5 Σεπ 2009

Η Στέλλα Βλαχογιάννη γράφει για το Λευτέρη Παπαδόπουλο... (πρώτο μέρος)


Άπονη ζωή. Αυτές είναι οι δυο πρώτες λέξεις του Λευτέρη Παπαδόπουλου στο ελληνικό τραγούδι (1963). Άδικη μέρα / άδικη νύχτα. Αυτές είναι δύο από τις τελευταίες του (μέχρι σήμερα) -δίσκος Ερημιά, 2005, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
Αυτά τα 42 χρόνια που χωρίζουν τις λέξεις και τις έννοιες τις οποίες επιλέξαμε περικλείουν μια πάρα πολύ δημιουργική διαδρομή ενός λαϊκού ποιητή που σημάδεψε ανεξίτηλα το σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αν το δούμε και κάπως σημειολογικά «αρχή» και «τέλος» ουσιαστικά είναι το ίδιο. Η ζωή (κάτι με διάρκεια -πιστεύουμε πάντα) είναι άπονη όταν ξεκινάει να γράφει ο Λ. Παπαδόπουλος και η μέρα ή η νύχτα (διάστημα πολύ συγκεκριμένο χρονικά) είναι άδικη. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω ποιος από τους δυο χαρακτηρισμούς είναι πιο σκληρός. Το άπονη εμπεριέχει πολύ και φρέσκο, νεανικό συναίσθημα. Το άδικη όμως είναι συμπέρασμα ζωής. Κι ίσως τελικά αυτή η λέξη να είναι η σκληρότερη από τις δύο.
Σώμα που από μόνο του φέρει στο DNA του έναν πόλεμο κι έναν εμφύλιο και όλη τη φτώχεια της μεταπολεμικής Ελλάδας και από καταγωγή αθροίζει και την προσφυγιά του 1922 «λογικά» έπρεπε να οδηγήσει σ' ένα (πολύ) θλιμμένο άνθρωπο. Δεν συνέβη αυτό και θα εξηγήσουμε παρακάτω το πώς και το γιατί.

Είσοδος, θεματολογία, συνείδηση καταγωγής
Ο Λ. Παπαδόπουλος μπαίνει στο τραγούδι έφιππος και ένοπλος. Τα δύο μόνο πρώτα τραγούδια να σκεφτεί κανείς (Άπονη ζωή και Φτωχολογιά) που ξεκίνησαν από τα χείλη και κατέληξαν στις καρδιές μιας ολόκληρης χώρας είναι αρκετό. Με τη σημερινή χυδαία ορολογία θα λέγαμε «δυο σουξέ από χέρι», με το «καλημέρα σας» του στιχουργού στο τραγούδι -χωρίς φυσικά να αγνοούμε τη δυναμική του επίσης νέου τότε μελοποιού τους που ήταν ο Σταύρος Ξαρχάκος. Η φτώχεια είναι ένα θέμα που δεν θα σταματήσει ποτέ να μπαινοβγαίνει στα τραγούδια του. Δεν ξεχνά την ταξική καταγωγή του -ό,τι κι αν κατάφερε να γίνει στη συνέχεια. Και δεν είναι τυχαίο που ακόμα και σήμερα τραγουδάμε και τα δυο προαναφερθέντα κομμάτια με δάκρυα στα μάτια χωρίς ν' ακούγονται μελό -στην ηλικία της γλώσσας που βιώνουμε εννοώ. Η φτώχεια δεν χρησιμοποιείται γενικά και αόριστα ως ιδεολόγημα. «Υλοποιείται» με πολλούς τρόπους. Με λέξεις όπως το ψωμί ας πούμε ή με φράσεις όπως το
«βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι / κάποιος πονεμένος θα βρεθεί».
Ένα άλλο θέμα που έλκει επίσης την καταγωγή του στα πρώτα χρόνια της γραφής του Λ. Παπαδόπουλου είναι, η απονιά της ζωής και η αδικία του κόσμου. Μια αδικία που, και εξ αρχής αλλά κυρίως στη συνέχεια, θα επικεντρωθεί στον έρωτα (τόση αγάπη/ κι ούτε ένα ευχαριστώ). Γιατί ο Λ. Παπαδόπουλος στα τραγούδια του θα παραμείνει -μέχρι σήμερα- ένας πικραμένος εραστής. Ένας άντρας που κλαίει για το κορίτσι που είχε ή που ονειρεύτηκε να έχει.
Ακούγοντας πολύ προσεκτικά την παραγωγή του της πρώτης δεκαετίας θα μπορούσε κανείς να καταχωρίσει ως χαρακτηριστικά ένα αίσθημα ενοχής και αυτολύπησης (μας έδειρε ο βοριάς) και μια μοιρολατρεία που ωστόσο αιτιολογείται «ιδεολογικά» από την ανατολίτικη καταγωγή του. Τοποθετώντας βέβαια όλα αυτά στο ιστορικό τους πλαίσιο (μεταπολεμική περίοδος και φυσικά προδικτατορική, με την χώρα να ανοικοδομείται όπως όπως) μάλλον σε μια υγιή ψυχολογία ανθρώπου οδηγείται και όχι σε μια ψυχοπαθολογία. Ένας νέος άντρας στη δεκαετία του 1960 έτοιμος να ερωτευθεί και να τον ερωτευθούν, με το ντρίλινο, φαντάζομαι, παντελόνι, με ξεκάθαρη συνείδηση καταγωγής -και κοινωνικής και το κυριότερο οικονομικής-, μεγαλώνει σε μια γειτονιά που ήταν αρχηγός η Αργυρώ. Μικτές παρέες, φαντασιωτικά αισθήματα, έρωτες που παίρνουν να σπιθίζουν μες από ματιές, την Κυριακή ποδόσφαιρο, τα πρώτα σκιρτήματα, οι πρώτες «αλητείες», οι πρώτες σ κ έ ψ ε ι ς. Όταν όλα αυτά θα μπούνε με λόγια στο χαρτί θα είναι καθαρές φωτογραφίες.

Τραγούδια με φύλο
Θα τολμήσω να πω ότι ο Λ. Παπαδόπουλος είναι ο μοναδικός στιχουργός που τα τραγούδια έχουν φύλο. Είναι γυναικεία, είναι ανδρικά. Σαν μεγάλος ηθοποιός όταν στο τραγούδι μιλάει γυναίκα γίνεται ό ίδιος γυναίκα -εννοώ τόσο πειστική είναι η φωνή του, και είναι σημαντικό γιατι δείχνει δημιουργό χωρίς ομοφοβικά άγχη που φρενάρουν συνήθως την όποια έμπνευση- και αντιστοίχως όταν μιλάει άνδρας είναι ο ίδιος ο άνδρας. Ο άνδρας κατά το πλείστον ο πονεμένος, ο θλιμμένος, ο προδομένος αλλά και ο ερωτευμένος μέχρι τον ουρανό (όλα δικά σου μάτια μου), ο άνδρας κυνηγός αλλά και ο άνδρας κατακτημένη χώρα. Ένας άνδρας που δεν θα ντραπεί να κλάψει για το αίσθημά του (Όταν βλέπετε να κλαίω, Τα βουρκωμένα μάτια μου κ.ο.κ). Και βέβαια ενας άνδρας νάρκισσος (ψηλά κυπαρισσόπουλα, αυτό τ' αγόρι με τα μάτια τα μελιά, ο Σαλονικιός, στην απάνω γειτονίτσα/ μ αγαπάνε ΔΥΟ κορίτσα κοκ). Κατά καιρούς θα δίνει στις γυναίκες μια δυνατότητα «εκδίκησης» (το πλαστό το πασαπόρτι γνωστότερον ως Η δουλειά κάνει τους άνδρες) αλλά δεν θα το φτάσει και μέχρι …Άρειο Πάγο. Ο άνδρας στα τραγούδια του Λ. Παπαδόπουλου ήταν και εξακολουθεί να είναι απλώς αυτό που ο ίδιος βλέπει στον καθρέφτη του. Υπερβολικό συχνά αλλά πάντως ειλικρινές. Η γυναίκα στα τραγούδια του είναι φυσικά μάνα (αν και το αριστουργηματικό του Νανούρισμα με την Κωχ τα …μπερδεύει λίγο τα πράγματα από ένα σημείο και μετά) αλλά πάνω από όλα το απόλυτο αντικείμενο του πόθου. Υπάρχει για να την αγαπούν, να την ερωτεύονται και να …τους προδίδει. Επουσιώδεις φυλετικοί σοβινισμοί.
Του αρέσει να προσωποποιεί αντικείμενα, χώρους, καταστάσεις. Όπως ο καφενές, το άγαλμα, το χελιδόνι, οι δρόμοι με τα ονόματά τους, οι γειτονιές επίσης, τα καπηλειά κ.ο.κ. Ο «διάλογος» λ. χ. του πικραμένου αγοριού με το Άγαλμα στο δρόμο είναι η αρχή μιας προσωπικής κλασικής μυθολογίας -αν μπορεί να το πει κανείς έτσι-, που ξεκινάει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Αντικείμενό του συχνά είναι το ίδιο το λαϊκό τραγούδι (άκου πως κλαίει ο μπαγλαμάς, αχ ο μπαγλαμάς κ.ο.κ), και ιδιαιτέρως συχνά ο χρόνος. Ο χρόνος με την έννοια της φθοράς που δύναται να επιφέρει (όπως το φτωχό μου το κορμί που δεν παλιώνει) αλλά και τετμημένος σε μέρες με προτίμηση το Σάββατο (πόσα Σαββατόβραδα;) και την Κυριακή (Μια Κυριακή, την Κυριακή κάργα ως τη σκάλα κ.ο.κ).
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Δεν υπάρχουν σχόλια: