Ο καθένας έχει το δικό του συμβολικό καλοκαίρι. Για άλλους είναι ο χαμένος παράδεισος, για άλλους η διαρκώς ανανεούμενη ελπίδα, για άλλους τρόμος. Τις δύο πρώτες εκδοχές εύκολα τις αποδεχόμαστε. Πολλοί όμως αποφεύγουν να ομολογήσουν τον τρόμο, τον τρόμο του καλοκαιριού. Γιατί ο καλοκαιρινός ήλιος είναι ζωή και θάνατος, χρυσός και κατάμαυρος, μαχαιριά που ανοίγει στα δυο τον καρπό της καρδιάς σου και συγκρίνεις τα κομμένα κομμάτια της. Λες, τούτο εδώ που σήμερα ζω, αξίζει να λέγεται φως; Αξίζει να λέγεται καλοκαίρι;
Στα παιδικά χρόνια η επέλευση του μαγικού Ιουνίου, ήταν η εισβολή μας στον κήπο της Εδέμ. Χωρίς σχολείο και μαθήματα, αμέσως μετά το μαρτύριο των τελευταίων διαγωνισμών, της αβύσσου της εξεταστικής κόλλας. Και ελευθερία! Εκεί που πουθενά αλλού δεν αναπαύεται η ψυχή. Τα πρέπει λιγόστευαν, οι γονείς γίνονταν πιο ελαστικοί, οι φίλοι πιο θαρραλέοι, η θέρμη του μεσημεριού προξενούσε αντικατοπτρισμούς ονείρων, μπορούσαμε να τρέξουμε με πέδιλα στις φαντασιώσεις μας.
Μου δόθηκε το δυσμενές προνόμιο να έχω ζήσει θαυμαστά καλοκαίρια μέχρι τα είκοσι χρόνια μου. Να συνεχίζω να ζω με την ευλογία και την κατάρα τους. Γιατί η ανάμνηση, εκείνο το εκτυφλωτικό βίωμα στη χρυσή αμμουδιά της Κρήτης που παραθερίζαμε, είναι το μονιμότερο βίωμα του μέσα κόσμου μου, πρόγευση απτή Παραδείσου. Όμως ταυτόχρονα ακονίζει σκληρό κριτήριο που ακυρώνει κάθε άλλο καλοκαίρι, όπου αλλού, ακόμα και στην ίδια αμμουδιά που, εντελώς τουριστική τώρα πια, σε τίποτα δεν μοιάζει με εκείνη που ήταν.
Δόξα τω Θεώ, δεν είναι ακριβές αυτό που απερίσκεπτα θέλουν να λένε οι άνθρωποι, πως «περασμένα ξεχασμένα» ή «κοιτάω μπροστά» και άλλες παρόμοιες θυμοσοφίες. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο αίμα, έχει και μνήμες στις φλέβες του. Πάντα κυλούν και ανακυκλώνονται, αναβιώνονται και ξανατοποθετούνται όσα σημαντικά ζήσαμε. Όσα τον μετρημένο χρόνο μας τον έκαναν αιωνιότητά μας. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα σημαντικά κι αν εσύ θεωρείς πως τα σβήνεις εκείνα δεν φεύγουν. Παριστάνουν πως χάνονται, ενώ στριμώχνονται στη γωνιά της συνείδησης, λίγο παραπίσω, σαμποτάρουν το συναίσθημα, αναστατώνουν τον ύπνο, αυξάνουν το χάος του ανικανοποίητου. Όχι, δεν είμαστε μονάχα όσα αποφασίζουμε να επιθυμούμε, όσα αποφασίζουμε να θυμόμαστε. Ιδίως δεν γίνεται να ξεχνάς τα παιδικά καλοκαίρια σου, τότε που ενώθηκες με τη γνήσια ψυχή σου.
Γι αυτό εγώ τα καλοκαίρια τα φοβάμαι. Θα με μελαγχολήσουν ξανά, το ξέρω, όπως πάντα απ’ όταν έφυγα από εκείνη την παραλία έξω απ’ τα Χανιά. Όπου κι αν πήγα μετά, εκείνη την άμμο γύρευα, εκείνα τα παιχνίδια, εκείνες τις φωνές, και δεν την ξαναβρήκα. Τουλάχιστον γνώρισα πώς περίπου θα είναι ο Παράδεισός μου, ακόμα κι αν ο δίκαιος Θεός αποφασίσει να με βγάλει απ έξω και μόνο πίσω από κάγκελα να τον κοιτώ.
(Από το ιστολόγιο tera-amou.pblogs.gr)
Στα παιδικά χρόνια η επέλευση του μαγικού Ιουνίου, ήταν η εισβολή μας στον κήπο της Εδέμ. Χωρίς σχολείο και μαθήματα, αμέσως μετά το μαρτύριο των τελευταίων διαγωνισμών, της αβύσσου της εξεταστικής κόλλας. Και ελευθερία! Εκεί που πουθενά αλλού δεν αναπαύεται η ψυχή. Τα πρέπει λιγόστευαν, οι γονείς γίνονταν πιο ελαστικοί, οι φίλοι πιο θαρραλέοι, η θέρμη του μεσημεριού προξενούσε αντικατοπτρισμούς ονείρων, μπορούσαμε να τρέξουμε με πέδιλα στις φαντασιώσεις μας.
Μου δόθηκε το δυσμενές προνόμιο να έχω ζήσει θαυμαστά καλοκαίρια μέχρι τα είκοσι χρόνια μου. Να συνεχίζω να ζω με την ευλογία και την κατάρα τους. Γιατί η ανάμνηση, εκείνο το εκτυφλωτικό βίωμα στη χρυσή αμμουδιά της Κρήτης που παραθερίζαμε, είναι το μονιμότερο βίωμα του μέσα κόσμου μου, πρόγευση απτή Παραδείσου. Όμως ταυτόχρονα ακονίζει σκληρό κριτήριο που ακυρώνει κάθε άλλο καλοκαίρι, όπου αλλού, ακόμα και στην ίδια αμμουδιά που, εντελώς τουριστική τώρα πια, σε τίποτα δεν μοιάζει με εκείνη που ήταν.
Δόξα τω Θεώ, δεν είναι ακριβές αυτό που απερίσκεπτα θέλουν να λένε οι άνθρωποι, πως «περασμένα ξεχασμένα» ή «κοιτάω μπροστά» και άλλες παρόμοιες θυμοσοφίες. Ο άνθρωπος δεν έχει μόνο αίμα, έχει και μνήμες στις φλέβες του. Πάντα κυλούν και ανακυκλώνονται, αναβιώνονται και ξανατοποθετούνται όσα σημαντικά ζήσαμε. Όσα τον μετρημένο χρόνο μας τον έκαναν αιωνιότητά μας. Δεν τελειώνεις εύκολα με τα σημαντικά κι αν εσύ θεωρείς πως τα σβήνεις εκείνα δεν φεύγουν. Παριστάνουν πως χάνονται, ενώ στριμώχνονται στη γωνιά της συνείδησης, λίγο παραπίσω, σαμποτάρουν το συναίσθημα, αναστατώνουν τον ύπνο, αυξάνουν το χάος του ανικανοποίητου. Όχι, δεν είμαστε μονάχα όσα αποφασίζουμε να επιθυμούμε, όσα αποφασίζουμε να θυμόμαστε. Ιδίως δεν γίνεται να ξεχνάς τα παιδικά καλοκαίρια σου, τότε που ενώθηκες με τη γνήσια ψυχή σου.
Γι αυτό εγώ τα καλοκαίρια τα φοβάμαι. Θα με μελαγχολήσουν ξανά, το ξέρω, όπως πάντα απ’ όταν έφυγα από εκείνη την παραλία έξω απ’ τα Χανιά. Όπου κι αν πήγα μετά, εκείνη την άμμο γύρευα, εκείνα τα παιχνίδια, εκείνες τις φωνές, και δεν την ξαναβρήκα. Τουλάχιστον γνώρισα πώς περίπου θα είναι ο Παράδεισός μου, ακόμα κι αν ο δίκαιος Θεός αποφασίσει να με βγάλει απ έξω και μόνο πίσω από κάγκελα να τον κοιτώ.
(Από το ιστολόγιο tera-amou.pblogs.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου