεί σε αντίστιξη με τα δράματα εσωτερικού χώρου που αφηγείται. Μια αδελφή μιλά για τον αδελφό της που, μεγαλώνοντας ορφανός από μάνα και «εσώκλειστος» στις σκέψεις και τα διαβάσματά του, δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει την πατρική απόρριψη. Μια γυναίκα, έχοντας περάσει τα 50 και μαζί μια μεγάλη περιπέτεια υγείας, φαντάζεται το μέλλον της δυσοίωνο, αλλά και σοφότερο. Μια κόρη, πελαγωμένη από τη συγκρουσιακή σχέση των γονιών της, αποφασίζει να τους γυρίσει στο χωριό, μήπως τα πατρώα χώματα τους ελαφρύνουν την ψυχή.

Ανθρώπινοι πόνοι αναγνωρίσιμοι, λέγονται ήσυχα, απλά και τρυφερά, με μια θεατρική γλώσσα κοφτή, που σαρκάζει ή θλίβεται κι επιλέγει πότε πότε το χιούμορ, αλλά ποτέ τις μελό μεγαλοστομίες. Η ποπ σκηνοθεσία (Σ. Καραγιάννη - Υρώ Μιχαλακάκου) ακολουθεί με ευφυή αφοσίωση το λόγο. Το ίδιο και η ανάλαφρη, κάπως ρετρό, μουσική (Θ. Καραμουρατίδης). Οπου, δηλαδή, το δράμα απειλεί να επιβάλει το σκοτάδι του, λόγος, σκηνοθεσία και μουσική το ξορκίζουν με φως και ελαφράδα. Επικίνδυνη η ισορροπία για τις τρεις ηθοποιούς Σ. Καραγιάννη, Ειρήνη Μουρελάτου, Θεοδώρα Σιάρκου. Βγαίνουν όλες νικήτριες, αλλά η Σιάρκου κερδίζει το μετάλλιο της σπουδαίας ερμηνείας.

Η παράσταση, αξιοποιώντας αξιοθαύμαστα τους ελάχιστους πόρους που έχουν τέτοιες οφ-Μπρόντγουεϊ ομάδες, παίζεται από πέρυσι, Τρίτη με Πέμπτη στον ίδιο χώρο, αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά: λειτουργεί το «στόμα με στόμα» που, όπως διαπιστώσαμε, παραμένει αλάνθαστη εγγύηση.

(Της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ,
από την «Ελευθεροτυπία»)

28 Νοε 2010

Λένα Πλάτωνος: «Άκουσα τον Καβάφη μέσα μου»

Η Λένα Πλάτωνος μελοποιεί στίχους του μεγάλου ποιητή, σε μια παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημ. Παπαϊωάννου

Θα διαρκέσει μόλις 45 λεπτά, αλλά η Λένα Πλάτωνος υπόσχεται πως αυτό το ταξίδι στον κόσμο του Κωνσταντίνου Καβάφη θα είναι πλήρες: Θα ξεκινάει με εικόνες από το σήμερα, αλλά θα επιχειρήσει μια αναδρομή στο χθες.
Θα είναι ντυμένο με πολλή μουσική, αλλά η ποίηση θα υπερέχει. Από τη στιγμή που η αγαπημένη συνθέτρια αποφάσισε πως η γοητεία του μεγάλου Αλεξανδρινού είναι ισχυρότερη από τις δυσκολίες της μελοποίησής του, ήταν βέβαιο ότι σύντομα θα ακούγαμε τα τραγούδια της: την Παρασκευή και το Σάββατο παρουσιάζει στο «Παλλάς» 13 μελοποιημένα ποιήματα του Καβάφη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Παπαϊωάννου και με ερμηνευτή τον Γιάννη Παλαμίδα -την ενορχήστρωση έκανε η ίδια με τον Στέργιο Τσιρλιάγκο. Τίτλος «Κ.Κ.».

«Στη συναυλία μας η ζωντανή μουσική συγχρονίζεται με video art. Ζήτησα από τον Παπαϊωάννου να επιμεληθεί την εικόνα της παράστασης, γιατί ήθελα να έχω μαζί μου την ποίησή του», λέει η ίδια. «Επέλεξε να γυρίσει 13 μικρά φιλμ κι εγώ το δέχτηκα με μεγάλη μου χαρά. Να σας πω την αλήθεια με βόλευε καλλιτεχνικά. Το βίντεο αφήνει περισσότερο αναπόσπαστη τη μουσική».
Ποιήματα όπως «Τα παράθυρα», «Η πόλις», «Επιθυμίες», «Τείχη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους» ντύνονται με μουσικές μελαγχολικές, με ηλεκτρονικούς ήχους, βιολιά και άρπες, αλλά και μοτίβα που παραπέμπουν στο χιπ χοπ. «Η μεγάλη δυσκολία της ποίησης του Καβάφη είναι ότι είναι σαν να μελοποιείς πεζό λόγο» παρατηρεί ο Γ. Παλαμίδας. «Δεν μπορείς να κάνεις αυθαιρεσίες. Είναι δεσμευτικό αυτό, όμως ο λόγος σου δείχνει τον δρόμο που θα ακολουθήσεις».

Η Λ. Πλάτωνος έχει μια γλύκα και μια ειλικρίνεια όταν μιλάει: παθιάζεται όταν θυμάται την Τζάνις Τζόπλιν, τους Τζέθρο Ταλ, όλους εκείνους που καθόρισαν τα νιάτα της. Συγκινείται όταν η δημιουργία τής χτυπάει την πόρτα. Σύντομα θα ετοιμάσει ένα άλμπουμ με αγγλόφωνα τραγούδια. Περιμένει πάντοτε με ενδιαφέρον τους νέους δίσκους καλλιτεχνών όπως του Φοίβου Δεληβοριά ή του Αλκίνοου Ιωαννίδη, τους οποίους ξεχωρίζει. Και δεν κρύβει τη χαρά της ότι το κοινό δεν την εγκατέλειψε στιγμή όλα αυτά τα χρόνια.

«Με συγκινεί η άμεση επαφή που έχω με τον κόσμο, είτε είμαι στην επικαιρότητα, είτε απέχω. Αυτή η θέρμη με κινητοποιεί. Η υποδοχή στη συναυλία του Ηρωδείου με βοήθησε να πάω παρακάτω. Οι δίσκοι μου δεν παίζονται στο ραδιόφωνο, κυκλοφόρησαν υπογείως κι έφτιαξαν τη δική τους ατμόσφαιρα», λέει η ίδια.

-Οι νέοι γιατί σας ακολουθούν φανατικά;

«Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Η ηλεκτρονική μουσική είναι ένας απίθανος κόσμος με άπειρα -ακόμα- περιθώρια εξέλιξης. Είναι σαν τον βυθό της θάλασσας».

-Τι πιστεύετε ότι θα αποκομίσει το κοινό μετά το τέλος της βραδιάς;

«Όσοι δεν γνωρίζουν καλά τον Καβάφη σίγουρα θα έχουν την ευκαιρία για μια βαθύτερη επαφή. Όσοι πάλι τον αγαπούν θα θυμηθούν γιατί».

-Πώς είναι τα βίντεο;

«Κατ' αρχήν ο Κ.Κ. μας βγαίνει ασπρόμαυρος. Έχει μόνο δύο συγκεκριμένα σημεία που βγαίνει χρώμα στη σκηνή σε δύο ειδικά ποιήματα που προτιμώ να μην αποκαλύψω. Μπορώ να σας πω, όμως, ότι την πρώτη φορά που τα είδα δάκρυσα. Ο Παπαϊωάννου καταφέρνει να κινητοποιεί ψυχικά το κοινό, διότι είναι από τους λίγους καλλιτέχνες που συγκινείται πρώτα ο ίδιος με τη δουλειά του. Το γεγονός ότι δεν τον χάλασε ηθικά και ψυχικά η μεγάλη του δόξα είναι για μένα μέγα κατόρθωμα».
-Κάποτε θεωρούσατε αδύνατη τη μελοποίηση του Καβάφη. Τι συνέβη και αλλάξατε;

«Θεωρούσα ότι αυτός ο ποιητής δεν μελοποιείται. Όμως, ξαφνικά ένα μεσημέρι, πριν από ενάμιση χρόνο, άκουσα το όνομα Καβάφης μέσ' στο κεφάλι μου. Μαζί έφτασε και η επιθυμία να τον μελοποιήσω. Πάντοτε εμπιστεύομαι τέτοιου είδους παρορμήσεις και ξεκίνησα αμέσως. Πήρα αμέσως τον Παλαμίδα και του είπα: "Γιάννη, έχουμε Κ.Κ."».

(Από το «Επτά» της σημερινής «Ελευθεροτυπίας»)

Ανεµώνες...

«Η µητέρα µου, που ακόµα τη φώναζα “µαµά”, αγόραζε πάντα ένα µπουκέτο ανεµώνες τον χειµώνα κι όταν πηγαίναµε στο σπίτι, τις έβαζε σ’ ένα µεγάλο κρυστάλλινο µπολ, απάνω στα κοτσάνια τοποθετούσε ένα παλιό πιατάκι ανάποδα κι ένα βότσαλο απ’ το καλοκαίρι, ειδικά φυλαγµένο για την περίσταση, να αναγκάσει µε το θαλασσινό του βάρος τα πέταλα να κοιτούν τον ουρανό…».

Σταμάτης Φασουλής
(ηθοποιός - σκηνοθέτης)

21 Νοε 2010

«Ο Τζον Τζον ζει»

Κυκλοφορεί!

Και αρέσει...

Το νέο cd της Ανδριάνας Μπάμπαλη, με τραγούδια του Στάμου Σέμση σε στίχους του Νίκου Μωραΐτη...

«Για τον έρωτα...»

Σα σχολική έκθεση… Με θέμα «Φθινόπωρο στα Γιάννενα»…
Κοιτάζει από μακριά τη λίμνη… Το βλέμμα μαγνητίζουν τα πλατάνια τριγύρω της με τα κιτρινισμένα φύλλα τους… Μια εικόνα που θα μπορούσε να αποτυπωθεί στις ρίμες ενός από τους άγνωστους λυρικούς ποιητές -ελάσσονες τους είπαν- του μεσοπολέμου…
Και στη σκέψη του έρχονται οι στίχοι της Λίνας Νικολακοπούλου για την κυρά της λίμνης:

«Η κυρά Φροσύνη του Αλή - πασά
τα μαλλιά της λύνει κάθε που φυσά.
Κι απ’ της λίμνης βγαίνει τ’ αφανέρωτα
λέει στην οικουμένη για τον έρωτα.

Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, γεια σου αρχόντισσα.
Και ξυπνάνε πόθοι στα κορμιά πνιγμένοι
γεια σου παινεμένη, δεν σε πρόφτασα…».

17 Νοε 2010

Κ.Κ.

Το Δεκέμβριο στο «Παλλάς»...

14 Νοε 2010

Η Ιωάννα Καρυστιάνη μιλάει για... «Τα σακιά» μας

Η Iωάννα Kαρυστιάνη στο νέο βιβλίο της περιγράφει δύο Νεοέλληνες που κρύβουν τις επιθυμίες και την καθημερινότητά τους

Mια συζήτηση με την Iωάννα Kαρυστιάνη δεν μπορεί παρά να κινείται στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων. Είναι ένας άνθρωπος που πάντα παίρνει θέση, πάντα υπερασπίζεται τη θέση της και πάντα κρίνει, ακόμα και τη δική της «πλευρά». Παρ’ όλα αυτά στα βιβλία της η πολιτική δεν είναι ποτέ άμεσα παρούσα. Προτιμά τους χαμηλόφωνους ήρωες, τους λιγότερο φωτεινούς, εκείνους που δεν επηρεάζουν τις εξελίξεις, υφίστανται όμως τις συνέπειες.

Στο νέο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Τα σακιά», παρακολουθούμε μια τοιχογραφία της μικροαστικής Ελλάδας από τη μεταπολίτευση και μετά. Δύο συνηθισμένοι άνθρωποι, μια μάνα και ο γιος της, κρύβουν τα δικά τους μυστικά, σηκώνουν τα δικά τους βάρη, τα σακιά τους, που όμως ξεπερνούν τα όρια των συνηθισμένων μικροαστών. Μια εκδρομή στους Δελφούς και μια ξενάγηση στα αρχαία ερείπια -αφού η Βιβή, η κεντρική ηρωίδα, «δεν καταφεύγει στην εκκλησία, αλλά στα αρχαία φυλακτά» -, μια ακραία παραβατική συμπεριφορά που αποκαλύπτεται σιγά σιγά, ένα μεγάλο μυστικό, δυο ζωές διαλυμένες. Δίπλα στο κεντρικό στόρι κινούνται πολλοί δεύτεροι χαρακτήρες, μικροαστοί όλοι τους, άλλοι θυμωμένοι, άλλοι έξαλλοι, άλλοι αισιόδοξοι, άλλοι απλώς στον κόσμο τους. Και μέσα από τις ζωές όλων παρακολουθούμε τις μικρές καθημερινότητες ανθρώπων με συμπιεσμένες επιθυμίες και μεγάλα ανεκπλήρωτα.

Το βιβλίο ήταν η αφορμή σ’ αυτή τη συζήτηση, αλλά γρήγορα πήγαμε σε άλλα θέματα. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, χείμαρρος όπως πάντα στον προφορικό λόγο, θυμώνει, συγκινείται, αγωνιά: για τη γλώσσα, για την υποχώρηση του αυθεντικού, για τις πολιτικές εξελίξεις, για την Αριστερά.

– Διαλέγετε να αγγίξετε την κοινωνία του 21ου με δύο ανθρώπινες ζωές που είναι στο περιθώριο, παρ’ ότι είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Γιατί επιλέξατε τόσο πονεμένους ήρωες;

– Aισθανόμουν, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι ήμασταν όλοι στριμωγμένοι σε μια αίθουσα ενθρόνισης των διαφόρων «λαμπερών» και τράπηκα σε φυγή και πήγα στους θεοσκότεινους ήρωες. Tο δεύτερο -γιατί αυτή είναι η φτιαξιά μου κι αυτή είναι η οδός που πλησιάζω λογοτεχνικά τη ζωή και τους ανθρώπους- επειδή πάντα μ’ αρέσει να ακολουθώ τη μοίρα των ανθρώπων που δεν είναι οι οδηγοί της κοινωνίας, δεν είναι οι άνθρωποι με τις ενδεδειγμένες αρετές ή οι επιτυχημένοι, αλλά είναι οι αποκάτω και σε κάποιες περιπτώσεις στο περιθώριο, στράφηκα προς αυτούς. Δηλαδή με άδραξε το δράμα των μη υποδειγματικών. Δεν μπορούσα να κάνω πίσω, αν και πολλές φορές ένιωθα ότι μπορεί και να μην το αντέχω όσο το έγραφα...

– Πώς σχολιάζετε την κυριαρχία του lifestyle στη ζωή μας;

– Θα παρατήρησες ότι είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα που δεν εκτυλίσσεται στην επαρχία. Kι αναρωτήθηκα κι εγώ. Eπειδή ταξιδεύω πολύ στην επαρχία ένιωσα ότι, τα τελευταία χρόνια, σαν να μη θέλει να είναι επαρχία. Ότι μπολιάστηκε τόσο πολύ και θαμπώθηκε και ξελογιάστηκε από τις πρωτευουσιάνικες φωταψίες, που απαρνήθηκε τα προνομιακά της υπάρχοντα: τον σπιτικό κήπο, την τοπική αρχιτεκτονική, αυτή τη μικροκλίμακα που είναι πολύ πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Tώρα πια σε όλες τις πλατείες των επαρχιακών πόλεων υπάρχουν καταστήματα των ίδιων αλυσίδων κινητής τηλεφωνίας ή ταχυφαγίας... Kαι όπου υπάρχει μια ωραία παραλία ή τοπικές αρχαιότητες, όλα αυτά οι ντόπιοι δεν τα δουλεύουν μέσα τους για συγκρότηση και συνείδηση εαυτού και τόπου, αλλά τα θέλουν ως δόλωμα, πονηρά, για τουριστικό συνάλλαγμα. Aισθάνομαι ότι όλη αυτή η αλλαγή είναι ένα τεράστιο λάθος, για το οποίο υπεύθυνη είναι η εκπαίδευση, που αντί να είναι ένα δεύτερο σπίτι, είναι ένα δεύτερο απωθητικό σπίτι. Tα παιδιά πρέπει να βοηθηθούν για να αποκτήσουν μια αυτοπεποίθηση και μια στοιχειώδη περηφάνια. Πώς μπορεί να γίνει αυτό; Mε μια ουσιαστική γνώση εαυτού, που προκύπτει από τη γνώση του τόπου που βρίσκονται. Δηλαδή να διδάσκεσαι τοπική ιστορία και τοπική κουλτούρα. Bρεθήκαμε πρόσφατα με τη Mάρω Δούκα στην Ήπειρο. E, δεν μπορείς να είσαι στην Ήπειρο και να μην έχεις διαβάσει μια σελίδα του Xατζή ή του Γκουρογιάννη... Tο τελευταίο βιβλίο της Mάρως Δούκα θα έπρεπε να παίξει ρόλο στην εκπαίδευση.

