9 Ιουλ 2017

Ο στιχουργός Σταύρος Κουγιουμτζής



Του Αλέξη Λιόλη*

Μπορεί να έσμιξε τις μελωδίες του με το λόγο σπουδαίων ποιητών και στιχουργών, όπως του Μάνου Ελευθερίου, του Άκου Δασκαλόπουλου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Μιχάλη Μπουρμπούλη, του Γιώργου Θέμελη, του Κώστα Βάρναλη, του Ντίνου Χριστιανόπουλου, της Σώτιας Τσώτου, του Κώστα Κινδύνη, του Λάκη Τεάζη, του Κώστα Ριτσώνη, αυτό όμως δεν εμπόδισε το Σταύρο Κουγιουμτζή να καταθέσει σε 41 από το σύνολο των τραγουδιών που έγραψε το δικό του στιχουργικό στίγμα. Από το «Περιστεράκι» του 1961 μέχρι τα τραγούδια στον τελευταίο του δίσκο «Έβρεχε ο κόσμος» το 2000 και στον προσωπικό δίσκο της κόρης του Μαρίας «Μπορεί να ’ναι αγέρας», που κυκλοφόρησε το 2007. Τραγούδια που μόνο απαρατήρητα δεν πέρασαν. Τραγούδια με διαπίστευση στην αθανασία. Για του λόγου το αληθές, ιδού μερικοί τίτλοι: «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Ο ουρανός φεύγει βαρύς», «Κάπου νυχτώνει», «Ένας κόμπος η χαρά μου», «Όταν ανθίζουν πασχαλιές» «Βασανάκι βασανάκι», «Ξενάκι είμαι και θα ’ρθω», «Ήθελα να ’μουνα πουλί», «Ήταν πέντε ήταν έξη», «Όλα καλά κι όλα ωραία» μέχρι τα μεταγενέστερα «Τρελοί και άγγελοι», «Μη γυρεύεις ομορφιές», «Μ’ ένα τσιγάρο», «Τα πολύχρωμά σου μάτια», «Έβρεχε ο κόσμος», «Πώς να σου πω», «Η μπαλάντα της Πολυδούρη»…
Σπουδαίο λυρικό ποιητή αποκαλεί το Σταύρο Κουγιουμτζή ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, θεωρώντας πως «τα ποιήματά του ανήκουν αυτούσια και χωρίς τη συνηγορία του πενταγράμμου στην αυστηρή ανθολογία του νεότερου λυρισμού μας».


Είπε πράγματα ο στιχουργός Κουγιουμτζής με τρόπο απλό και ρεαλιστικό, χωρίς άσκοπες φλυαρίες και χωρίς να κομπάζει ή να επιδεικνύεται με τη γραφή του. Δε χρησιμοποίησε επ’ ουδενί τις λέξεις για να υπηρετήσει τη δική του αυταρέσκεια, αλλά με απόλυτο μέτρο και σεβασμό για να εκφράσει ό,τι τον πονούσε, ό,τι τον προβλημάτιζε, ό,τι διαπερνούσε την ψυχή του, ότι γρατζουνούσε την ευαισθησία του κι ό,τι πλήγωνε τη μοναξιά του: «Μια σημαία σ’ ένα μπαλκόνι αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει… Ένα φίλο και μια αγάπη είχα μια φορά… Αν δεις σε χέρι παιδικό πουλάκι πληγωμένο/πάρε τις στράτες να με βρεις/εγώ σε περιμένω… Είπες πως θα ’ρθεις να με βρεις/ μα γέρασ’ η καρδιά μου/ κι ούτε πουλί φτερούγισε μέσα στην ερημιά μου… Η πικρή σου η ματιά ψάχνει μέσα στα τραγούδια/μα κι εκείνα δυστυχώς τα `χει κάνει ο καιρός δίχως άρωμα λουλούδια… Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις/εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς… Έλειπε η αγάπη έλειπες κι εσύ/κι όλα ήταν μια πικρή βροχή… Είναι πικρό να διαγράφεις πορεία χαμένη/ και να γυρνάς στα παλιά λίγη να βρεις ζεστασιά…».
Πίστευε πως «τα τραγούδια γράφονται για να τραγουδιούνται» κι ο ίδιος κατάφερε να κάνει πράξη αυτή του την επιθυμία. Τα τραγούδια του Σταύρου Κουγιουμτζή αγαπηθήκαν και τραγουδήθηκαν, χωρίς τις περισσότερες φορές -και λόγω της δικής του «ασκητικής» στάσης- ο κόσμος να γνωρίζει σε ποιον ανήκουν και χωρίς ο ίδιος να κάνει το παραμικρό προς αυτή την κατεύθυνση. Γράφει σχετικά: «Είναι αλήθεια πως για τα τραγούδια μου δε στάθηκα στοργικός πατέρας. Δεν τα υποστήριξα. Δεν τα προώθησα. Τ’ άφησα σχεδόν αβοήθητα. Ή θα τα βγάλουνε πέρα μόνα τους, έλεγα, ή ας πεθάνουν. Πάντως, κάλπικα δεν τα ήθελα. Ούτε και με δεκανίκια» («Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια», εκδ. «Κέδρος»).


*Από το περιοδικό «Μετρονόμος», Ιούνιος 2017.

Δεν υπάρχουν σχόλια: