Τραγουδάει πότε σαν την «Κραυγή» του Μουνκ ή σαν πίνακας του Μπέικον, πότε με τη χαρά και την πληθωρική ελληνικότητα μιας λαϊκής αγοράς του Τέτση, φωνάζει με τα «Α» της κινηματογραφικής Μελίνας, παίζει με τα φωνήεντα της Σαπφώς Νοταρά και τη βραχνάδα ενός Ελληνα Λούις Αρμστρονγκ, βουτάει με το κεφάλι πασιχαρής στο κιτς και την ίδια στιγμή κρατιέται απ' την κουπαστή και κοιτάει πότε απεγνωσμένα μελαγχολικός το φεγγάρι και πότε με προβοκατόρικο πείσμα το δάχτυλο που το δείχνει. Τεντώνει το διεισδυτικό του βλέμμα πίσω από τα στρογγυλά του γυαλιά και σου πετάει μια ιδέα, κι άλλη μία κι άλλη μία. Σε σκάει απ' τις ιδέες, το συναίσθημα, τη φωνή και την πληθωρικότητα. Δεν προλαβαίνεις, μένεις ενεός, αλλά όχι αδιάφορος... Καταλήγεις να τον λατρεύεις ή να σ' τη σπάει, με την ίδια ένταση σε όποιο στρατόπεδο κι αν βρεθείς. Επίσης, μπορεί να τον λατρεύεις κι ένα βράδυ να στη σπάσει ή τούμπαλιν. Και αυτό γιατί ο Σταμάτης Κραουνάκης παρ' ότι η ιδιότητά του τον συνδέει εκ των πραγμάτων με το μέτρο και το ρυθμό, είναι κατ' εξοχήν ο άνθρωπος που τσαλαπατάει το μέτρο κι αποθεώνει το «πολύ» από όλες τις πλευρές. Κι αν σώζεται πάντα, είναι γιατί ο ίδιος εκούσια ή ακούσια πληρώνει συχνά πρώτος το αντίτιμο. Η ζωντανή διάψευση του «Αν» του Κίπλινγκ αποφάσισε να βγει δύο τριήμερα στη μουσική σκηνή της «Αθηναΐδας», επιτέλους μόνος. Πρώτη φορά; Εγώ τουλάχιστον δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη που ο Κραουνάκης μόνος με μια ορχήστρα κράτησε πρόγραμμα 2,5 ώρες γεμάτες. Αλλά τώρα εξοπλισμένος με έναν ολοκαίνουργιο δίσκο («Πόσο σ' αγαπώ!») με 18 όχι ακριβώς καινούργια τραγούδια, μια που τα περισσότερα εκπροσωπούν τη συμβολή του στους τίτλους γνωστών σίριαλ ή σε θεατρικά έργα, ή τη συμμετοχή του σε διάφορες εκδηλώσεις, το αποπειράται. Μαζί του μια εκλεκτή μπάντα (Γ. Ζαχαρίου, Δ. Τσάκας, Κ. Μπαλταζάνης, Σ. Χριστοδούλου, Γ. Άννινος, Ν. Κατσίκης) και μια γενναιόδωρη επιλογή από τα ωραιότερα τραγούδια του. Τζαζ είναι η εισαγωγή που φέρνει στη σκηνή τον Κραουνάκη με το «Μαρόκο». Και μετά το «Παραδώσου». Λίγο αργότερα θα 'ρθει και το «Πόσο σ' αγαπώ», το μόνο ωραίο στοιχείο ενός ανόητου σίριαλ, αλλά γι' αυτό τραγούδι καταδικασμένο να μείνει γνωστό ως αυτό της «Μαρίας της άσχημης». Το πρόγραμμα φτιάχτηκε εν μέρει από τις επιθυμίες των φίλων του Κραουνάκη. Κι απ' αυτές, ένα τραγούδι πρώτο στη λίστα βάζει τον συνθέτη στα δύσκολα, γιατί όσο κι αν πρόκειται για το δικό του «Πώς έφυγες», πρόκειται και για την ερμηνεία της Μοσχολιού, θαυμαστή στη δωρικότητα και στη λυγμική της λιτότητα. Ενας λόγος παραπάνω να αναμετρηθεί ο Κραουνάκης με τον ίδιο του τον εαυτό, βγάζοντάς τα πέρα μια χαρά. Αλλά μας έλειψε κάτι: τα ρο της Μοσχολιού σ' αυτό το «πάλι απ' την αρχή μωρό μου».«Λάμπα θυέλλης», «Αγάπη μου είμαστε ένοχοι», «Κουπαστή». «Τα δυο παλτά», με την επιτόπια σκηνοθεσία του Κραουνάκη, τα λέει ο Χρήστος Μουστάκας, ο πιο εξωστρεφής και σόουμαν της «Σπείρας» και γι' αυτό ο δοτικότερος στην κραουνακική πληθωρικότητα και κραυγή, όταν τουλάχιστον ο συνθέτης αποφασίζει να την εφαρμόσει. Την εφαρμόζει και όταν θα πουν μαζί το «Ποντίκι» της εξωστρέφειας. Της εσωστρέφειας, «Η καρέκλα» του μπαμπά και δίπλα το έπος της μαμάς, το «Μαμά γερνάω» υπεύθυνο για μια θάλασσα από δάκρυα φτιαγμένη από γυναίκες κάθε ηλικίας που 'χουν κλάψει και ξανακλάψει από τότε που αυτό το τραγούδι πρωτακούστηκε. Απόψε προκαλεί τους λυγμούς της κυρίας δίπλα (κι ας «είμαι 60 πια» όπως μου ψιθυρίζει), αλλά όχι τα δικά μου δάκρυα. Στην ίδια κατηγορία με το «Πάτωμα» (που θα το ακούσουμε στο ανκόρ) ή με το «Σίδερο» (που δεν το ακούμε καθόλου) είναι απ' τα τραγούδια της εποποιίας Κραουνάκη - Νικολακοπούλου που περικλείουν την καθημερινή ανθρώπινη μικρο-τραγωδία με τόση σαφήνεια που σχεδόν απαιτούν την απόλυτη λιτότητα στην ερμηνεία. Αν φορτωθούν με πάθος, αυτοϋπονομεύονται. Αυτό συνέβη σε ορισμένες στιγμές αυτού του προγράμματος όταν ο Κραουνάκης σχεδόν πέρασε απέναντι. Οταν πάλι (σπανιότερα) προτίμησε τη λιτότητα, το αποτέλεσμα ήταν υπέροχο. Απ' το πρόγραμμα δεν έλειψαν οι επιτυχίες από το «Τρίτο στεφάνι» μέχρι το «Αυτή η νύχτα μένει» και «Τα πιο ωραία λαϊκά». Εκεί ξαναβρήκαμε την απάντηση για όλα, υπερβολικά ή υπέροχα, ακραία ή λατρεμένα του Κραουνάκη. Γιατί «με το ρυθμό της μουσικής και με μπλου-τζιν Αμερικής μια εφηβεία επιεικής γίνεται πενήντα». Αλλά παραμένει εφηβεία, αειθαλής. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 19/05/2007.
(Το παραπάνω κείμενο της ΝΑΤΑΛΙ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ, με τίτλο "Επιτέλους μόνος", υπάρχει ως ένθετο μαζί με ένα ακόμα, του Μάνου Ελευθερίου, κι ένα τρίτο, μιας blogger, στο ολοκαίνουργιο -live- cd του Kραουνάκη "για έναν έρωτα").
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου