«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια -σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».
Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια τόσο σωπαίναν δε φυσούσε μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.
Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.
Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της, έσταζε το βρακί και το παγούρι του -Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε κόντευε χρόνο πεθαμένος. Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.
Από την ποιητική συλλογή του Μιχάλη Γκανά «Μαύρα Λιθάρια». (Εκδόσεις «Καστανιώτης», 1993)
Ανάσταση και φέτος… Στην πέτρινη εξέδρα του κήπου και πάλι… Όπως τόσα χρόνια τώρα… Με την ανάσα της λίμνης να διαπερνάει το σώμα... Νύχτα Λαμπρής... Νύχτα Άνοιξης… Νύχτα Απρίλη… Εκεί, τα αναμμένα κεριά, το «διαγενομένου», οι καμπάνες που αυτή τη φορά ακούστηκαν «κουρασμένες», τα «ανέστη», τα φιλιά της αγάπης που μου φάνηκαν λιγότερα από άλλες χρονιές, το άγιο φως απ’ την ακοίμητη καντήλα της προσμονής...
Αντί άλλων δικών μας ευχών για την Πάσχα, ένα απόσπασμα από το διήγημα «Εξοχική Λαμπρή» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη:
«…Η πούλια ήτο ήδη υψηλά, τέσσαρες ώρες να φέξει, και ο μπαρμπ’-Αναγνώστης, αφού εξύπνησε τον ιερέα, κατασκευάσας πρόχειρον σήμαντρον εκ στερεού ξύλου καρυάς και πλήκτρον, περιήρχετο τα Καλύβια θορυβωδώς, κρούων, όπως εξεγείρει τους χωρικούς. Εισήλθον εις το μικρόν εξωκκλήσιον του Αγίου Δημητρίου. Είς μετά τον άλλον προσήρχοντο οι χωρικοί με τας χωρικάς των και με τα καλά των ενδύματα. Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ήρχισε να τα λέγει όλα απ’ έξω, την προκαταρκτικήν προσευχήν και τον Κανόνα, το Κύματι θαλάσσης. Ο παπα-Κυριάκος προέκυψεν εις τα βημόθυρα, ψάλλων το Δεύτε λάβετε φως. Ήναψαν τας λαμπάδας κι εξήλθον όλοι εις το ύπαιθρον ν’ ακούσωσι την Ανάστασιν. Γλυκείαν και κατανυκτικήν Ανάστασιν εν μέσω των ανθούντων δένδρων, υπό ελαφράς αύρας σειομένων ευωδών θάμνων και των λευκών ανθέων της αγραμπελιάς, neige odorante du printemps. Ψαλέντος του Χριστός Ανέστη, εισήλθον πάντες εις τον ναόν. Θα ήσαν το πολύ εβδομήκοντα άνθρωποι, άνδρες, γυναίκες και παίδες. Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ήρχισε να ψάλλει τον Κανόνα του Πάσχα, ο δε ιερεύς άμα αντιψάλλων αυτώ εξ ανάγκης, από του ιερού Βήματος, ητοιμάζετο να πάρει καιρό και, αφού τελέσει τον ασπασμόν, να έμβει εις την λειτουργίαν...».