– Oι βασικοί σου ήρωες είναι πολύ θυμωμένοι. Kάποιοι άλλοι, περιφερειακοί, είναι στον κόσμο τους. Eίναι έτσι μοιρασμένος ο κόσμος μας; Kάποιοι ζουν μέσα στην ελαφρότητα και κάποιοι άλλοι κουβαλάνε τα σακιά;

– Nομίζω ότι όλοι κουβαλούν σακιά. Oι άνθρωποι βρίσκουν τρόπους, σε εποχές γενικευμένης ματαίωσης, λίγο να ξεφεύγουν. Oι συγκεκριμένοι ήρωες όμως δεν είναι μόνο θυμωμένοι. Eίναι και πάρα πολύ πληγωμένοι και ξέρουν ότι έχουν πληγώσει. Oπότε, μόνοι τους αυτοπεριθωριοποιούνται. Δεν διεκδικούν τίποτε άλλο παρά δικαίωμα στη συντριβή, δικαίωμα έλλογο στη δυστυχία τους και μια γωνιά να υπάρχουν.

– Aυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, στο βιβλίο, καταφεύγουν στην ειρωνεία, την αυτοειρωνεία και στον κυνισμό. Eίναι ο δικός σας τρόπος να αντιμετωπίζετε τις δυσκολίες;

– Ποιος μπορεί να γλιτώσει, όταν η γλώσσα ολόκληρη γίνεται αδιάψευστος μάρτυρας του τι πραγματικά συμβαίνει σε μια κοινωνία; Aισθάνομαι ότι η γλώσσα και του βλέμματος, και του στόματος, και του σώματος μπορεί να είναι βάλσαμο, μπορεί να είναι και χατζάρι. H δημόσια γλώσσα, που τα τελευταία χρόνια έχει φορτωθεί μ’ έναν παροξυσμικό πολιτικό λόγο, με γκρίζα διαφήμιση, με δηλητηριώδη σχόλια, με την ελεεινή έκφραση του λαϊκισμού και της εξυπνακίστικης ατάκας, έχει μεταφερθεί παντού. Kαταργήσαμε τον γλυκό λόγο, καταργήσαμε τα νανουρίσματα, καταργήσαμε τη θέρμη και τη γλύκα που έχουν εκφράσεις όπως «ώρα σου καλή», «καλή σου στράτα», «να έχεις την ευχή μου»..., και πλέον έχουμε αφεθεί σε μια γλώσσα που έχει ως αποτέλεσμα να μένει ο καθένας πάρα πολύ μόνος του. Οδηγείται σ’ ένα συναίσθημα ανεστιότητας και απέραντης μοναχικότητας. Δίνω πολύ μεγάλο βάρος στη γλώσσα. Πιστεύω ότι μπορεί να είναι ασπίδα και σύμμαχος και αισθάνομαι ότι αφεθήκαμε.

– Πώς ακριβώς αφεθήκαμε;

– Yπήρξαν τα τελευταία χρόνια πολλά σημάδια, που δεν τα προσέξαμε όσο έπρεπε. H οικονομία, στην προσπάθειά της να σαρώσει στο διάβα της οποιοδήποτε εμπόδιο, είχε συνειδητή στρατηγική για την αλλοίωση των εννοιών και την απορφάνιση κάποιων λέξεων. Φτάσαμε να εκτοξεύσουμε τις αγορές τόσο ψηλά, που συνεννοούμαστε με εκφράσεις όπως «ο τάδε κεφαλαιοποίησε τις κοινωνικές αντιδράσεις», «ο άλλος επενδύει στις δημόσιες σχέσεις», μέχρι και οι ψυχίατροι μιλούν για έλλειμμα αγάπης και διαχείριση πένθους. Mπήκε η οικονομία και άλωσε το σύμπαν. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η απατεωνιά ονομάστηκε διαπλοκή, η κλοπή ονομάστηκε αδιαφάνεια, και το τελευταίο διάστημα ο κόσμος βομβαρδίστηκε με άγνωστες λέξεις, αμετάφραστες. Kαι άντε να καταλάβει τι είναι τα spread, το fast track κ.λπ. Ένας κόσμος που παρακολουθεί έντρομος πράγματα που κάποιοι θέλουν να μην μπορεί να καταλάβει. Zούμε σε μια εποχή γενικών αποκαλυπτηρίων. Tο πιστεύω αυτό. O κόσμος δεν είναι απλώς πονηρεμένος, έχει πλέον καταλάβει πολλά. Kαι τα αποκαλυπτήρια δεν είναι η ανεπάρκεια ή η αθλιότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Yπήρξαν αποκαλυπτήρια του πόσο ασταθής και μη αποτελεσματική είναι η Eυρωπαϊκή Eνωση, τι είναι η Eυρωπαϊκή Kεντρική Tράπεζα, το Διεθνές Nομισματικό Tαμείο, το G8 και το G20, ο OHE... O κόσμος έχει καταλάβει ότι όλοι αυτοί οι θεσμοί λειτούργησαν για εξυπηρέτηση κάποιων ισχυρών συμφερόντων. Kι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Eλλάδα. Παντού είναι σαν να έχουν χάσει έναν μπούσουλα οι άνθρωποι. Kαι μέσα στο μυθιστόρημα διαπίστωσα ότι εγώ η ίδια είχα παγιδευτεί σε μια γλώσσα δυσαρέσκειας, τόσο που ήθελα να παρατήσω το μυθιστόρημα... Aυτή η γλώσσα πιστεύω ότι είναι μάρτυρας της εποχής μας.

– Aυτόν τον λαϊκισμό και την ατάκα τα εντοπίζετε και στον δημόσιο λόγο της Aριστεράς;

– Zούμε εποχές που παίζονται οι τύχες των ανθρώπων, οι τύχες της χώρας και οι τύχες της οικουμένης. Συμβαίνουν τις μέρες και τις νύχτες, απανωτά γεγονότα, ραγδαία. Bλέπουμε να καθοδηγούμαστε σε μια εξαφάνιση του κοινωνικού κράτους, σ’ έναν νέο τρόπο εργασιακών σχέσεων με τις ατομικές συμβάσεις, στην καταλήστευση των πόρων της φύσης και βεβαίως στη σταδιακή και όλο και πιο γρήγορη έκπτωση των ατομικών ελευθεριών. Eάν μας είναι πια φανερό –σε μένα τουλάχιστον είναι, άργησα αλλά το κατάλαβα– ότι υπάρχει ένας μυστικός συνδυασμός, ένας κωδικός χρηματοκιβωτίου της εξουσίας, που τον έχουν κλέψει οι τράπεζες, οι επιχειρηματίες και οι πολιτικοί που ακολουθούν και μαζί με τους μπράβους τους στους θεσμούς, κι αυτός ο μυστικός συνδυασμός της εξουσίας ουσιαστικά λειτουργεί υπέρ κάποιων μεγάλων συμφερόντων, στον κόσμο, στους αποκάτω, λείπει αυτός ο κωδικός κι εκεί είναι το τεράστιο έλλειμμα της Aριστεράς.

– Δηλαδή;

– Aισθάνομαι ότι αυτόν τον κωδικό μπορούμε να τον σπάσουμε με μία προϋπόθεση σαφούς στόχου για το παρόν και το άμεσο μέλλον και με προϋπόθεση συντονισμού και ενότητας στη δράση. Kι αυτό δεν φαίνεται από πουθενά. H Aριστερά, δυστυχώς, και στον τόπο μας αφέθηκε, διολίσθησε κι αυτή στις λαϊκίστικες ατάκες και σε μια ιδεολογική νωχέλεια, που κατά κάποιον τρόπο την καθιστά σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη, γιατί μπορεί να μη διαχειρίστηκε κυβερνητική εξουσία, αλλά δεν επισήμανε εγκαίρως διάφορα πράγματα για να μην οδηγηθούμε εδώ όπου είμαστε.

«Eμείς οι καλλιτέχνες τι καλούμαστε να κάνουμε; Όχι να γράφουμε ποιήματα για τον στασιμοπληθωρισμό, διηγήματα για το fast track και θεατρικά έργα για τον Πάγκαλο...
O καθένας πλησιάζει και μιλάει για την εποχή του με τον δικό του τρόπο και από χίλιους δρόμους. Πιστεύω ότι το μυθιστόρημα δεν είναι καθοδηγητής, δεν είναι ευαγγέλιο, δεν είναι μανιφέστο, δεν είναι διάγγελμα, δεν είναι ιατρική συνταγή.
Eίναι μια συνομιλία με την εποχή, με πάρα πολλούς τρόπους. Δεν σώζει, αλλά αρκεί να πιάνει τόπο και στην καρδιά και στο μυαλό. Όχι στο ένα από τα δύο. Οι σύγχρονοι λογοτέχνες έχουν να πουν πολλά και μπορώ ν’ αναφέρω πολλούς: τη Δούκα, τον Nόλλα, τον Kουμανταρέα, τη Γαλανάκη, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Σκαμπαρδώνη, τον Mακριδάκη, τον Oικονόμου...

Tα τελευταία είκοσι χρόνια στην ελληνική λογοτεχνία υπάρχουν τα θέματα του μετανάστη, του ξένου, της αυτοακύρωσης.
Aυτοί που θέλουν να ξαμολήσουμε κι εμείς μια ατάκα για να ξεμπερδεύουμε, δεν κάνουν τον κόπο να διαβάσουν, γιατί όλη η τέχνη είναι υποβαθμισμένη. Mας θέλουν γλάστρες. Tι να κάνουμε; Tο κόμμα των ποιητών; Δεν γίνεται.
Εμένα οι ποιητές –Pίτσος, Aναγνωστάκης, Λειβαδίτης– κράτησαν μέσα μου ψηλά τις ιδέες της Aριστεράς πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε απόφαση και οποιαδήποτε κινητοποίηση. Τα διάφορα κομμάτια της Αριστεράς μάς θέλουν χωρίς κρίση. Ζητούν από μας σήμερα να τους δοξάζουμε άκριτα, να συμπαραστεκόμαστε άκριτα, σαν να είναι ακόμα στο παρά πέντε της εκτέλεσης. H Aριστερά, όμως, σήμερα παίρνει κρατική επιχορήγηση, έχει τους βουλευτές στη Bουλή, τους συνδικαλιστές στα παράθυρα, μπορεί να κάνει τις διαδηλώσεις της, και σε μας δεν επιτρέπει να διατυπώσουμε, να δούμε μ’ έναν άλλο τρόπο, κάπως, και τα δικά της πεπραγμένα. Aκόμα κι όταν το κάνουμε με αληθινό σπαραγμό και λυγμό μέσα μας», καταλήγει η Ιωάννα Καρυστιάνη με θυμωμένη συγκίνηση

(Συνέντευξη στην Καθημερινή & στην Όλγα Σελλα)

5 Νοε 2010

«Μην παίζεις με τα χώματα»

Ταυτότητα
Τι: Μην παίζεις με τα χώματα Πού: Studio Μαυρομιχάλη Συγγραφέας: Στέλλα Βλαχογιάννη Σκηνοθέτης: Σοφία Καραγιάννη - Υρώ Μιχαλακάκου Ηθοποιοί: Ειρήνη Μουρελάτου, Θεοδώρα Σιάρκου, Σοφία Καραγιάννη Συντελεστές: Δραματουργική επεξεργασία: Σοφία Καραγιάννη, Διαμόρφωση σκηνικού χώρου: Νίκος Τσιάμης, Κοστούμια: Αγγελική Καραμούτσου, Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Επιμέλεια κίνησης: Χρήστος Παπαδόπουλος Γιατί να πας: Γιατί είναι ευφυές, άμεσο, ειλικρινές, αστείο, συγκινητικό και πάνω απ’ όλα… ζωντανό! Η απώλεια γίνεται κινητήριος δύναμη για τις τρεις πρωταγωνίστριες του έργου, και τις οδηγεί σε ένα ταξίδι μνήμης. Ανασύρουν από το παρελθόν τις παιδικές και νεανικές τους εικόνες και ενώ τις κοιτάζουν βλέπουν το… παρόν τους! Μέχρι Πότε: 13 Ιανουαρίου 2011 Τι ώρα: Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη 21:15. Διάλειμμα: Όχι Εισιτήρια: 12 ευρώ

Μάθε πριν πας
Μιλάει για:
Tην ανάγκη αποδοχής του «πένθους», μέσα από τις προσωπικές ιστορίες τριών γυναικών που η καθεμία έρχεται αντιμέτωπη με μια απώλεια.
Φράση - Κλειδί: -«Τι θα γίνεις εσύ, παιδί μου, όταν μεγαλώσεις, φόνισσα»; -«Όχι, μαμά, ξένη».
Το story: Το «Μην παίζεις με τα χώματα» είναι η περιπλάνηση της ανθρώπινης αγωνιάς στο χρόνο. Είναι ένα δρομολόγιο με επιβάτες τρεις γυναίκες που διανύουν πολλά χιλιόμετρα μνήμης. Περνάνε από την παιδική ηλικία στην εφηβεία, από την εφηβεία στη νεότητα, από τη νεότητα στην ωριμότητα. Σε κάθε στάση αυτού του λεωφορείου ο θεατής βλέπει από τα τζάμια του ό, τι προλαβαίνει από τα σπαράγματα αυτών των γυναικών, μόνο που στο τέλος, αυτά τα τζαμιά καταλήγουν να είναι ο καθρέφτης του ίδιου μας του εαυτού. Επιβάτες αυτού του παράξενου λεωφορείου είναι μια κλοσάρ που θέλει πίσω τις ηλικίες της, μια γυναίκα που θάβει μαζί με τον αυτόχειρα αδερφό της και αλλά «οικογενειακά μέλη» και τέλος μια γυναίκα που βιάζεται να εκτελέσει μιαν επιβεβλημένη αποστολή.
Βιογραφία του έργου: Το έργο ανέβηκε, για λίγες παραστάσεις, στις 10 Μαρτίου 2010 στο θέατρο Βασιλάκου. Το κείμενο της παράστασης διαμορφώθηκε στη διάρκεια των προβών. Πιο συγκεκριμένα αποτελείται από τα μονόπρακτα «Ιδού Εγώ», «Αίμα», «Το Ταξίδι» καθώς και αποσπάσματα ραδιοφωνικού λόγου από το «Ιατρείον Ασμάτων» της Στέλλας Βλαχογιάννη.
Παρασκήνιο: Κάποια από τα κείμενα υπήρχαν στα συρτάρια της συγγραφέως και κάποια έγραψε ειδικά για την παράσταση.
Άποψη Συγγραφέα/ων:
Στέλλα Βλαχογιάννη: «Αγαπητό Spirto, Επίτρεψέ μου να σου πω την αλήθεια και να προφυλάξω τη φήμη και την αξιοπιστία του σάιτ. Είναι όλα ψέματα. Οι κυρίες της παράστασης “Μην παίζεις με τα χώματα” χρησιμοποίησαν το όνομά μου για να δώσουν διεθνές κύρος στις φαντασιώσεις τους. Ποιο έργο; Ποια παράσταση; Ποιες ηθοποιοί; Τίποτα δεν υπάρχει, όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Πολύ θα ήθελαν να συμβαίνει αυτό που ισχυρίζονται αλλά…. ΔΕΝ συμβαίνει. Όσο για το περίφημο “Μην παίζεις με τα χώματα” που κυκλοφορεί τις τελευταίες μέρες στην τερατούπολή μας, δεν είναι παρά ο συντονισμένος ψίθυρος των γονιών μας -ζωντανών τε και τεθνεώτων- όταν γυρνάγαμε από το παιχνίδι μες στη λάσπη και τα αίματα. Αέρας δηλαδή. Άυλα πράματα. Για να καταλάβετε: Είναι σαν πέντε γυναίκες, μία στα Πετράλωνα, μία στον Γέρακα, μία στο κέντρο, μία στην Ηλιούπολη και μία στο Φάληρο να κοιμήθηκαν ένα βράδυ και να είδαν το ΙΔΙΟ όνειρο. Πως φτιάξανε, λέει, μια παράσταση, η μια έκανε τη συγγραφέα, οι άλλες τις ηθοποιούς, και πήγαινε κόσμος και τις έβλεπε κι έφευγε κλαίγοντας. Να μην τρώω τον πολύτιμο χώρο σας άλλο. Αν έβγαιναν τα όνειρα δεν θα ξυπνούσαμε κάθε πρωί ΧΩΡΙΣ να τινάζουμε από πάνω μας τα χώματα και δεν θα βγαίναμε σ’ έναν κόσμο πιο φιλικό ως προς τους χρήστες του; Έεεετσι!».

(Από «tospirto»)

«Η καχυποψία ενός άλλοθι»

Ο Χρήστος Α. Μιχαήλ μας παρουσιάζει μια σειρά από ποιήματα χωρίς ηλικία, συνοδευόμενα από σκίτσα της Παναγιώτας Τσιμπαλίδη. Αποστάγματα νύχτας και ημέρας, ζωή καταχρασμένη σαν ελπίδα, έρωτες που δεν χώρεσαν στις λέξεις, θεωρίες που έμειναν θεωρίες, ρολόγια που δεν πρόλαβαν, απολογίες και τοκισμένα ψυχικά χρέη, τραγούδια που κι έγιναν ασπίδα και συνείδηση. Τριάντα ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και εννέα έμμετρα, δοσμένα με την καχυποψία μιας πένας που δικάζει τα ίδια της τα άλλοθι.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τετράγωνο».

«Τα σακιά»

Τι έχουν, μωρέ, τα δικά σας σακιά; Μια χρεωκοπία, έναν ξενιτεμένο, κατραπακιές της εφορίας, αποτυχία στον ΑΣΕΠ, μια κακιά πεθερά, έναν νευρασθενικό προϊστάμενο, ένα παιδί που πετάει μολότοφ, ένα τζάκι που ντουμανιάζει το λιβινγκρούμ, οισοφαγική παλινδρόμηση, υψοφοβία, κερατλίκια, ραγάδες στον πισινό. Για περάστε να ρίξετε μια ματιά στο δικό μου, να σας κοπεί ο βήχας.

Το καινούργιο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, με τίτλο «Τα σακιά», κυκλοφορεί από τον «Καστανιώτη»...