Τη μουσική προσωπογραφία του Κ. Π. Καβάφη φτιάχνει ο Νίκος Ξυδάκης στο «Σχολείον». Οι μνήμες του ποιητή από το Κάιρο του ΄50 ξυπνούν μουσικές με ούτι και κουαρτέτα εγχόρδων...
Ένα αστικό σπίτι της Αλεξάνδρειας του '50 όφειλε να έχει σχέση και με τα δυτικά μουσικά ρεύματα της εποχής. Μπορεί η νωχέλεια και ο αισθησιασμός της αραβικής μουσικής παράδοσης να έβγαιναν... ποτάμι (από τα σύγχρονα αιγυπτιακά τραγούδια) μέσω των ραδιοφώνων, τα απογεύματα όμως συναντούσε τα κομψά κουαρτέτα εγχόρδων που έπαιζαν κλασική μουσική σε ευάερα σαλόνια, αλλά και τα μοδάτα τάνγκο και βαλς -ξεκάθαρα σύμβολα των κοσμοπολίτικων συνηθειών των Αιγυπτιωτών που ήθελαν να θεωρούν εαυτούς ισότιμα μέλη των εκλεκτών της Δύσης.
Μέχρι τα 11 του έμεινε ο Νίκος Ξυδάκης στο Κάιρο (όχι στην Αλεξάνδρεια) και θυμάται καθαρά τις μουσικές στα ραδιόφωνα, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Έλληνες, τα γαλλικά τραγούδια, τον Καβάφη. «Ήδη ήταν ένας θρύλος», λέει. «Μυστηριώδης μορφή βέβαια για ένα παιδί 10 ετών».
Η μνήμη έχει τα τερτίπια της. Κουβαλάει την «υγρασία» μιας ζωής, τη μεταπλάθει σε κάτι άλλο. Στις μουσικές του Νίκου Ξυδάκη την αισθανόμαστε την «υγρασία» εκείνης της ζωής -χωρίς όμως να μπορούμε να της δώσουμε ένα ακριβές όνομα. Μνήμες από τον Καβάφη άραγε; Έναυσμα για να γράψει μουσικές;
Ένα αστικό σπίτι της Αλεξάνδρειας του '50 όφειλε να έχει σχέση και με τα δυτικά μουσικά ρεύματα της εποχής. Μπορεί η νωχέλεια και ο αισθησιασμός της αραβικής μουσικής παράδοσης να έβγαιναν... ποτάμι (από τα σύγχρονα αιγυπτιακά τραγούδια) μέσω των ραδιοφώνων, τα απογεύματα όμως συναντούσε τα κομψά κουαρτέτα εγχόρδων που έπαιζαν κλασική μουσική σε ευάερα σαλόνια, αλλά και τα μοδάτα τάνγκο και βαλς -ξεκάθαρα σύμβολα των κοσμοπολίτικων συνηθειών των Αιγυπτιωτών που ήθελαν να θεωρούν εαυτούς ισότιμα μέλη των εκλεκτών της Δύσης.
Μέχρι τα 11 του έμεινε ο Νίκος Ξυδάκης στο Κάιρο (όχι στην Αλεξάνδρεια) και θυμάται καθαρά τις μουσικές στα ραδιόφωνα, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Έλληνες, τα γαλλικά τραγούδια, τον Καβάφη. «Ήδη ήταν ένας θρύλος», λέει. «Μυστηριώδης μορφή βέβαια για ένα παιδί 10 ετών».
Η μνήμη έχει τα τερτίπια της. Κουβαλάει την «υγρασία» μιας ζωής, τη μεταπλάθει σε κάτι άλλο. Στις μουσικές του Νίκου Ξυδάκη την αισθανόμαστε την «υγρασία» εκείνης της ζωής -χωρίς όμως να μπορούμε να της δώσουμε ένα ακριβές όνομα. Μνήμες από τον Καβάφη άραγε; Έναυσμα για να γράψει μουσικές;
«Ποτέ δεν θέλησα να μελοποιήσω Καβάφη» ξεκαθαρίζει. «Μάλλον το αυτονόητο του πράγματος -ο Αιγυπτιώτης μουσικός να μελοποιήσει τον Αιγυπτιώτη ποιητή- με απομάκρυνε. Ενώ έχω μελοποιήσει Βιζυηνό, Σολωμό, Σαπφώ- ίσως γιατί ο στίχος τους έχει από μόνος του μια μουσική. Στον Καβάφη δεν μπορούσα να τη βρω τη μουσική. Και δεν υπάρχει καν το ντοκουμέντο τι άκουγε εκείνος. Σκεφτόμουν, αν έγραφα, πώς θα ήταν; Ελαφριά; Δραματική;».
Η παράσταση βασίζεται στις μουσικές που έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης σε ποίηση του Διονύση Καψάλη («Στον τάφο του Καβάφη», Εκδ. Άγρα) κι έχει ως επίκεντρο τον ίδιο τον Καβάφη και όχι το έργο του. «Ένα πορτρέτο που θα αναπαραγάγει και το κλίμα εκείνης της εποχής», λέει. Μουσικά θέματα, τραγούδια (το μεγαλύτερο μέρος αναλαμβάνει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος), ποιήματα (που θα διαβάζουν οι Δημήτρης Μαρωνίτης και Διονύσης Καψάλης) και πάλι μουσικές και πάλι ποίηση.
Πώς ζωντανεύει μουσικά ένα καβαφικό πορτρέτο;
Λόγω της σοβαροφάνειας που υπάρχει συνήθως με τον Καβάφη, αντιμετωπίζεται με πιο βαριά, δυτική μουσική. Εγώ όμως ήθελα να φτιάξω το κλίμα που ζούσε εκείνος. Να υπάρχει και το ανατολίτικο στοιχείο. Το αραβικό. Θα έχουμε λοιπόν και έναν τραγουδιστή που κατάγεται από τον Λίβανο, ο οποίος θα πει και ορισμένα αποσπάσματα στα αραβικά, ανάμεσα στα τραγούδια τα οποία αναλαμβάνει η Ορχήστρα Κλασικής Αραβικής Μουσικής Αl Μahaba που είναι φτιαγμένη από Έλληνες μουσικούς, ενώ τα δυτικά κομμάτια τα έχουν επωμιστεί τα επτά βιολοντσέλα της Όπερας του Καΐρουέρχονται από το Κάιρο ειδικά γι΄ αυτήν τη συναυλία.
Την εποχή του Google, των SΜS και των Γκρίνγκλις έχει αλλάξει η γλωσσική συνεννόηση της νεώτερης γενιάς.
Είναι ολοφάνερο. Υπάρχει μια τάση αποδόμησης του νοήματος. Σαν να απορρίπτεται η πρόθεση νοηματοδότησης -η νεώτερη γενιά το αντιλαμβάνεται σαν διδακτισμό.
Υπάρχει δυσκολία για έναν συνθέτη να βγάλει τους δίσκους που θέλει;
Βέβαια υπάρχει. Έχει απαξιωθεί εντελώς πλέον το είδος. Και η δισκογραφία (με τη μορφή που την ξέραμε) πνέει τα λοίσθια. Γι΄ αυτό βλέπεις κι όλα αυτά τα αφιερώματα από τις εφημερίδες, κασετίνες, η μία μετά την άλλη. Μοιάζει λίγο με επιμνημόσυνη δέηση. Αφιέρωμα στον τάδε. Αφιέρωμα στον δείνα.
Το ψάξιμο νέων μουσικών έχει μεταφερθεί στο Ίντερνετ σήμερα...
Εντελώς άλλη φιλοσοφία. Ο καθένας φτιάχνει την προσωπική του ανθολογίαμε μεμονωμένα κομμάτια. Αυτό σημαίνει ότι αν εγώ έχω μία ή δύο επιτυχίες, με «φιξάρει» ο ακροατής σ΄ αυτές. Σαν να συρρικνώνεται η πορεία ενός ανθρώπου μέσα στον χρόνο σε δυο στιγμές. Και στην κλασική μουσική γίνεται αυτό. Λίγο από Μπετόβεν, λίγο από Μότσαρτ, λίγο από Μπαχ. Είναι σαν να ακυρώνεται το σώμα μιας δουλειάς. Δεν κρίνεται κανείς σαν ιστορία, σαν σύνολο.
«Πεθαίνει», αλήθεια, η έννοια δίσκος;
Η ιδέα του δίσκου δεν θα σταματήσει να υπάρχει -όσο παράγονται δουλειές που έχει νόημα να τις αναζητήσει κανείς σε ένα δισκοπωλείο. Το είδα αυτό με τη Σαπφώ. «Πάλι ποίηση θα κάνεις» μου έλεγαν. Κι όμως, εκείνος ο δίσκος συσπείρωσε ένα κομμάτι του κοινού. Ήθελαν να έχουν τον δίσκο. Και πήγαν και τον αγόρασαν. Είναι ένας κόσμος που είναι εκεί, υπάρχει και θα υπάρχει.
Και υποθέτω πως αυτός ο κόσμος είναι που σας κάνει να συνεχίζετε...
Σίγουρα. Κι εμείς που έχουμε μια πορεία πλέον, ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να εκβιάζουμε αλλαγές στον εαυτό μας. Δεν έχουμε και τον χρόνο να το κάνουμε αυτό. Να μάθουμε νέες γλώσσες, νέους ήχους... Την αλήθεια που έχει ο καθένας πρέπει να την πιστέψει και να την υποστηρίξει με τον δικό του τρόπο. Αλίμονο, μη γίνουμε όλοι ποπ για να αρέσουμε.
Η παράσταση βασίζεται στις μουσικές που έγραψε ο Νίκος Ξυδάκης σε ποίηση του Διονύση Καψάλη («Στον τάφο του Καβάφη», Εκδ. Άγρα) κι έχει ως επίκεντρο τον ίδιο τον Καβάφη και όχι το έργο του. «Ένα πορτρέτο που θα αναπαραγάγει και το κλίμα εκείνης της εποχής», λέει. Μουσικά θέματα, τραγούδια (το μεγαλύτερο μέρος αναλαμβάνει ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος), ποιήματα (που θα διαβάζουν οι Δημήτρης Μαρωνίτης και Διονύσης Καψάλης) και πάλι μουσικές και πάλι ποίηση.
Πώς ζωντανεύει μουσικά ένα καβαφικό πορτρέτο;
Λόγω της σοβαροφάνειας που υπάρχει συνήθως με τον Καβάφη, αντιμετωπίζεται με πιο βαριά, δυτική μουσική. Εγώ όμως ήθελα να φτιάξω το κλίμα που ζούσε εκείνος. Να υπάρχει και το ανατολίτικο στοιχείο. Το αραβικό. Θα έχουμε λοιπόν και έναν τραγουδιστή που κατάγεται από τον Λίβανο, ο οποίος θα πει και ορισμένα αποσπάσματα στα αραβικά, ανάμεσα στα τραγούδια τα οποία αναλαμβάνει η Ορχήστρα Κλασικής Αραβικής Μουσικής Αl Μahaba που είναι φτιαγμένη από Έλληνες μουσικούς, ενώ τα δυτικά κομμάτια τα έχουν επωμιστεί τα επτά βιολοντσέλα της Όπερας του Καΐρουέρχονται από το Κάιρο ειδικά γι΄ αυτήν τη συναυλία.
Την εποχή του Google, των SΜS και των Γκρίνγκλις έχει αλλάξει η γλωσσική συνεννόηση της νεώτερης γενιάς.
Είναι ολοφάνερο. Υπάρχει μια τάση αποδόμησης του νοήματος. Σαν να απορρίπτεται η πρόθεση νοηματοδότησης -η νεώτερη γενιά το αντιλαμβάνεται σαν διδακτισμό.
Υπάρχει δυσκολία για έναν συνθέτη να βγάλει τους δίσκους που θέλει;
Βέβαια υπάρχει. Έχει απαξιωθεί εντελώς πλέον το είδος. Και η δισκογραφία (με τη μορφή που την ξέραμε) πνέει τα λοίσθια. Γι΄ αυτό βλέπεις κι όλα αυτά τα αφιερώματα από τις εφημερίδες, κασετίνες, η μία μετά την άλλη. Μοιάζει λίγο με επιμνημόσυνη δέηση. Αφιέρωμα στον τάδε. Αφιέρωμα στον δείνα.
Το ψάξιμο νέων μουσικών έχει μεταφερθεί στο Ίντερνετ σήμερα...
Εντελώς άλλη φιλοσοφία. Ο καθένας φτιάχνει την προσωπική του ανθολογίαμε μεμονωμένα κομμάτια. Αυτό σημαίνει ότι αν εγώ έχω μία ή δύο επιτυχίες, με «φιξάρει» ο ακροατής σ΄ αυτές. Σαν να συρρικνώνεται η πορεία ενός ανθρώπου μέσα στον χρόνο σε δυο στιγμές. Και στην κλασική μουσική γίνεται αυτό. Λίγο από Μπετόβεν, λίγο από Μότσαρτ, λίγο από Μπαχ. Είναι σαν να ακυρώνεται το σώμα μιας δουλειάς. Δεν κρίνεται κανείς σαν ιστορία, σαν σύνολο.
«Πεθαίνει», αλήθεια, η έννοια δίσκος;
Η ιδέα του δίσκου δεν θα σταματήσει να υπάρχει -όσο παράγονται δουλειές που έχει νόημα να τις αναζητήσει κανείς σε ένα δισκοπωλείο. Το είδα αυτό με τη Σαπφώ. «Πάλι ποίηση θα κάνεις» μου έλεγαν. Κι όμως, εκείνος ο δίσκος συσπείρωσε ένα κομμάτι του κοινού. Ήθελαν να έχουν τον δίσκο. Και πήγαν και τον αγόρασαν. Είναι ένας κόσμος που είναι εκεί, υπάρχει και θα υπάρχει.
Και υποθέτω πως αυτός ο κόσμος είναι που σας κάνει να συνεχίζετε...
Σίγουρα. Κι εμείς που έχουμε μια πορεία πλέον, ούτε μπορούμε ούτε και θέλουμε να εκβιάζουμε αλλαγές στον εαυτό μας. Δεν έχουμε και τον χρόνο να το κάνουμε αυτό. Να μάθουμε νέες γλώσσες, νέους ήχους... Την αλήθεια που έχει ο καθένας πρέπει να την πιστέψει και να την υποστηρίξει με τον δικό του τρόπο. Αλίμονο, μη γίνουμε όλοι ποπ για να αρέσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου