Κυριακή απόγευμα στη ζεστή φθινοπωρινή Αθήνα. Μοναστηράκι, Πλάκα. Με ουρανό καθαρό. Γαλάζιο. Όπως το πουκάμισο του Θοδωρή. Βρεθήκανε στην ώρα τους. Κι ανηφορίσανε. Κόσμος τριγύρω. Νέα παιδιά, ωραία παιδιά, που συναντούσαν τις παρέες τους, αλλοδαποί, μικροπωλητές, κυρίες που έβγαιναν με φόρα απ' το μετρό για να φτάσουν όσο γινόταν πιο γρήγορα σε μια εκκλησία που πανηγύριζε -παραμονή Γενεθλίου της Παναγίας- το τρενάκι στα πόδια τους...
Καθίσανε σ' ένα πλάτωμα με τραπεζάκια έξω. Και με απέναντί τους το αστεροσκοπείο. Ήπιαν καφέ και λεμονάδα. Κι η κουβέντα άρχισε. Και που δεν έφτασε! Σε τόπους, σε ανθρώπους, σε έρωτες, σε χωρισμούς, σε αποχωρισμούς, σε ιστορίες που θαρρείς ότι βγήκαν από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος που γράφεται ακόμα. Με πρωταγωνίστρια την περίφημη θεία που άφησε το κατάστημα με τα "είδη προικός" για ν' ακολουθήσει στη Νίκαια της Γαλλίας έναν γαλλοαρμένη που ερωτεύτηκε κι εκεί να διαπρέψει στη μόδα. Ζωές γεμάτες...
Και μέσα σ' όλα, λόγο στο λόγο, η Βέμπο η θεά. Το μαντήλι της, τα τραγούδια της, ο έρωτάς της με τον Τραϊφόρο που την πλήγωνε, αλλά... Η Βέμπο. Που ήρθε τόσο γλυκά, σαν αερικό και αιχμαλώτισε σαγηνευτικά τις στιγμές τους. Θαρρείς κι ήπιε κρυφά μια γουλιά απ' τη λεμονάδα στο ποτήρι του.
Στην ολοζώντανη μνήμη της, τούτες οι γραμμές. Με αφορμή μια συνάντηση, μια Κυριακή στην Αθήνα της...
1 σχόλιο:
Πολύ γλυκό...
Δημοσίευση σχολίου