(Από τη σημερινή «Ελευθεροτυπία»)
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε το 1988 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, κάνοντας στο μεσοδιάστημα ομολογημένα «γκελ με την άβυσσο» και προικίζοντας τα ελληνικά γράμματα μ' ένα έπος για τους μικροαστούς.
Χείμαρρος λόγου κι ελευθεριότητας, αντικομφορμιστής αλλά κι ονειροπαρμένος, πρίγκιπας των σαλονιών και εκδιδόμενος ως τραβεστί στη Συγγρού ταυτόχρονα, πέρασε στις συνειδήσεις μας -κι ας ενοχλούνταν σφόδρα γι' αυτό- ως συγγραφέας του ενός βιβλίου.
Κι είναι ακριβώς το «Τρίτο στεφάνι» του, έργο μυθικό για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία, που, με την επανέκδοσή του από τον «Γαβριηλίδη» και με τη θεατρική του μεταφορά από τους Θανάση Νιάρχο και Σταμάτη Φασουλή, δίνει ξανά την αφορμή για να σταθούμε στην περίπτωσή του.
Η διαδρομή του απλώνεται διεξοδικά στη μοναδική ως τώρα βιογραφία του, γραμμένη από τον εξ' Αυστραλίας νεοελληνιστή Γιάννη Βασιλακάκο («Η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. «Ηλέκτρα»). Γιος ενός αλκοολικού χωρίς πυγμή και μιας ατίθασης, μικροπαντρεμένης κοκέτας, ο Ταχτσής βρέθηκε απ' τα μικράτα του μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά που ενθάρρυνε εντός του τους σπόρους μιας ενοχικής ομοφυλοφιλίας. Στην Αθήνα από τα επτά του και περιστοιχισμένος από θηλυκά σ' ένα σπιτικό που τρανταζόταν καθημερινά από ομηρικούς καβγάδες, υπήρξε έφηβος που διάβαζε μανιωδώς εξωσχολικά, σύχναζε στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ζωγράφιζε καλά και μάθαινε μ' ευκολία ξένες γλώσσες.
Αλωνίζοντας τον κόσμο
Στη Νομική πέρασε, αλλά δεν την τέλειωσε. Στα καλλιτεχνικά στέκια που σύχναζε ήταν μάλλον αντιπαθής με την εριστικότητά του και οι ποιητικές του απόπειρες («Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν», «Καφενείο το Βυζάντιο») δεν έκλεψαν διόλου τις εντυπώσεις. Για το σινάφι, ο νεαρός Ταχτσής ήταν «νούμερο».
Ο ίδιος, πάντως, ήξερε τι λαχταρούσε: «Να ταξιδέψω, να κάνω έρωτα και να γράψω». Άφησε λοιπόν πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα και μεταξύ 1954 - 1964 αλώνισε στην Αυστραλία, την Αφρική, την Ευρώπη, την Αμερική, κάνοντας του κόσμου τις δουλειές - μεταφορέας, ξεναγός, υπάλληλος σε τράπεζα, ώς και τσατσά σε μπουρδέλο του Χάρλεμ, λένε κάποιοι. Παράλληλα δε, εργαζόταν πάνω στο έργο που κυοφορούσε πριν ακόμα ξενιτευτεί, το εν πολλοίς βιωματικό «Τρίτο στεφάνι».
Από το '62, ωστόσο, που το τύπωσε με δικά του έξοδα ο Ταχτσής, μέχρι να συναντηθεί το μυθιστόρημα με το πολυπληθές κοινό του, χρειάστηκε να περάσουν δέκα άγονα χρόνια. Όπως ομολογεί ο Μένης Κουμανταρέας προλογίζοντας τη φετινή επανέκδοση του βιβλίου, φέρει κι ο ίδιος γι' αυτό ένα μερίδιο ευθύνης: κατά το βραχύβιο πέρασμά του από τη «Μεσημβρινή» αποθάρρυνε την Ελένη Βλάχου να δημοσιεύσει το μυθιστόρημα σε συνέχειες, θεωρώντας ότι οι αναγνώστες της εφημερίδας θα σοκαριστούν τόσο από το διάχυτο ομοφυλοφιλικό πνεύμα του όσο κι από τον λαϊκό οίστρο των πρωταγωνιστριών του.
Και πράγματι. Οι πρώτες κριτικές αποτιμήσεις γι' αυτόν τον ωκεανό των συνειρμικών διαλόγων μεταξύ Νίνας και Εκάβης, με φόντο τις εθνικές μας περιπέτειες απ' τις αρχές ως τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν απαξιωτικές. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το υλικό του Ταχτσή «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας». Ένα «ακατάπαυστο κουτσομπολιό ανάμεσα σε μπουγαδόνερα», θεώρησε το βιβλίο και η Ελλη Αλεξίου, παραγνωρίζοντας με τη σειρά της την μέγιστή του αρετή, τη γλώσσα που ήταν γραμμένο.
