Ο δίσκος κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Μάρτιο του 1962 και επανεκδόθηκε, με νέα ηχητική επεξεργασία, το Δεκέμβριο του 1998.
Τα τραγούδια του δίσκου:
1. Το κομπολογάκι (Φτωχό κομπολογάκι μου)
2. Περίπατος (Το Μπαξέ Τσιφλίκι)
3. Το δωμάτιο ενός παιδιού (Μες τον οντά)
4. Ανδρέας Ζέππος (Ο Καπετάν Ανδρέας Ζέππος)
5. Ένα κορίτσι από την Αλεξάνδρεια (Αλεξανδριανή Φελάχα)
6. Η ώρα του αποχαιρετισμού (Πέρα στους πέρα κάμπους)
7. Επιμονή (Φραγκοσυριανή κυρά μου)
8. Ευγενικά παιδιά (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη)
9. Ένα δειλινό (Χωρίσαμε ένα δειλινό)
10. Ο παλιός δρόμος (Πάλιωσε το σακάκι μου)
11. Το Χατζηκυριάκειο
12. Όταν ανάψουν οι φωτιές (Όταν συμβεί στα πέριξ)
13. Απ’ της Ζέας το λιμάνι
14. Το τραγούδι του γέρο - ναύτη
Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις:
«Ο τίτλος του έργου, μου βγήκε μέσα από το δεύτερο στίχο της Έρημης Χώρας* του Έλιοτ, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα την Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές.
Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος, πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση.
Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των πολιτισμένων ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της σοβαρής μας μουσικής.
Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους Έλληνες για τους Τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά.
Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το Θέατρο Τέχνης**. Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου. Το 1950, παρουσίασα τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές. Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πως, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής, που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου. Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των Έξι Λαϊκών Ζωγραφιών, ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο Ελληνικόν μένος των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία Ποτέ την Κυριακή και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι.
Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν τον δίσκο και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Έλιοτ με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους. Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς, όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη».
Στις «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσίασε σε ορχηστρική μορφή λαϊκά τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη (1), του Βασίλη Τσιτσάνη (2, 9, 10, 12), του Σπύρου Περιστέρη (3), του Γιάννη Παπαϊωάννου (4, 13), του Δημήτρη Σέμση (5), του Μάρκου Βαμβακάρη (7) και του Μπαγιαντέρα (8, 11). Συμπεριέλαβε, επίσης, ένα παραδοσιακό της Δωδεκανήσου (6) και ένα δικό του τραγούδι από το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (14).
*Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…
Η αρχή από την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, πρώτη έκδοση, «Ίκαρος», Ιούλιος 1936.
**«Το ρεμπέτικο κατορθώνει, με μια θαυμαστήν ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία… Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9 / 8 για το μέλλον. Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα ’χουμε νιώσει πλέον για τα καλά την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας».
Απόσπασμα από την ιστορική ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο.
Τα τραγούδια του δίσκου:
1. Το κομπολογάκι (Φτωχό κομπολογάκι μου)
2. Περίπατος (Το Μπαξέ Τσιφλίκι)
3. Το δωμάτιο ενός παιδιού (Μες τον οντά)
4. Ανδρέας Ζέππος (Ο Καπετάν Ανδρέας Ζέππος)
5. Ένα κορίτσι από την Αλεξάνδρεια (Αλεξανδριανή Φελάχα)
6. Η ώρα του αποχαιρετισμού (Πέρα στους πέρα κάμπους)
7. Επιμονή (Φραγκοσυριανή κυρά μου)
8. Ευγενικά παιδιά (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη)
9. Ένα δειλινό (Χωρίσαμε ένα δειλινό)
10. Ο παλιός δρόμος (Πάλιωσε το σακάκι μου)
11. Το Χατζηκυριάκειο
12. Όταν ανάψουν οι φωτιές (Όταν συμβεί στα πέριξ)
13. Απ’ της Ζέας το λιμάνι
14. Το τραγούδι του γέρο - ναύτη
Γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις:
«Ο τίτλος του έργου, μου βγήκε μέσα από το δεύτερο στίχο της Έρημης Χώρας* του Έλιοτ, που πρωτογνώρισα το 1943 στη θαυμαστή μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη. Ήμουν δεκαοχτώ χρονώ και ως τα είκοσί μου, που τελείωσε ο πόλεμος, ανακάλυπτα την Μεσόγειο, τον Ήλιο, τον Χριστό, την Ελλάδα και τα Ρεμπέτικα. Κάτι περίεργες και πρωτοφανέρωτες για μένα μελωδίες, μου κινήσαν την προσοχή και με φέρανε σε περιοχές πιο αυστηρές και πιο αληθινές.
Μπήκα μέσα σε μικρά μαγαζιά, απίθανα κρυμμένα κι απλησίαστα, σε χώρους μυσταγωγικούς, με κείνη την τολμηρή αστοχασιά της νεότητας, μαγεμένος από τα γυάλινα κεντήματα των μπουζουκιών, από τον επίμονο και διαπεραστικό ήχο του μπαγλαμά, θαμπωμένος από το μεγαλείο και τη βαθύτητα των μελωδικών φράσεων, ξένος, μικρός κι αδύναμος, πίστεψα με μιας πως το τραγούδι αυτό που άκουγα, ήταν δικιά μου, μια ολότελα δικιά μου υπόθεση.
Τον ίδιο καιρό, ο Τσαρούχης μου συνειδητοποιούσε το λυρισμό της γειτονιάς μου, ο Ελύτης τη λατρεία του Ελληνικού Ήλιου και ο Σεφέρης με τον Γκάτσο τη δυσκολία και τη σοφία της Ελληνικής γης, ενώ το υγιές ένστικτό μου με οδηγούσε μακριά από τη ρηχότητα των πολιτισμένων ελαφρών μας τραγουδιών ή από τη Βαλκανική Ρωμιοσύνη της σοβαρής μας μουσικής.
Τα μπουζούκια τότε, στα μικρά και χωρίς αξιώσεις κέντρα τους, δεν είχαν φωτεινές επιγραφές από Νέον, δεν είχαν βεντέτες και ονόματα ηχηρά, δεν παρίσταναν τους Έλληνες για τους Τουρίστες, αλλά με σεμνότητα, με λάμπες πετρελαίου πολλές φορές, λειτουργούσαν απλά και ξεδίπλωναν με φανταστική δύναμη, μεράκια, βιώματα και πάθη, γνησίως Ελληνικά.
Το 1949, πρωτομίλησα γι’ αυτά τα τραγούδια, με φανατισμό και με αφέλεια, αλλά και με ιδέες και τόλμη, σε μια σειρά διαλέξεων που οργάνωσε το Θέατρο Τέχνης**. Κανείς δεν με πίστεψε, όμως όλοι συγχώρησαν τη νεανικότητά μου. Το 1950, παρουσίασα τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές. Όλοι νόμισαν πως εξευγένισα επιτυχώς τα μπουζούκια, χωρίς να σκεφθούν πως, ποια ανάγκη μπορούσε να με οδηγήσει στο να εξευγενίζω τραγούδια μη ευγενή, γιατί να διοχετεύω το οποιοδήποτε ταλέντο μου στην υπηρεσία μιας μουσικής, που για να υπάρξει, είχε την ανάγκη μου. Είχαν και πάλι λάθος. Η επιτυχία όμως των Έξι Λαϊκών Ζωγραφιών, ξύπνησε τους εμπόρους, τα ελαφρά θέατρα, τους μικροπρεπείς μουσικούς, τη βαθμιαία αναπτυσσόμενη τουριστική επιδίωξη, το εύκολο Ελληνικόν μένος των διεθνών μας προσωπικοτήτων, ώσπου ήρθε η ταινία Ποτέ την Κυριακή και στάθηκε η χαριστική βολή σ’ αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι.
Σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια, σαν προσευχή, θέλησα να κάμω αυτόν τον δίσκο και νομίζω πως πέτυχα να ξαναζωντανέψω όλο εκείνο το μελωδικό υλικό, που χρόνια τώρα διατηρούσα μέσα μου και συγχρόνως να εκφράσω όλη την εφηβική ευαισθησία ενός Νέου Έλληνα με παράδοση, μαζί με κείνη τη λεπτή κι ανοιξιάτικη θρησκευτική ατμόσφαιρα του Επιταφίου. Μαζί κι ο Έλιοτ με τον Τσαρούχη, που ζωγράφισε το εξώφυλλο, συνθέτουν την αληθινή νεανική μου ευαισθησία και ζωγραφίζουν μ’ όλες τις αποχρώσεις μια λιτανεία από εντατικές στιγμές. Η φιλοδοξία μου ήταν να φτιάξω ένα έργο, για όλους τους αληθινούς Νέους. Για τους γενναίους, τους ελεύθερους και δυνατούς, όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος την εποχή εκείνη».
Στις «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη», ο Μάνος Χατζιδάκις παρουσίασε σε ορχηστρική μορφή λαϊκά τραγούδια του Γιώργου Μητσάκη (1), του Βασίλη Τσιτσάνη (2, 9, 10, 12), του Σπύρου Περιστέρη (3), του Γιάννη Παπαϊωάννου (4, 13), του Δημήτρη Σέμση (5), του Μάρκου Βαμβακάρη (7) και του Μπαγιαντέρα (8, 11). Συμπεριέλαβε, επίσης, ένα παραδοσιακό της Δωδεκανήσου (6) και ένα δικό του τραγούδι από το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (14).
*Ο Απρίλης είναι ο μήνας ο σκληρός, γεννώντας
Μες απ’ την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας
Θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας
Με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές…
Η αρχή από την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ, σε μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη, πρώτη έκδοση, «Ίκαρος», Ιούλιος 1936.
**«Το ρεμπέτικο κατορθώνει, με μια θαυμαστήν ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Από τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητος, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία… Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9 / 8 για το μέλλον. Όμως εμείς, στο μεταξύ, θα ’χουμε νιώσει πλέον για τα καλά την δύναμή τους. Και θα τα ακούμε, πολύ φυσικά και σωστά, να υψώνουν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν για να ερμηνεύουν τον βαθύτερο εαυτό μας».
Απόσπασμα από την ιστορική ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου