29 Δεκ 2008

Γιάννης Φιλιππίδης, «Η σύντομη ιστορία της κυρίας Ειρήνης»

Η κυρία Ειρήνη, γεννημένη στα δύσκολα χρόνια του ’30 σ’ ένα φτωχό σπίτι, συμπλήρωνε φέτος τα 75 της χρόνια. Στις 27 του Δεκέμβρη. Είχε περάσει χρόνια δύσκολα, βίωσε την Κατοχή, τους δύσκολους καιρούς μετά, σε μια πολυπληθή οικογένεια, με αδέρφια, που σκόρπισαν μετά τον πόλεμο στις πέντε ηπείρους, κάποια απ’ αυτά γύρισαν να ζήσουν τα τελευταία τους στην πατρίδα, κι η ίδια, παντρεμένη από έρωτα [έτσι όπως ένιωθαν τον έρωτα τότε], ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειάς της.
Ευτύχησε να ζήσει πλάι σ’ έναν καλό σύντροφο, έκανε τέσσερα όμορφα παιδιά, αγόρια τα δύο, το πρώτο την έκανε ευτυχισμένη βαφτίζοντας την πρωτότοκη εγγόνα της με το δικό της όνομα.
Ορφανή σχεδόν από πάντα, χήρα πολύ πρόωρα, έζησε και τους θανάτους των αδερφών, των κουνιάδων της, των συννυφάδων έναν έναν, τους ξεπροβόδισε τους τίμησε όπως έπρεπε. Τα παιδιά της, έκαναν τις δικές τους οικογένειες, έστησαν τα δικά τους σπίτια, άλλα στην ίδια πόλη, άλλα λίγο πιο μακριά.
Εκείνη, συνέχισε να μένει στο σπίτι που γεννήθηκε, ένα φτωχό οίκημα με μια τόση δα αυλίτσα, κατάφορτη από γεράνια, κάθε λογής λουλούδια κι ότι λαχανικά υπαγόρευε ο καιρός. Η σύνταξη του συχωρεμένου μικρή, όσο την κράταγαν τα πόδια της, έκανε και μεροκάματα, «η δουλειά δεν είναι ντροπή» έλεγε, και πήγαινε όπου τη φωνάζανε. Άλλοτε μεροκάματα στα χωράφια, άλλοτε σε εποχιακά εργοστάσια, άλλοτε στα σπίτια, ώσπου τα χρόνια πέρασαν κι η αδύναμη καρδιά της την καθήλωσε στο καλύβι της.
Κι όταν ερχόταν ο καιρός να δει τα μαγαζιά της περιοχής της στολισμένα χριστουγεννιάτικα, ένα παραπάνω σφίξιμο την έπιανε. Κλεινόταν στο σπίτι της, κι έπλεκε, μ’ όλη τη μείωση της όρασής της. Συντροφιά είχε τις βελόνες της, την αναμμένη ξυλόσομπα, και την ανοιχτή πάντα τηλεόραση, έτσι για ν’ ακούει κάποιον να μιλάει, από φόβο μη ξεχάσει να μιλάει κι η ίδια.
Δεν είχε παράπονο που, κανένας δε τη θυμόταν σε γιορτή ή γενέθλια, εκτός από την πρωτότοκή της εγγονή, που είχε ένα άλλο «δέσιμο» μαζί της, την επισκεπτόταν μια στις τόσες, φορτωμένη με σακούλες από σούπερ μάρκετ.
«Μη ξοδεύεσαι για μένα» Ρηνιώ μου, της έλεγε, κι ας μη γνώριζε κανένας πώς τρεφόταν την κάθε μέρα που πέρναγε…
Κι όταν πάταγε ο Δεκέμβρης τη μέση του:
«Γιορτιάρες μέρες» έλεγε, κι είχε για όλους μια δικαιολογία που απέπνεε καλή πρόθεση και ψυχή.
Αλλά τα μάτια της τρέχανε σιωπηλά άηχα δάκρυα, που δε χτύπαγε το τηλέφωνό της τις νύχτες που άλλαζε ο χρόνος, ούτε της επόμενες, παρά μονάχα έτσι, μια φορά στις τόσες, που κάποιο παιδί της, την καλούσε να δει αν ζει, ή αν έπαθε κάτι.
Τα τελευταία της χρόνια, πριν εμφανιστεί ο καταρράκτης στα μάτια της, ανέβαινε σιγά σιγά τη δημοσιά, έφτανε ασθμαίνοντας, να πει λίγες κουβέντες με άλλες συνομήλικες, και μετά έπαιρνε ένα ένα τα μνημόσυνα, να μαζέψει κουλουράκια και κόλλυβα, αυτά ήταν τα μοναδικά γλυκίσματα, που συχνά πυκνά αποτελούσαν και τα βραδινά της γεύματα, ελλείψει άλλων πόρων…
Κι όταν τη ρώταγε η μεγάλη εγγόνα της, πώς συνέχιζε να πλέκει, για όποια γειτόνισσα της το ζήταγε, με τη χαμηλή της όραση; «Με την αφή», έλεγε, και κανένας δε την πίστευε. Αλλά συνέχιζε να το κάνει, γιατί όλο και κάποιο πεσκέσι θα της έφερναν, πότε λίγο λάδι, πότε κανένα κιλό φέτα, χωριάτικο τραχανά, όσπρια βραστερά κι άλλα τέτοια.
Ωστόσο, τις νύχτες των γιορτών, λύγιζε.
«Περίσσεψα εγώ παιδιά μου» συνήθιζε να λέει, «περίσσεψα στα χρόνια» κι απέμεινα μοναχή. Αυτά τις μέρες.
Γιατί τις μέρες δε μιλούσε με λόγια. Μονάχα με αναστεναγμούς και δάκρυα που κατέβαιναν από τα μάτια της απροειδοποίητα.

…………………………………………………………….

Ας μην αφήνουμε τους υπερήλικους μόνους, όπως και κάθε μονάχο άνθρωπο τέτοιες μέρες σημαδιακές.
Γιατί, η μοναξιά, αυτές τις μέρες, είναι κάτι που δεν αντέχεται…

γιάννης φιλιππίδης
http://filippidisyannis.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια: