29 Δεκ 2012

Το χρόνο...



Να δω στο βλέμμα σου το χρόνο που αλλάζει...

24 Δεκ 2012

«Ο μάγος στη στροφή»



Της Στέλλας Βλαχογιάννη*

Κλασικός Έλλην -άντρας. Σιχαινόταν τις δουλειές του σπιτιού και σαν να μην έφτανε αυτό κατέβαλλε το μέγιστο δυνατό ποσοστό στην ακαταστασία του χώρου. Κάτι που έβγαζε την Κατίνα από τα ρούχα της αλλά …καμωνότανε, καθώς έλεγε, για να μη γίνεται συνέχεια καβγάς. Για θρησκεία δεν συζητάμε. Το Μεγάλο Σάββατο στην Ανάσταση. άντε και σε κανένα γάμο καμιά κηδεία γνωστού -συγγενούς ή φίλου. Και πάλι έξω καθότανε και έκανε τσιγάρα.
Μόνο κάθε Δεκέμβριο γινόταν άλλος άνθρωπος. Αρχές αρχές του μήνα επέστρεφε νωρίς στο σπίτι κρύβοντας πίσω από το αρκετά ψηλό μπόι του το μεγάλο κουτί. Κάθε χρονιά, κι άλλο κουτί. Κάθε χρονιά, κι άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ποτέ δύο φορές το ίδιο. Δεν ήταν πλούσιος. Βενζινάς ήτανε, αντιπρόσωπος της Σελ. Η οποία Σελ μπορεί στη Νιγηρία να τα έκανε ρημαδιό, αλλααά, με τους συνεργάτες της ήτανε κυρία. Κάθε χρόνο τους έστελνε δώρο ένα δέντρο από τα πιο σύγχρονα. Πότε μ’ εκείνα τα χαζά κλαδιά που έπρεπε να τα ανοίγεις δυο ώρες -και πάλι ατσούμπαλο ήτανε, και πότε με τα εξελιγμένα. Τα σπαστά. Ένα κουτί τίγκα στο πλαστικό: πλαστικός κορμός-πλαστικά κλαδιά, σε μια ζωή που αγκομαχούσε να μην πλαστικοποιηθεί και η ίδια. Πάντως αυτά τα δεύτερα, τα σπαστά, από πείρα το λέω, είναι πιο εύχρηστα. Τα συναρμολογείς γρήγορα και ξεμπερδεύεις.

Νάτος λοιπόν πάλι με το σπάνιο γέλιο και το μεγάλο κουτί πίσω από την πλάτη, χεσμένος από τη χαρά του, γιατί φέτος σπίτι είναι και η μικρή, η βαφτιστήρα του και αυριανή του κόρη -αυτό, τότε δεν το ήξερε κανένας ακόμα.
Μπαίνει, πετάει σακάκι παπούτσια όπου βρει, πετάει από την τραπεζαρία καρέκλες και τραπεζάκια, επίσης όπου βρει, και φτιάχνει χώρο για το δέντρο. Η μικρή τον κοιτάζει όλο θαυμασμό και εκείνος κάνοντας κάτι ταχυδακτυλουργικά της συμφοράς, αλά ούνε αλά ντούε αλά τρέ, ανοίγει όλος καμάρι το κουτί και εμφανίζει το τεμαχισμένο κουφάρι ενός ψεύτικου δέντρου.
Εν τούτοις το φόρτε του δεν ήταν αυτό. Ήταν το στόλισμα. Ναι το στόλισμα: Αυτός ένας μακρονησιώτης όνομα και πράγμα άθεος και ασυγχώρητος, στρωνόταν στη δουλειά να φτιάξει το σύμβολον της εορτής.

Είπαμε. Κάθε χρόνο κι άλλο δέντρο. Μικρό, μεγάλο, τεράστιο, πλαστικό, υφασμάτινο, πράσινο και μια φορά ασημί -ήτανε μόδα φαίνεται. Έβαζε τη μικρή να βουτάει τα ντεμισέ της Κατίνας, να κόβει τις κλωστές σε μικρά κομματάκια και, μαζί μετά, να τις περνάνε από τις μπάλες προκειμένου να κρεμαστούν -οι μπάλες.
Μπάλες κατά το πλείστον κόκκινες -μη ξεχνάμε και την ιδεολογία μας- άντε και καμιά χρυσή να σπάει τη μονοτονία του χρώματος. Κι αφού βάζανε τα στολίδια, άρχιζε ν ανεβαίνει η πίεση της Κατίνας γιατί έφτανε η ώρα του χιονιού. Όπου χιόνι τώρα φαντάσου φελιζόλ κομμένο σε εκατομμύρια μικρά κομματάκια όσο το διπλό μέγεθος μιας κεφαλής καρφίτσας. Το πιάνανε με τις χούφτες και το πετάγανε στο δέντρο και όπου κάτσει. Συνήθως καθότανε στο πάτωμα και άρχιζε ο ευγενής διάλογος των ενηλίκων με κύριο θέμα: ποιος θα σκουπίσει πάλι το δωμάτιο, έ;


…Αλλά υπήρχε τότε και ένα φόρτε πιο φόρτε από το κανονικό. Ένας υπερθετικός βρε παιδί μου. Η φ-ά-τ-ν-η. Μιλάμε για μελέτη αρχιτέκτονα. Κάθε χρονιά κι άλλη, ως γνωστόν. Χάρτινη, πλαστική, τρισδιάστατη, με όλα τα πρόσωπα της γνωστής ιστορίας παρόντα. Αλλά δεν ήταν αρκετά αυτά. Εμείς τα εμπλουτίζαμε. Αρνάκια, βοδάκια, αλογάκια, όλα έξτρα, έτσι που γινότανε μια …αρχοντοφάτνη να πούμε. Και βεβαίως οι μάγοι. Σε παράταξη και με κατεύθυνση πορείας προς-τη-φάτνη.

Η μικρή το είχε δει παιχνίδι, έβλεπε και το Σπύρο να γελάει ακόμα κι όταν τις έπεφταν οι μισές μπάλες από τα χέρια και έσπαγαν –ωωωπ, τραυματίας πολέμου! έλεγε ο νονός και γελούσαν όλοι μαζί -καθένας για δικό του λόγο ως απεκαλύφθη πολύ πολύ αργότερα…
Το κόλλημα της μικρής ήταν η φάτνη. Συνέχεια εκεί την έβρισκες: να ανακατανέμει το ζωικό βασίλειο, πότε από δω τα αρνάκια από εκεί τα βοδάκια, πότε τα ζώα χιαστί -αυτά δε σπάγανε κιόλας και τα έκανε ό,τι ήθελε.
Προχωρώντας η ηλικία η ακόμα μικρή, παρατήρησε μία χρονιά, πώς παρά τα λεγόμενα από παραμύθια ιστορίες και βιβλία, οι μάγοι στη δική της φάτνη ήτανε δύο. Πιάνει μια μέρα λοιπόν το Σπύρο και του λέει: να σου πω νονέ, λείπει ένας μάγος.
-Λείεεεπει ένας μάγος; Φώναξε αυτός έκπληκτος. Ποιος από όλους;

Εκεί η μικρή κώλωσε. Δεν θυμόταν ονόματα. Και έμεινε έτσι το πράγμα.

Την επόμενη χρονιά, κοιτάζει βλέπει, πάλι δύο οι μάγοι. Να σου πω νονέ, λείπει ένας μάγος.
-Λείεεεπει ένας μάγος; Φώναξε αυτός έκπληκτος. Ποιος από όλους;
-Ο Μπαλτάσαρ, λέει η μικρή που είχε πάρει τις πληροφορίες της.
-Είσαι σίγουρη πώς είναι αυτός; Την ξαναρωτάει ο Σπύρος.

Δεν ήταν. Και έμεινε έτσι το πράγμα.

Ένα χρόνο αργότερα, νέο δέντρο, νέα στολίδια, ανανέωση και εμπλουτισμός των αρνακίων και των άλλων ζώων, πλην… οι μάγοι σταθερά δύο.

-Να σου πω νονέ, λείπει ένας μάγος, του λέει.
-Λείεεεπει ένας μάγος; Φώναξε αυτός έκπληκτος. Ποιος από όλους;
-Δεν ξέρω και δε με νοιάζει. Αυτά μου τα έλεγες όταν ήμουν μικρή.
-Και τώρα τι είσαι; Της απαντά εκείνος.


Από όπου και να το έβλεπε το θέμα, πάλι μικρή θα έβγαινε, οπότε δεν επέμεινε. Και έμεινε έτσι το πράγμα.

Χρονιά τη χρονιά, η μικρή απομακρύνθηκε από το όριο ηλικίας που δεν παίρνεις απαντήσεις και μια φορά του λέει:
-Άκου να δεις. Λείπει ένας μάγος. Δεν ξέρω ποιος από τους τρεις είναι, αλλά απαιτώ να μου πεις ΠΟΥ είναι.
-Καλά, τέτοιο χαζό κοριτσάκι έχω εγώ; Της είπε γελώντας.
-Γιατί λες ότι είμαι χαζό, δεν είμαι χαζό. Θέλω να μου πεις αμέσως πού είναι ο τρίτος μάγος.
-Πώς δεν είσαι χαζό;. Ο τρίτος μάγος είναι στη στροφή. Γι’ αυτό δεν φαίνεται.

Έτσι την αποστόμωσε για πάντα.

Τα χρόνια συνέχισαν το αέναο κυνηγητό τους, η μικρή μεγάλωσε, ο Σπύρος και η Κατίνα κρύφτηκαν στον ουρανό κι εκείνη, μεγάλη πια, σνομπάρει τις γιορτές και τα στολίσματα και τη σχεδόν νομοθετικά επιβεβλημένη χαρά αυτών των ημερών. Από την οικογένεια κράτησε τις ψεύτικες απαντήσεις. Και από τα Χριστούγεννα τον μάγο στην στροφή που δεν έχει φτάσει ακόμα.

*Η Στέλλα Βλαχογιάννη είναι δημοσιογράφος
 

Χριστού...


...Γέννα