Μέσα απ' τις χουντικές φυλακές άρχισε να γίνεται γνωστό το «Τρίτο στεφάνι», υποστήριζε ο Ταχτσής, χάρη στις γυναίκες των πολιτικών κρατουμένων που αναζητούσαν ευχάριστα βιβλία για τους άντρες τους... «Ακόμα πιο φανατικοί αναγνώστες μου έγιναν οι μπάτσοι» είχε πει σε συνέντευξή του στη «Λέξη»:
«Όταν με πρωτοκάλεσαν στη Γενική Ασφάλεια για μια αντιδικτατορική μου ενέργεια, χάρισα από ένα αντίτυπο σε δυο τρεις για να μάθουνε ποιος είμαι. Τους άρεσα, κι από τότε, κάθε φορά που μ' έπιαναν για πολιτικούς ή άλλους λόγους, μου το ζητούσανε επίμονα».
Σήμερα πια κανείς σχεδόν δεν το αρνείται: Εκείνο που χρωστάμε στον Ταχτσή είναι το γλωσσικό ιδίωμα των ηρωίδων του. Αντλώντας από πρωτοπόρες αφηγηματικές τεχνικές, σαν αυτές που καλλιέργησαν η Γουλφ και ο Τζόις, «ήταν ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών», όπως τονίζει ο Κουμανταρέας, κρατώντας αποστάσεις από τη «δικτατορία της καλλιέπειας και της φιλολογίας».
Κι αυτή η αμεσότητα της γραφής του -καρπός επίπονης επεξεργασίας- ήταν που στάθηκε αποφασιστική για τους νεότερους συγγραφείς, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία και την εποχή τους.
Ο Κώστας Ταχτσής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927 και δολοφονήθηκε το 1988 κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, κάνοντας στο μεσοδιάστημα ομολογημένα «γκελ με την άβυσσο» και προικίζοντας τα ελληνικά γράμματα μ' ένα έπος για τους μικροαστούς.
Χείμαρρος λόγου κι ελευθεριότητας, αντικομφορμιστής αλλά κι ονειροπαρμένος, πρίγκιπας των σαλονιών και εκδιδόμενος ως τραβεστί στη Συγγρού ταυτόχρονα, πέρασε στις συνειδήσεις μας -κι ας ενοχλούνταν σφόδρα γι' αυτό- ως συγγραφέας του ενός βιβλίου.
Κι είναι ακριβώς το «Τρίτο στεφάνι» του, έργο μυθικό για τη μεταπολεμική μας πεζογραφία, που, με την επανέκδοσή του από τον «Γαβριηλίδη» και με τη θεατρική του μεταφορά από τους Θανάση Νιάρχο και Σταμάτη Φασουλή, δίνει ξανά την αφορμή για να σταθούμε στην περίπτωσή του.
Η διαδρομή του απλώνεται διεξοδικά στη μοναδική ως τώρα βιογραφία του, γραμμένη από τον εξ' Αυστραλίας νεοελληνιστή Γιάννη Βασιλακάκο («Η αθέατη πλευρά της σελήνης», εκδ. «Ηλέκτρα»). Γιος ενός αλκοολικού χωρίς πυγμή και μιας ατίθασης, μικροπαντρεμένης κοκέτας, ο Ταχτσής βρέθηκε απ' τα μικράτα του μέσα σε μια διαλυμένη οικογένεια και ανατράφηκε από μια σχεδόν ερωτευμένη με τ' αγόρια γιαγιά που ενθάρρυνε εντός του τους σπόρους μιας ενοχικής ομοφυλοφιλίας. Στην Αθήνα από τα επτά του και περιστοιχισμένος από θηλυκά σ' ένα σπιτικό που τρανταζόταν καθημερινά από ομηρικούς καβγάδες, υπήρξε έφηβος που διάβαζε μανιωδώς εξωσχολικά, σύχναζε στο θέατρο και τον κινηματογράφο, ζωγράφιζε καλά και μάθαινε μ' ευκολία ξένες γλώσσες.
Αλωνίζοντας τον κόσμο
Στη Νομική πέρασε, αλλά δεν την τέλειωσε. Στα καλλιτεχνικά στέκια που σύχναζε ήταν μάλλον αντιπαθής με την εριστικότητά του και οι ποιητικές του απόπειρες («Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν», «Καφενείο το Βυζάντιο») δεν έκλεψαν διόλου τις εντυπώσεις. Για το σινάφι, ο νεαρός Ταχτσής ήταν «νούμερο».
Ο ίδιος, πάντως, ήξερε τι λαχταρούσε: «Να ταξιδέψω, να κάνω έρωτα και να γράψω». Άφησε λοιπόν πίσω του τη συντηρητική, μετεμφυλιακή Ελλάδα και μεταξύ 1954 - 1964 αλώνισε στην Αυστραλία, την Αφρική, την Ευρώπη, την Αμερική, κάνοντας του κόσμου τις δουλειές - μεταφορέας, ξεναγός, υπάλληλος σε τράπεζα, ώς και τσατσά σε μπουρδέλο του Χάρλεμ, λένε κάποιοι. Παράλληλα δε, εργαζόταν πάνω στο έργο που κυοφορούσε πριν ακόμα ξενιτευτεί, το εν πολλοίς βιωματικό «Τρίτο στεφάνι».
Από το '62, ωστόσο, που το τύπωσε με δικά του έξοδα ο Ταχτσής, μέχρι να συναντηθεί το μυθιστόρημα με το πολυπληθές κοινό του, χρειάστηκε να περάσουν δέκα άγονα χρόνια. Όπως ομολογεί ο Μένης Κουμανταρέας προλογίζοντας τη φετινή επανέκδοση του βιβλίου, φέρει κι ο ίδιος γι' αυτό ένα μερίδιο ευθύνης: κατά το βραχύβιο πέρασμά του από τη «Μεσημβρινή» αποθάρρυνε την Ελένη Βλάχου να δημοσιεύσει το μυθιστόρημα σε συνέχειες, θεωρώντας ότι οι αναγνώστες της εφημερίδας θα σοκαριστούν τόσο από το διάχυτο ομοφυλοφιλικό πνεύμα του όσο κι από τον λαϊκό οίστρο των πρωταγωνιστριών του.
Και πράγματι. Οι πρώτες κριτικές αποτιμήσεις γι' αυτόν τον ωκεανό των συνειρμικών διαλόγων μεταξύ Νίνας και Εκάβης, με φόντο τις εθνικές μας περιπέτειες απ' τις αρχές ως τα μέσα του 20ού αιώνα, ήταν απαξιωτικές. Σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Κοτζιά, το υλικό του Ταχτσή «ξεγλιστράει αμετουσίωτο ανάμεσα από τα δάχτυλά του, έτσι που στο τέλος καταντάει το κυριακάτικο γιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας». Ένα «ακατάπαυστο κουτσομπολιό ανάμεσα σε μπουγαδόνερα», θεώρησε το βιβλίο και η Ελλη Αλεξίου, παραγνωρίζοντας με τη σειρά της την μέγιστή του αρετή, τη γλώσσα που ήταν γραμμένο.
Μέσα απ' τις χουντικές φυλακές άρχισε να γίνεται γνωστό το «Τρίτο στεφάνι», υποστήριζε ο Ταχτσής, χάρη στις γυναίκες των πολιτικών κρατουμένων που αναζητούσαν ευχάριστα βιβλία για τους άντρες τους... «Ακόμα πιο φανατικοί αναγνώστες μου έγιναν οι μπάτσοι» είχε πει σε συνέντευξή του στη «Λέξη»:
«Όταν με πρωτοκάλεσαν στη Γενική Ασφάλεια για μια αντιδικτατορική μου ενέργεια, χάρισα από ένα αντίτυπο σε δυο τρεις για να μάθουνε ποιος είμαι. Τους άρεσα, κι από τότε, κάθε φορά που μ' έπιαναν για πολιτικούς ή άλλους λόγους, μου το ζητούσανε επίμονα».
Σήμερα πια κανείς σχεδόν δεν το αρνείται: Εκείνο που χρωστάμε στον Ταχτσή είναι το γλωσσικό ιδίωμα των ηρωίδων του. Αντλώντας από πρωτοπόρες αφηγηματικές τεχνικές, σαν αυτές που καλλιέργησαν η Γουλφ και ο Τζόις, «ήταν ο πρώτος που έκανε ύφος τη γλώσσα των μικροαστών», όπως τονίζει ο Κουμανταρέας, κρατώντας αποστάσεις από τη «δικτατορία της καλλιέπειας και της φιλολογίας».
Κι αυτή η αμεσότητα της γραφής του -καρπός επίπονης επεξεργασίας- ήταν που στάθηκε αποφασιστική για τους νεότερους συγγραφείς, επιτρέποντάς τους να χρησιμοποιούν μια προφορικότητα προσαρμοσμένη στην ηλικία και την εποχή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου