4 Αυγ 2013

Γ. Σεφέρης: Κυριακή, 4 Αυγούστου 1940


Κοιμήθηκα στο Μαρούσι· είχε βρέξει· μυρωδιές βοτάνων από παντού. Άνοιξα τα μάτια στις 4.30΄. Ένα πιάνο στο πλαϊνό κέντρο έπαιζε ακόμη. Βγήκα, ο ήλιος τρεις οργιές. Σύννεφα και πολύ φρέσκος αγέρας. Ομορφιά του Πάρνηθα· οι σκιές τον αψηλώνουν και του δίνουν ένα βάθος καινούργιο. Ποια είναι η ύλη αυτών των βουνών· τα λένε άυλα, κι αυτό δε σημαίνει τίποτε· η ύλη είναι που τα κάνει τόσο ζωντανά: χορεύει, απαιτεί, αλλάζει, σα να είχε ψυχή· κουβεντιάζει μαζί σου και νιώθεις τρομερά την απουσία φίλων. Στις 10 ήμουν στην Αθήνα· λουτρό και τώρα γράφω και νυστάζω.
Στο λεωφορείο, πηγαίνοντας στο Μαρούσι, καθώς μιλώ μ’ έναν γνωστό μου, παρακολουθώ το πρόσωπο μιας κοπέλας που την ξέρω μόνο από κάτι περιστατικά της ζωής της. Πρώτη φορά που τη βλέπω από τόσο κοντά. Τεντωμένα χαρακτηριστικά μιας τραγικής μάσκας και μάτια που προσεγγίζουν την τρέλα. Όχι άσκημη, αλλά θα σου ήταν δυσάρεστο να βρεθείς σ’ ένα δωμάτιο μαζί της. Μήπως έκανα αυτές τις σκέψεις επειδή ξέρω πως δοκίμασε ν’ αυτοκτονήσει;
Μέρες Γ΄(16 Απρίλη 1934 – 14 Δεκέμβρη 1940), Ίκαρος